Μια ηθοποιός μπροστά σε μια πράσινη οθόνη – έναν απρόσωπο χωροχρόνο – απειλείται από έναν αόρατο κίνδυνο, ένα ‘’θηρίο’’. Η φωνή του αθέατου σκηνοθέτη καθοδηγεί τις κινήσεις και τις αντιδράσεις του πανικού της. Στην εναρκτήρια σκηνή ο Bonello συμβολοποιεί στη διαχρονική του διάσταση το θέμα του μέσω της παραστατικής τέχνης : ο αόρατος, διάχυτος, μη ελέγξιμος φόβος του ανθρώπου μπροστά σε οτιδήποτε ο ίδιος θεωρεί ‘’θηρίο’’. Η ταινία εμπνέεται από την εξαιρετική νουβέλα του Henry James ‘’The Beast In The Jungle’’ (1903), της οποίας ο ήρωας αποφεύγει τη συναισθηματική δέσμευση από τον μόνιμο φόβο ότι θα του συμβεί κάτι τρομερό – και την οποία ένθερμα συστήνω.
Καθώς η πλοκή αρχίζει να ξεδιπλώνεται, ο χρόνος, ο τόπος και τα πρόσωπα συγκεκριμενοποιούνται. Οι δύο ήρωες, η Gabrielle (Lea Seydoux) και ο Louis (George MacKay) συναντώνται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους και τόπους – επομένως σε εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικά περιβάλλοντα – ενσαρκώνοντας διαφορετικούς ανθρώπους και σχέσεις, όμως η έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλον, αν και σταθερή σε κάθε συνάντηση, παραμένει ατελέσφορη. Η Gabrielle χάνει κάθε φορά τον Louis, γιατί τα δεδομένα και οι συνθήκες της κάθε εποχής επιτείνουν έως πανικού τον φόβο της για μια επικείμενη συμφορά. Εκείνη (ο σκηνοθέτης προτίμησε γυναίκα την κεντρική ηρωίδα του, καθόλου τυχαία νομίζω), ως ο κατεξοχήν φορέας του υπαρξιακού τρόμου και του συλλογικού τραύματος, υπόκειται σε λιγότερες, σε σύγκριση με τον άνδρα, μετατοπίσεις και αλλαγές, ενώ και οι δύο διατηρούν αχνή και φευγαλέα ανάμνηση των προηγούμενων συναντήσεων τους.
Στην αρχή συναντάμε τη Gabrielle το 2044, σε μια κοινωνία που η τεχνητή νοημοσύνη έχει εντελώς επιβληθεί. Ο κόσμος έχει σχεδόν αδειάσει από ανθρώπους, μοναχικές φιγούρες περιφέρονται με μάσκες αερίων. Οι εγκέφαλοι της υψηλής τεχνολογίας απαιτούν εξορθολογισμό του τρόπου ζωής και προσαρμογή του ανθρώπου στο δικό τους μοντέλο, ώστε να είναι επιτελεστικός, διεκπεραιωτικός, αποτελεσματικός, απαλλαγμένος από προσωπικούς περισπασμούς. Όποιος, όπως η Gabrielle, θέλει να αναβαθμιστεί εργασιακά είναι υποχρεωμένος να υποβληθεί σε μια διαδικασία αναδρομής και διαγραφής των αναμνήσεων, συναισθημάτων και τραυμάτων του, γιατί αποτελούν αιτίες αδυναμίας και αντιπαραγωγικότητας. Το πρώτο αυτό χρονικό επίπεδο υπηρετεί το είδος της επιστημονικής φαντασίας σε μια λιτή και αποκαρδιωτικά απογυμνωμένη εκδοχή, πολύ πιο πειστική από άλλες θεαματικότερες του είδους.
Η Gabrielle, έχοντας μπει στη διαδικασία αυτή, ανατρέχει στο αισιόδοξο, ανέμελο (και ακόμη ανυποψίαστο για τη δραματική συνέχεια του 20ου αιώνα) Παρίσι του 1910. Εκεί η πιανίστα Gabrielle γνωρίζεται σε μια αριστοκρατική δεξίωση με τον Louis· σε αυτή την πρώτη τους συνάντηση (αν και έχουν την αμυδρή ανάμνηση και μιας ακόμη πρόσφατης) η έλξη και τα συναισθήματα είναι αμοιβαία και εκείνη του εκμυστηρεύεται το δυσοίωνο προαίσθημα της για μια καταστροφή. Το προαίσθημα επιβεβαιώνεται με τη μορφή της μεγάλης πλημμύρας του Παρισιού το 1910, που βάζει τέλος στο ειδύλλιο τους. Η ιστορία αυτή υιοθετεί αριστοτεχνικά την κινηματογραφική γλώσσα και το ύφος του ρομαντικού δράματος εποχής.
Στη δεύτερη αναδρομή της Gabrielle οι δύο ήρωες συναντώνται ξανά στο Λος Άντζελες του 2014, εποχή παντοδυναμίας του διαδικτύου. Εκείνος είναι ένας κοινωνιοπαθής, μισογύνης και συμπλεγματικός άνδρας που μιλά την ωμή γλώσσα του YouTube· εκείνη είναι ηθοποιός- μοντέλο, φιλοξενείται σε μια γυάλινη βίλα και είναι εκτεθειμένη στην απειλητική παρακολούθηση και την επιθετικότητα του, αφού στο πρόσωπο της συγκεντρώνεται η εκδικητικότητα του απέναντι σε όσες γυναίκες τον απέρριψαν ως μη όφειλαν. Στην ουσία είναι και οι δυο δέσμιοι μιας ανασφάλειας και ενός φόβου που αναιρεί την έλξη και τους οδηγεί στο μίσος και τον πανικό. Ο ρυθμός των βιντεοκλίπ και η ατμόσφαιρα του θρίλερ χαρακτηρίζουν αυτό το χρονικό επίπεδο.
