Στη μνήμη των απανταχού προσφύγων
Η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος αποτελεί έναν ιδιαίτερα απαιτητικό άθλο, καθώς ο συγγραφέας οφείλει να κρατά ευλαβική ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια και την τέχνη της μυθοπλασίας. Ο Μιλτιάδης Σαλβαρής, με το μυθιστόρημά του Πατρίδα χώρα ξένη, καταφέρνει να επιτύχει αυτό το δύσκολο εγχείρημα με δεξιοτεχνία, δημιουργώντας ένα έργο που αποπνέει τόσο ιστορική όσο και συναισθηματική βαρύτητα. Μέσα από την πορεία δύο παιδιών, που βιώνουν τον ξεριζωμό και τις διώξεις, ο Σαλβαρής αποτυπώνει τις πληγές της Ιστορίας, ενώ παράλληλα υφαίνει μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία επιβίωσης και ελπίδας.
Από την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, Μικρά δωμάτια πανικού, είχαμε γνωρίσει έναν συγγραφέα με ευαισθησία και ταλέντο, αλλά με το νέο του έργο επιστρέφει πιο ώριμος από ποτέ, προσφέροντάς μας ένα λογοτεχνικό ψηφιδωτό που ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα σε πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα. Η πλοκή του μυθιστορήματος ξετυλίγεται πλούσια με απόλυτη φυσικότητα και βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και της τραγικότητας της ύπαρξης.
Η αφήγηση ξεκινά από το 1914, στην Τρωάδα, έναν τόπο γεμάτο παράδοση και ιστορία, που όμως σαρώνεται από τις συγκρούσεις και τους διωγμούς. Ο συγγραφέας αποδίδει με ζωντάνια και αμεσότητα την αγωνία των ηρώων του, καθώς οι ζωές τους παρασύρονται από τα δεινά της εποχής. Ο ρεαλισμός των περιγραφών, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική ένταση, μας μεταφέρει στην καρδιά της προσφυγιάς, όπου οι ήρωες αγωνίζονται να βρουν ξανά πατρίδα και αξιοπρέπεια. Η στάση της κοινωνίας απέναντί τους, γεμάτη προκατάληψη και απόρριψη, φέρνει στο προσκήνιο τον δύσκολο αγώνα τους για επιβίωση και αποδοχή.
Η ιστορία κορυφώνεται με την ένωση των πρωταγωνιστών στην Αθήνα της Κατοχής, όπου οι δύο ήρωες, αφού έχουν περάσει από τα χέρια της Ιστορίας, καταφέρνουν να βρουν ο ένας τον άλλο. Η σχέση τους, που αναπτύσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον καταστροφής και φόβου, ακτινοβολά αγάπη, ελπίδα και αισιοδοξία και αποδεικνύει την ικανότητα του ανθρώπου να βρίσκει παρηγοριά και δύναμη ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Το μυθιστόρημα καταφέρνει να αποτυπώσει όχι μόνο την ιστορία των ηρώων, αλλά και την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική μεταμόρφωση της Ελλάδας, από την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων μέχρι το 1985. Η αφήγηση δεν αφορά απλώς δύο ανθρώπους, αλλά αποτελεί έναν καθρέφτη ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα. Οι προσωπικές περιπέτειες των ηρώων γίνονται το όχημα μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η διαμόρφωση μιας νέας αστικής τάξης, με ρίζες στην προσφυγική εργατική τάξη. Η δομή του βιβλίου που κινείται ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, με ημερολογιακή ένδειξη στην αρχή κάθε κεφαλαίου, προσδίδει βάθος και πλάτος στην αφήγηση, δίνοντας την αίσθηση ενός ευρύτερου χρονικού πανοράματος.
Η γραφή του Σαλβαρή διακρίνεται για την αφηγηματική της πυκνότητα και την περιγραφική της δύναμη. Οι εικόνες που δημιουργεί, με λέξεις πάλλουσες κι αιμοφόρες, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ενώ η λιτή και μελωδική ροή του λόγου του προσφέρει στιγμές συγκίνησης και στοχασμού. Με ματιά διαυγή και βάθος κινηματογραφικό αιχμαλωτίζει τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα, στα αντικείμενα, στις καταστάσεις και στα συναισθήματα. Από την άλλη, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τις φωνές των δύο πρωταγωνιστών, του Τσίρου και της Κωνσταντίνας, προσδίδει στο κείμενο μια αίσθηση οικειότητας και εξομολόγησης, ενώ η αποκάλυψη της ταυτότητας του Τσίρου στο τέλος του βιβλίου λειτουργεί ως συγκινητική λύτρωση για τον αναγνώστη, ως δώρο και αντίδωρο μαζί, που επιβεβαιώνει τη συναισθηματική του μέθεξη και δικαιώνει τη συμμετοχή του στην ιστορία.
Το «Πατρίδα χώρα ξένη» δεν είναι απλώς ένα ιστορικό μυθιστόρημα· είναι αυθεντική λογοτεχνία που συγκινεί βαθιά και προβληματίζει για τη θέση του ανθρώπου μέσα στη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας. Ο Μιλτιάδης Σαλβαρής, με σεβασμό και ευαισθησία, τιμά τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, αποδίδοντας με καθηλωτική ένταση την οδύνη και την αντοχή τους. Το έργο του αποτελεί μια συγκινητική ωδή στη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, διαβάζεται απνευστί και αφήνει έντονο το αποτύπωμά του στη μνήμη και την καρδιά του αναγνώστη.
Παραθέτω ένα δείγμα γραφής:
Ήρθαν δύο από την επιτροπή. Καθημερινή. Χαράματα. Στάθηκαν στο κατώφλι. Ούτε να περάσουν μέσα θέλησαν ούτε φίλεμα. Τη μέρα εκείνη ο πατέρας δεν πήγε στο χωράφι. Μας έστειλε να παίξουμε έξω και με τη μάνα άρχισαν να μαζεύουν το σπίτι. Κατέβασαν και τα εικονίσματα, τα τύλιξαν με την ελληνική σημαία. Το Σάββατο που ξημέρωσε το χωριό μύρισε τελευταία φορά φρεσκοψημένο ψωμί. Άδειες οι αυλές από σεντόνια. Την Κυριακή γευματίσαμε όλοι μαζί. Δεν έπαιξε το βιολί, δεν ακούστηκαν τραγούδια. Τη Δευτέρα τα χαράματα οι άντρες έσφαξαν όλα τα ζώα, κότες, αίγες, γουρούνια. Αναποδογύρισαν τα δοχεία με το λάδι. Κύλησαν τα βαρέλια με τα κρασιά στους δρόμους, τα έσπασαν με τα τσεκούρια, μέθυσε το χώμα. Άρχισε να αδειάζει το χωριό. Στη μέση της βδομάδας φεύγουμε κι εμείς. Με δισάκια στα χέρια και με ένα μικρό μπαούλο που κουβαλάει στην πλάτη του ο πατέρας παίρνουμε τον δρόμο για το Τσανάκαλε, με τελικό προορισμό την Ελλάδα.
Ελένη Καραγιάννη
Η Ελένη Καραγιάννη είναι φιλόλογος και υπεύθυνη έκδοσης του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Γράφειν. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, Το κόκκινο τάπερ, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γραφή.