You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Το καλάθι της νοικοκυράς από την Αθηνά Λατινοπούλου

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Το καλάθι της νοικοκυράς από την Αθηνά Λατινοπούλου

Η τέχνη από τη φύση της είναι μια πολιτική πράξη. Δημιουργείται από πολίτες και απευθύνεται σε άλλους πολίτες, καθιστώντας την ένα ισχυρό μέσο επικοινωνίας, έκφρασης  και κριτικής. Η τρέχουσα ενότητα έργων της Αθηνάς Λατινοπούλου, με τίτλο «Το καλάθι της νοικοκυράς» (Gallery7, 22/10-9/11/24), έχει τις ρίζες της στην παράδοση του Κοινωνικού Ρεαλισμού, ενός κινήματος που εστιάζει στις καθημερινές αγωνίες των απλών ανθρώπων και την κριτική ματιά στις κοινωνικές δομές.

 

Ιστορικά, ο κοινωνικός ρεαλισμός εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, σε περιόδους κοινωνικών κλυδωνισμών και μετασχηματισμών, όπως η Μεγάλη Ύφεση. Οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να αναδείξουν τους αγώνες της εργατικής τάξης και των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων.[1] Ανάμεσα στις εξέχουσες μορφές του ήταν οι Μεξικανοί Diego Rivera και José Clemente Orozco, ο Αμερικανός Jacob Lawrence με τη σειρά των μεταναστών, η Γερμανίδα Käthe Kollwitz με τα έργα της για τη φτώχεια και τον πόλεμο και πιο πρόσφατες επαναλήψεις του κοινωνικού ρεαλισμού μπορεί να δει κάποιος στο έργο του Bansky, της Barbara Kruger, του Ai Weiwei, του William Kentridge, της Jenny Holzer οι οποίοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη τέχνη τους ως εργαλείο κοινωνικής κριτικής.

Το έργο της Λατινοπούλου, ωστόσο, φέρνει μια πρωτότυπη σύγχρονη ματιά στον κοινωνικό ρεαλισμό. Οι πίνακές της δονούνται από ανθρώπινα συναισθήματα, προσφέροντας μια κριτική στα σημερινά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώνει το χιούμορ και την ενσυναίσθηση στην κριτική της. Αυτά τα δύο στοιχεία ως εργαλεία κριτικής, θυμίζουν τα έργα των Daumier και Goya, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη σάτιρα για να εκθέσουν τις κοινωνικές αδικίες, διατηρώντας παράλληλα μια ισχυρή αίσθηση συμπόνιας για τα θέματά τους (Arnheim, 2005)[2].

Ωστόσο, στην περίπτωση της Αθηνάς Λατινοπούλου, το χιούμορ και  η ενσυναίσθησή της αντανακλούν τις προσωπικές της αξίες, οι οποίες ξεδιπλώνονται με πνευματώδη ευστροφία και βαθύ ανθρωπισμό πάνω στους πίνακές της. (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-o-realismos-afximenis-prosomoiosis-tis-athinas-latinopoulou/?fbclid=IwY2xjawGA7NlleHRuA2FlbQIxMAABHbYpJwulII5o62C5pZvs6r1EiPqnK22yHVAnkLA5fomb8bzDPBGRaljEPg_aem_4Pz7tPO95pvmcpkvwgXENQ)

Η σειρά «Το καλάθι της νοικοκυράς» πραγματεύεται το πιεστικό ζήτημα του πληθωρισμού και τις επιπτώσεις του στις οικονομίες των νοικοκυριών, ιδίως την αύξηση του κόστους των τροφίμων. Η τέχνη της αναδεικνύει την ασφυκτική πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν πολλοί συνάνθρωποί μας καθώς αγωνίζονται να συμβιβάσουν τις αυξανόμενες τιμές με τα περιορισμένα εισοδήματα. Το μήνυμά είναι σαφές και αιχμηρό: «Καθώς οι τιμές αυξάνονται, το καλάθι της νοικοκυράς μικραίνει». Αυτή η ηχηρή δήλωση βρίσκει βαθιά απήχηση σε όσους διαχειρίζονται το καθημερινό άγχος των αυξανόμενων δαπανών και των συρρικνούμενων προϋπολογισμών.

Οι Υπερ-ρεαλιστικές τεχνικές (Hyper-realism), βρίσκονται στο επίκεντρο της εικαστικής γλώσσας της Αθηνάς Λατινοπούλου. Υπερβάλλοντας το μέγεθος των καθημερινών ειδών παντοπωλείου, απεικονίζει συμβολικά τις τιμές τους που εκτοξεύονται στα ύψη και την αυξανόμενη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές να πληρώσουν βασικά είδη πρώτης ανάγκης. Αυτή η υπερβολή αναβαθμίζει την καθημερινή πράξη του ψώνιου σε ένα σουρεαλιστικό σχόλιο για τον παραλογισμό της οικονομικής ανισότητας.

