Πολυκαιρισμένο βότσαλο
Το σπίτι μας μοιάζει με πολυκαιρισμένο φθαρμένο βότσαλο έτσι όπως στέκει απομονωμένο στην ακροθαλασσιά. Τα τσιμέντα ΧΑΛΥΨ, που γειτονεύουν με την πίσω αυλή μας, μουτζουρώνουν, χρόνια τώρα, ασύστολα, ολούθε τριγύρω. Ακόμα τον ουρανό και τη θάλασσα, την ξανθή την άμμο, τα αλμυρίκια τα ροζιασμένα, το γιασεμί μας, που μας το είχε φέρει η γιαγιά από το χωριό, όταν πρωτόρθε.
*
Με τα όνειρα ξοδεύεται ο καιρός.
*
Εμείς νιώθαμε ότι δεν μας λείπει τίποτα. Ο πατέρας άγγιζε τα μπλε ανθάκια απ’ το γιασεμί κι ονειρευόταν πως θα γυρίσει στο σπίτι στο χωριό, ή πως με τον επόμενο μιστό θα καταφέρει να αγοράσει παπούτσια στη μάνα. Πέρναγε όμως η άνοιξη και ξαναρχόταν ο χειμώνας. Ούτε τα κύματα μας φόβιζαν. Κι οι συννεφιές καλοδεχούμενες, ακόμη κι η λασπουριά. Ονειρευόμασταν πως θα ξανάρθει η άνοιξη. Η μάνα στόλιζε κάθε γωνιά του σπιτιού μας με τα σεμεδάκια της, από λευκό νήμα. Και τα παλιά της παπούτσια με το λευκό νήμα τα μπάλωνε.
Ακόμα και αν μας έλειπε κάτι, εμείς νιώθαμε ότι δεν μας λείπει τίποτα. Δε ζητήσαμε ποτέ τίποτα. Το σούρουπο αγναντεύαμε τ’ αφρισμένα κύματα αλάργα, πέρα στον ορίζοντα, όσο μπορούσε να δει ο νους, και κάναμε το σταυρό μας μην έρθει κοντά το κακό. Η απλωσιά της θάλασσας, η χρυσή κλωστή από το παραμύθι της νιότης, η αχνή γραμμούλα ανάμεσα στον αγέρα και την άμμο, ήτανε που σκάλιζαν τα όνειρα μας στο νοτισμένο χώμα στην αυλή μας.
Μέχρι που βούιξε η σειρήνα. Ήτανε ένα χειμωνιάτικο, παγωμένο απομεσήμερο. Λίγο πριν τη λήξη της πρωινής βάρδιας. Εκείνο το βουητό γκρέμισε τα πλίθα απ’ τις στενές παγωμένες κάμαρες, σκόνταψε στα πιατικά μας στο ανήλιαγο κουζινάκι με τον τσίγκο για ταβάνι. Τα πιάτα σπάσαν, πέσαν από το ράφι και γέμισε το σπίτι θρύψαλα. Τρύπησε τα στρωσίδια μας. Ξεθώριασε το χρώμα τους. Ξερίζωσε στο διάβα του και τις ζωές μας. Αντάριεψε το κύμα, λύσσαξε, μας κατάπιε. Η θάλασσα, σα σκυλί που αλυχτάει στον κίνδυνο, ούρλιαξε. Ο ουρανός ντύθηκε το μαύρο του πένθους.
*
Με τα όνειρα ξοδεύεται ο καιρός.
*
Έπρεπε κάτι να κάνουμε τότε…
Όταν θυμάμαι τον πλαστικό δίσκο με το πετσετάκι, που σέρβιρε η μάνα τον καφέ στον πατέρα, πονάω.
Το εγκαταλείψαμε το σπίτι μας.
Πήραμε μόνο το γιασεμί της γιαγιάς και τον δίσκο με το λευκό πετσετάκι. Όταν στοχάζομαι τον πατέρα, πονάω.
Το σπίτι μας μοιάζει με πολυκαιρισμένο φθαρμένο βότσαλο πια.