Παναγιά Γοργόνα
Απ’ την Πέτρα της Λέσβου η καταγωγή του. Χρόνια στην Αθήνα ,μα πάντα τη φορούσε σα ρούχο στενό. Έσπαγαν τα κουμπιά του ανεβοκατεβαίνοντας Μοσχάτο Παγκράτι κάθε μέρα. Το διαμέρισμα στο Μοσχάτο το νοίκιασε, γιατί κάθε που φυσούσε ρυτίδιαζε η καρδιά του σηκώνοντας κύματα. Μύριζε τον αέρα τον αρμυρό, μα ήταν μια αρμύρα αστική, όχι πελαγίσια, του «ιχθυοτροφείου», ανακατεμένη με άσφαλτο.
Η ομορφιά της Λέσβου θέριευε και στα όνειρά του τον αγκάλιαζε, τον πίεζε να γυρίσει πίσω, ίδια μάνα που στιγμή δεν αντέχει μακριά απ’ το παιδί της και δεμένη μαζί του με αόρατα σχοινιά αμολάει και μαζεύει μέχρι τέλους.
Κι ήταν και η άλλη, η αρμύρα της Μέλπως που τον καλούσε , σαν να στέγνωσε όλη η θάλασσα μέσα του όταν την πρωτοείδε και με το αλάτι της τον έκαψε.
Σήμερα το ραδιόφωνο παίζει το τραγούδι τους . Έτσι το λέει εκείνος . Ανέμιζαν οι νότες στα μαλλιά της και άρχιζε η μελωδία « θάλασσα τα μάτια σου και χάνομαι βαθιά ..»
Τι τα θυμήθηκε σήμερα; Πάνε χρόνια που έφυγε από το νησί ανήμπορος, καμένος .
Κατάστημα γωνιακό προίκα. Φιλέτο. Με το δεξί μπήκε η Μέλπω στο προικώο.Τα καλορίζικα ζυμωμένα με ζήλια πράσινη σαν τα φύλλα της ελιάς που στο θρόισμα του ανέμου λαμποκοπούσαν δήθεν σαν ασημένια ευχή. Τη ζήλευαν κι εκείνη το΄βλεπε στη διάφανη ματιά τους.Κι έμεναν μετέωρες κάτι κουβέντες «σιγά μην τιμονέψει το μαγαζί, ποιος θα την ξεμυαλίσει άραγε να της το φάει το φιλέτο της;».
Εκείνη αγέρωχη περπάτησε αντίθετα στο πλήθος σπρώχνοντας τις εποχές και τον φθόνο. Πίσω από τον πάγκο με τις παραγγελίες ένας κορμός όλο χαμόγελο και φως και κάτω ανυπόδητη να καίγονται τα πέλματα σαν από της άμμου τη φωτιά το καταμεσήμερο.
Είναι που ήθελε να αφεθεί, μα κάθε που η καρδιά της συναινούσε τη δίκαζαν τα λόγια των συγχωριανών.
Καρτερία , παραγγελίες, έσοδα, έξοδα ώσπου δεν υπήρχαν πια εποχές να σπρώξει. Νήστεψε το φόβο, τα πυρωμένα πέλματα πήραν να δροσίζονται. Θυμήθηκε την εικόνα της Παναγιάς της Γοργόνας.Κι αυτή μισή μισή· διχασμένη .
Κι εκείνος που άκουγε μουσική βλέποντας τα μαλλιά της, που γκρεμιζόταν σύγκορμος σαν την έβλεπε, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα, μετανιωμένος που δεν την είχε σώσει, άναψε ένα κεράκι στην Παναγιά της Πέτρας, ψηλά στο λόφο. Δεν άντεχε να βλέπει κλειστό το μαγαζί. Κενός βωμός θυσίας, αξιοθέατο. Γι΄ αυτήν λένε πως ξυπόλητη βγήκε ένα καταμεσήμερο και πήγε προς τη θάλασσα. Λένε πως έγινε γοργόνα.
Ονομάζομαι Σοφία Βασιλειάδου.Γεννήθηκα το 1970 στην Αθήνα όπου κατοικώ. Εργάζομαι ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση τα τελευταία 25 χρόνια.Ασχολούμαι με την ποίηση και το διήγημα. Δείγματα γραφής μου φιλοξενούνται στο fractal, τα περιοδικά Περί ου και Χάρτης .Έχω εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο΄» Έκθεση ψυχής» από τις εκδόσεις Οσελότος.