Εδώ, η θεωρία του Jean Baudrillard για την Υπερ-πραγματικότητα (Hyper realism) (1983)[3], σύμφωνα με την οποία τα μέσα ενημέρωσης και οι εικόνες διαστρεβλώνουν και ενισχύουν την πραγματικότητα γίνεται συναφής με «το καλάθι της νοικοκυράς». Το έργο της Λατινοπούλου απηχεί τις ιδέες του Baudrillard καθώς μεγεθύνει τις στρεβλώσεις στην καθημερινή ζωή που προκαλεί η οικονομική ανισότητα. Στους πίνακές της, τα είδη διατροφής του σούπερ μάρκετ μεγεθύνονται σε γιγαντιαίες διαστάσεις, αντικατοπτρίζοντας τον παραλογισμό του αυξανόμενου κόστους τους, ενώ  το καλάθι του νοικοκυριού συρρικνώνεται δραματικά, τονίζοντας το ολοένα και μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ του τι είναι απαραίτητο για την επιβίωση και του τι είναι πραγματικά εφικτό.

Ένα ιδιαίτερο έργο αυτής της σειράς, το «Περιμένοντας ένα θαύμα» αντλεί έμπνευση από τον Μυστικό Δείπνο αλλά με μια εντυπωσιακή ανατροπή: στο κέντρο της σύνθεσης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αντικαθιστά τον Ιησού Χριστό. Ο τίτλος υπογραμμίζει την προσδοκία του κοινού για σωτηρία από τους πολιτικούς ηγέτες, αλλά εμπεριέχει και μια βαθιά ειρωνεία. Ενώ οι πολίτες προσβλέπουν στους ηγέτες τους για λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας, ο πίνακας υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να προσφέρει ένα τέτοιο «θαύμα». Οι θρησκευτικές προεκτάσεις του έργου σε συνδυασμό με την κοινωνική κριτική, αναδεικνύουν την ένταση μεταξύ ελπίδας και πραγματικότητας, μεταξύ προσδοκίας και απογοήτευσης. Μπορεί η πολιτική να προσφέρει ένα θαύμα, ή μήπως περιμένει κι αυτή ένα τέτοιο σε μια εποχή κλιμάκωσης των τιμών καταναλωτή και μείωσης της ποιότητας ζωής;

Στο «Περιμένοντας ένα θαύμα», η Λατινοπούλου συγχωνεύει το ιερό και το καθημερινό και δημιουργεί μια εμβληματική εικόνα, χρησιμοποιώντας τη θρησκευτική εικονογραφία για να αναδείξει κοσμικά, ρεαλιστικά προβλήματα: την οικονομική δυσπραγία, τον πληθωρισμό και την μειωμένη ποιότητα ζωής. Η τοποθέτηση του Μητσοτάκη ως μεσσιανικής μορφής υπογραμμίζει τη συχνά λανθασμένη πίστη του κοινού στην πολιτική ηγεσία για τη σωτηρία από τις οικονομικές κρίσεις. Ταυτόχρονα, ο τίτλος, υπογραμμίζει το χάσμα μεταξύ της πολιτικής ρητορικής και των πραγματικών προβλημάτων των πολιτών.

Νομίζω, ότι από την εποχή του αείμνηστου Δήμου Σκουλάκη (1939-2014) που μας κληροδότησε ένα οπτικό ρεπορτάζ αισθητικής κριτικής, είχαμε να δούμε τέτοιες εικόνες αιχμηρής χιουμοριστικής διαμαρτυρίας! Κι από αυτή την άποψη, η ενότητα «Το καλάθι της νοικοκυράς» της Αθηνάς Λατινοπούλου δεν είναι απλά μια αντανάκλαση της επικαιρότητας αλλά μια διαχρονική κριτική των οικονομικών δυνάμεων που συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις ζωές των απλών ανθρώπων και τελικά στην ίδια την παθολογία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ.
[1] Goodrich, Lloyd. (1934) Social Realism in Art. New York: Dodd, Mead, and Company.
[2] Arnheim, Rudolf. (2005). Τέχνη και Οπτική Αντίληψη: Η Ψυχολογία της Δημιουργικής ‘Ορασης, μτφρ. Ιάκωβος Ποταμιάνος, Αθήνα: Θεμέλιο.
[3] Baudrillard, Jean. (1983). Simulations. New York: Semiotext(e).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.