«Εάν κάποιος… με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, θα έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θα του φιλούσα το χέρι, και θα ψήφιζα τον Καρκαβίτσα».
Κωστής Παλαμάς
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, δεν γνώριζε ξένες γλώσσες, δεν παρακολουθούσε τις κατακτήσεις και την εξέλιξη της λογοτεχνίας στην δυτική Ευρώπη και με τρία μόλις μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων κατάφερε να κατακτήσει μια αξιοζήλευτη θέση στην ηθογραφική λογοτεχνία. Κι αυτό επειδή ταξίδεψε πολύ στην ελληνική επαρχία και ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη λαογραφία, καθώς και τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε για την Ελλάδα και τους ανθρώπους του λαού.
Μια ακόμη αιτία της καθιέρωσής του ήταν και το γεγονός ότι γρήγορα στράφηκε στη δημοτική, έχοντας ξεκινήσει από την καθαρεύουσα. Κατάφερε μάλιστα να εξελιχθεί σε μάστορα του πεζού λόγου σ’ ένα στυλίστα της δημοτικής. Μπορεί να μην υπήρξε ‘αναδημιουργός ζωής’, να μη δημιούργησε ολοκληρωμένους χαρακτήρες, αλλά είχε το χάρισμα ενός προικισμένου συγγραφέα, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Σαχίνης. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι γι αυτό του το χάρισμα διαβάζεται «με ζωηρό ενδιαφέρον από τον σημερινό αναγνώστη». Ο Καρκαβίτσας είναι «ένας αντικειμενικός και περιγραφικός, ένας ρεαλιστής που αφηγείται τα περιστατικά αντικειμενικά και απρόσωπα τα γεγονότα».
Ίσως ακριβώς γι αυτό ο Άλκης Θρύλος είναι τόσο επικριτικός απέναντί του: «Ο Καρκαβίτσας για την αντίληψή μου, δεν αδικήθηκε από την εποχή του, […] τουναντίον αναδείχτηκε από την εποχή του. Το χαμηλότατο επίπεδό της επέτρεψε να ξεχωρίσουν και συγγραφείς απλά ευσυνείδητοι, προπάντων όταν υπηρετούσαν τον δημοτικιστικό αγώνα που παραμένει η μεγαλύτερη τιμή τους […] κανένα σχεδόν διήγημά του δεν προκαλεί γόνιμη του συνέχεια μέσα στην ψυχή του αναγνώστη, κανένα σχεδόν διήγημά του δεν έχει προέκταση. Κανένα διήγημά του δεν παρουσιάζει ανθρώπους ολοκληρωμένους […] δε διέπλασε κανένα χαρακτήρα. Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζει είναι μονοκόμματα, ρηχά και συμβατικά».
Αντίθετα κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, «στο αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας κινείται γύρω από τη ζωή των ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, από τη μια, και της θάλασσας από την άλλη, και — ηθογραφικός κατά βάση — συνδυάζει συνήθως τον ρεαλισμό με τη ποίηση. Με ύφος στέρεο και ρωμαλέο σε ότι έγραψε στη δημοτική που το φτερώνει στις καλές του στιγμές μια πηγαία περιγραφική διάθεση, συνθέτει ζωντανές εικόνες των χωριών και της σκληρής ζωής των θαλασσινών. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Μα, πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας».
Οι επιδράσεις που δέχτηκε προέρχονταν κυρίως, και μάλλον αποκλειστικά, από τους μεγάλους Ρώσους πεζογράφους και βέβαια τον Εμίλ Ζολά, τον πατριάρχη του νατουραλισμού, τεχνοτροπία που ακολούθησε κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ο Αλέξης Ζήρας σημειώνει ότι «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων».
Ο Ζητιάνος είναι το αριστούργημα του Αντρέα Καρκαβίτσα, που δημοσιεύτηκε σε βιβλίο στα 1897, από το «Τυπογραφείον της Εστίας».