Η Gabrielle και ο Louis θα συναντηθούν ξανά το 2044, αφού και εκείνος θέλοντας να βελτιώσει τις εργασιακές του συνθήκες θα θελήσει να υποβληθεί στη διαδικασία ‘’καθαρισμού’’ από τις προσωπικές του ‘’αποσκευές’’. Οι δυο τους θα βρεθούν αντιμέτωποι με την αποδοχή του χειριστικού ρόλου της τεχνολογίας στην ύπαρξη τους και την επιλογή της λήθης και της αναισθητοποίησης. Ο σκηνοθέτης περιηγείται στο παρελθόν και προοιωνίζεται το εγγύς μέλλον, όμως είναι φανερή η εστίαση του στο παρόν. Τα τρία χρονικά επίπεδα της ζωής των ηρώων υπογραμμίζουν την παρουσία του παρελθόντος στο παρόν και το μέλλον. Γι’ αυτό φροντίζει να συνδέσει τις τρεις περιόδους με μοτίβα, τραγούδια και ανθρώπους που επαναλαμβάνονται και ξυπνούν στους ήρωες αδιόρατες αναμνήσεις. Ο κύριος συνδετικός κρίκος όμως είναι ο φόβος που διατρέχει τις ιστορίες, το ‘’θηρίο’’ που παίρνει τη μορφή που ο καθένας του δίνει.
Η ταινία είναι πολύ εγκεφαλική για τα γούστα μου και η συναισθηματική μου εμπλοκή σε αυτή δεν ήταν εύκολη – αν εξαιρέσουμε το συγκλονιστικό τέλος. Δίπλα στις αρετές της έξοχης κινηματογράφησης, ηθοποιίας και μουσικής, υπάρχουν αδυναμίες που κουράζουν, λίγη φλυαρία και η υπερβολική διάρκεια κάποιων σκηνών. Όμως ο θεατής, κατά τη γνώμη μου, αποζημιώνεται κυρίως από την εξαιρετική διαχείριση και ανάλυση που επιφυλάσσει ο σκηνοθέτης στο ‘’ θηρίο’’ και τους υπαρξιακούς και κοινωνικούς προβληματισμούς που εγείρουν.
Ο φόβος είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση· φέρει μέσα της τραύματα γενεών, μνήμες και πόνους αόριστους που σημαδεύουν τον ψυχισμό και επιτείνουν το άγχος. Στον φόβο μπροστά στο ακατανόητο της ύπαρξης προστίθεται και ο αόριστος συλλογικός τρόμος για το μέλλον. Ο φόβος για το συναίσθημα, για την αγάπη και τον έρωτα, για κάθε ισχυρό δεσμό που κάνει τον άνθρωπο τρωτό και εκτεθειμένο σε πιθανή οδύνη, τον εμποδίζει συχνά να απογυμνώσει την ψυχή του ενώπιον του Άλλου, να εκδηλώσει και να βιώσει τα συναισθήματα του. Ο ψηφιακός κόσμος και αυτός της τεχνητής νοημοσύνης – που άρχισε νωρίτερα από ο,τι ο Bonello υπολόγισε γράφοντας το σενάριο πριν από την πανδημία – είναι ένας κόσμος απομόνωσης και περιχαράκωσης· σε αυτόν η συλλογικότητα, η συναισθηματική εγγύτητα, η μνήμη, η νοσταλγία, η ιδιωτικότητα είναι ύποπτες· αλγόριθμοι και ψηφιακά εργαλεία απαιτούν η ανθρώπινη συμπεριφορά να είναι εκτεθειμένη και διάφανη ώστε να την επιτηρούν και να την ελέγχουν· οι προθέσεις, τα συναισθήματα και οι επιλογές είναι σε συνεχή παρακολούθηση, ώστε να κατευθύνονται κατάλληλα και να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης· η λήθη επιδιώκεται με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο.
Πώς όμως θα ζήσει ο άνθρωπος χωρίς μνήμη, προσωπικές επιλογές και συναισθηματική αλληλεπίδραση, χωρίς τον φόβο και το ρίσκο, που είναι συνυφασμένα με τον ίδιο τον έρωτα ; Μια ζωή ανώδυνη και αναισθητοποιημένη δεν είναι μια ζωή ανθρώπινη. ‘’…Δεν είμαστε μηχανές αντικειμενικής μέτρησης και καταγραφής με ψυχρά σωθικά, πρέπει να γεννάμε τις σκέψεις μας με ωδίνες και να τις προικίζουμε με όσο αίμα, καρδιά, φλόγα, πόθο, πάθος, βάσανο, συνείδηση διαθέτουμε’’ έγραψε ο Νίτσε το 1882 στη ‘’Χαρούμενη Επιστήμη’’.
Η αντίσταση του ανθρώπου στη μεθοδευμένη απογύμνωση του από τις πολύτιμες αποσκευές του, επομένως η απογύμνωση της ζωής του από κάθε νόημα, είναι ίσως σήμερα η μόνη δυνατή επανάσταση.