Η νουβέλα αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία και διαβάστηκε από γενιές Ελλήνων. Ο πρωταγωνιστής του έργου, ο Κώστας Τζιρίτης (ή Τζιριτόκωστας- όσα λογοτεχνικά βιβλία και να χει διαβάσει κανείς είναι αδύνατον να μην έχει αποτυπωθεί ανάγλυφα στη μνήμη του αυτός ο ήρωας) υπήρξε η πλέον διάσημη λογοτεχνική φιγούρα της Ελλάδας, μέχρι την εμφάνιση του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη.
Το θέμα του έργου είναι η άφιξη του ζητιάνου από τα Κράβαρα (ορεινή Ναύπακτος) στο θεσσαλικό κάμπο και συγκεκριμένα στο χωριό Νυχτερέμι (σημερινός Παλιόπυργος Λάρισας) και οι καταστροφές που η άφιξή του θα φέρει στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό κριτικό Φώτο Πολίτη, «ο Τζιριτόκωστας δεν είναι απλώς ένας κοινός τύπος Κραβαρίτη. Είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος “έξυπνος” Ρωμηός της εποχής μας.».
Ο Ζητιάνος έχει μεταφραστεί αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά και γερμανικά.
Στο Νυχτερέμι, ένα χωριό της Θεσσαλίας κοντά στις εκβολές του Πηνειού, οι κάτοικοί του, αγρότες Έλληνες όλοι, ενώ βρίσκονται στα δικαστήρια με τον μπέη της περιοχής, στην προσπάθειά τους να ξεκαθαρίσουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του χωριού, με την κρυφή ελπίδα ότι θα καταφέρουν να νικήσουν και να θεωρηθούν τα κτήματα δικά τους και όχι του μπέη, φτάνει ένας γέρος ζητιάνος μαζί με το δεκαπεντάχρονο ζητιανόπουλό του.
Το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο από τα Κράκουρα ή Κράβαρα ζητιάνος ονόματι Τζιριτόκωστας, αφού ξυλοφορτωθεί αγρίως από τον τελωνοφύλακα Βαλαχά, θα προκαλέσει τη συμπόνια των κατοίκων που θα προσφέρουν φιλοξενία και τροφή. Την επόμενη μέρα, ο ζητιάνος θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των γυναικών του χωριού, με τα «θαυματουργά βοτάνια» του, και θα κατορθώσει να πουλήσει, το «αγαπόχορτο», το «σερνικοβότανο» και άλλα βοτάνια, καθώς και υλικά για ξόρκια και για μαγικά, παίρνοντας σε αντάλλαγμα ό,τι πιο ακριβό έβλεπε ότι είχε το κάθε σπίτι, που θα το μεταπουλούσε και θα γέμιζε με χρυσές λίρες. Αδιάφορος και ασυγκίνητος για τη μοίρα και την τύχη αυτών των γυναικών θα δώσει βοτάνια που θα φέρουν το θάνατο, ενώ θα καθοδηγήσει επιδέξια όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες, για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του· να εκδικηθεί δηλαδή το ξύλο που έφαγε από τον τελωνοφύλακα, παίζοντας με την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία των κατοίκων, καθοδηγώντας τους να βάλουν φωτιά στο σπίτι που μένει για να τον κάψουν ζωντανό. Τέλος, θα βάλουν φωτιά στο μεγάλο σπίτι του μπέη, οπότε καταφτάνουν οι ελληνικές Αρχές και οι Τούρκοι αφέντες της περιοχής και οδηγούν όλους τους άντρες στη φυλακή της Λάρισας, βυθίζοντας το χωριό στον αφανισμό.
Ο ζητιάνος, ξεφεύγει από όλες τις δυσκολίες, χάρη στην καταπληκτική προσαρμοστικότητά του, στην ασυνειδησία του χαρακτήρα του, στην εξυπνάδα του και ενώ αυτός σπέρνει το θάνατο και την καταστροφή, κατορθώνει να φύγει από το χωριό, άθικτος και πλούσιος. Και αυτό γιατί, όπως λέει στον επίλογο ο συγγραφέας, «η Φύσις [είναι] θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στους Κάη του καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ».
Ο Καρκαβίτσας υποστηρίζει ο Νίκος Παππάς έδωσε σπουδαίες εικόνες από την ελληνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για μια ενσυνείδητη συγγραφική διείσδυση στα κακώς κείμενα της ελληνικής ζωής και της κοινωνίας γενικότερα, και τα οποία καυτηριάζει και σατιρίζει κριτικά, ή τα προβάλλει με προστατευτική συμπάθεια προς όλους εκείνους, που μοχθούν δίχως ανταμοιβή, φθείρονται δίχως αναγνώριση και σπαράσσονται από τον αγώνα τους προς τα στοιχεία της φύσης και προς τις κοινωνικές αντιξοότητες. Ο Καρκαβίτσας είναι μια φωνή ανθρωπιστική, ένας ουμανιστής χωρίς ιδεολογικές περιχαρακώσεις και πάντα κοντά στον άνθρωπο του λαού.
Ο Κωστής Παλαμάς διατυπώνει εμφατικά δύο χαρακτηριστικά του:
«Ο κ. Καρκαβίτσας είναι εν ταυτώ πραγματιστής και ιδανιστής. Πραγματιστής, διότι παραλαμβάνει το υλικόν του από το ακένωτον μεταλλείον της γύρω του λαλούσης φύσεως, των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων, των προλήψεων, των χαρακτήρων του ελληνικού λαού· πραγματιστής, διότι αποθηκεύει εις τας διηγήσεις του πλήθος ειδήσεων, σημειώσεων και άλλων πληροφοριών, μήτε γεννημένων, μηδέ καν απλώς παρηλλαγμένων από την φαντασίαν, αλλ’ εξηγμένων από την μελέτην των γραπτών ή αγράφων μνημείων του λαού· […] Αλλά συγχρόνως και εις ίσην δόσιν ο συγγραφεύς είναι και ιδανιστής. Ιδανιστής, διότι συχνά πυκνά οι ήρωες αυτού εξέρχονται των ορίων της πραγματικής ατμοσφαίρας η οποία τους περικυκλώνει, και απλοποιούνται και μεγαλύνονται και καθολικεύονται, και εμφανίζονται τελειότεροι, ή όσον είναι δυνατόν να τους συναντήσης εν τω βίω, και διαχύνουν την εξοχήν και την ακρότητα εξ ων συναποτελείται το υψηλόν. Ιδανιστής, διότι στρέφεται προς το ποιητικόν παρελθόν, εμπνέεται από το ηρωικόν, αγαπά το μέγα και δεν αποστέργει το φανταστικόν».
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1865 στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του ρουμελιώτη Δημητρίου Καρκαβίτσα και της ντόπιας Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896).
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του Ο ζητιάνος (1897).
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1891 δούλεψε ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο Σ’ Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του Λόγια της πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία»).
Ο Καρκαβίτσας υπήρξε μέλος της «Εθνικής Εταιρίας», που προωθούσε τη «Μεγάλη Ιδέα» και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στου Γουδή, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.
Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του. Στις 22 Οκτωβρίου του 1922 άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Μαρούσι από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία εγκατέστησε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Η πεζογραφία του Καρκαβίτσα κινήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ειδυλλιακής ηθογραφίας, με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό, με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα, συνολικά, διηγήματά του σταθμός στάθηκε η συλλογή Λόγια της πλώρης (1899), ενώ στο τελευταίο έργο του Ο αρχαιολόγος (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη, που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του, με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων, σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.
Σε σχέση με την επιλήσμονα μνήμη απέναντι σε μείζονες και ελάσσονες συγγραφείς ο Καρκαβίτσας είχε μια καλύτερη μοίρα αφού τιμήθηκε μετά θάνατον δεόντως, κατ’ αρχήν με την έκδοση των απάντων του, διάφορες εκδηλώσεις, στον τόπο του μάλιστα, αλλά είχε την τύχη να κυκλοφορούν και σήμερα τα έργα του και το κυριότερο να έχει ακόμα σήμερα, πάνω από 100 χρόνια μετά το θάνατό του, αναγνώστες.
Σημείωση: υλικό για το κείμενο άντλησα από το περιοδικό Διαβάζω τχ. 306 3/3/1993, το Νεοελληνικό μυθιστόρημα του Απόστολου Σαχίνη, Γαλαξίας 1969, τον πολύ γνωστό ιστότοπο Σαν Σήμερα και την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.