You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Βάλια Ζαπώνη, «Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι», Εκδόσεις, Το Κεντρί, 2022.

Αριστούλα Δάλλη: Βάλια Ζαπώνη, «Σοκολατάκια γεμιστά με πορτοκάλι», Εκδόσεις, Το Κεντρί, 2022.

«Ονομαστά τα σοκολατάκια της Μαρίκας, όλη η Φλώρινα μιλούσε γι΄ αυτά. Με μπόλικες στρώσεις σοκολάτας, απ΄ έξω και μέσα, η γεύση του πορτοκαλιού ξεσήκωνε τις αισθήσεις. Αν δοκίμαζες δύσκολα σταματούσες», γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της η συγγραφέας Βάλια Ζαπώνη και με γλαφυρό λόγο στις διηγήσεις της ξεσηκώνει αισθήσεις που δεν αφήνουν τον αναγνώστη να σταματήσει, όχι μόνο από την απόλαυση της γλυκιάς γεύσης της σοκολάτας και του πορτοκαλιού αλλά και από την πικρή γεύση του ανθρώπινου πόνου, τη μυρωδιά του εγκλήματος, την αγωνία και το φόβο της σκοτεινής νύχτας της ψυχής.

 

Ανακαλεί μνήμες της γενέθλιας γης που ρέουν μέσα της σαν το ποτάμι Σακουλέβας που διατρέχει την πόλη, άλλοτε ξεροπόταμος με βότσαλα και άλλοτε υπερχειλισμένος από νερό, ικανός να την πλημυρίσει επικίνδυνα όταν φουσκώνει θυμωμένος από τον όγκο του νερού.

Σύμβολο αντιθέσεων και συνύπαρξης η γενέθλια πόλη της, Φλώρινα. Το εξώφυλλο του βιβλίου της κοσμεί η εικαστική αναπαράσταση μέρους της πόλης,  όπου ο ζωγράφος με την ματιά του καλλιτέχνη συνθέτει τις έντονες αντιθέσεις της φύσης, χιόνι, φωτιά, νερό, σπίτια, δένδρο, συνύπαρξη και μοναξιά, σε μία φωτεινή χειμωνιάτικη στιγμή.

Η Βάλια Ζαπώνη, φιλόλογος, πολυγραφότατη, πολυπράγμων, λάτρης της Τέχνης και του Λόγου, με πλούσια δράση και κοινωνικό ενδιαφέρον, στο πρόσφατο βιβλίο της «Σοκολοτάκια γεμιστά με πορτοκάλι», εκδόσεις, Το Κεντρί, 2022,  μας μεταφέρει με τον δικό της προσωπικό αφηγηματικό λόγο, στο βαθύτερο ψυχολογικό επίπεδο των ηρώων της, φωτογραφίζοντας με αληθοφάνεια στιγμές καθημερινότητας που έχουν όμως το χρώμα και τη μυρωδιά διαχρονικών βιωμένων εμπειριών υφασμένων στον μνημονικό ιστό της δημιουργού.

Οκτώ διηγήματα σε πέντε μικρές ενότητες, ως μονόλογοι, με συμπυκνωμένο λόγο και θεματολογία επικεντρωμένη στο βαθύτερο νόημα της αφήγησης που είναι ένας προσωπικός και κοινωνικός απολογισμός. Βιογραφικές αναφορές που αγγίζουν την οικουμενικότητα με πολυπολιτισμικά στοιχεία.

 

Άνθρωποι καθημερινοί είναι οι ήρωες των ιστοριών της, του οικείου και του ευρύτερου περιβάλλοντος, του συλλογικού και οικουμενικού γίγνεσθαι και την αγγίζουν σε βαθύ ανθρώπινο επίπεδο. Την αναστατώνει και συμπάσχει με ενσυναίσθηση και ενάργεια ψυχής ο υπαρξιακός φόβος τους. Η γραφή της δεν είναι ενημερωτικό άρθρο δρώμενων ή αναλυτική περιγραφή κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, ούτε είναι φανταστική μυθοπλασία. Είναι υπαρκτή σύμπλευση και καταγγελτική φωνή στα κακώς κείμενα των πλαισίων της μεταμοντέρνας ζωής μας.

 

Επίκεντρο ο άνθρωπος και οι σχέσεις του μέσα στο κόσμο, έτσι όπως τον γνωρίζει από την παιδική του ηλικία έως και την ενηλικίωση του. Ήρωες η γυναίκα και ο άνδρας σε διάφορους ρόλους, η οικογένεια, η πατρίδα, οι αξίες, τα πολιτισμικά στοιχεία, ήθη και έθιμα, η ψυχική υγεία, τα ζώα και  γενικά η έμψυχη φύση.

Όλα είναι μια ενότητα, όμως η μεταξύ τους διάδραση ορίζει ως διστοπικό ή αρμονικό, υλικό ή πνευματικό τον κόσμο και ανάλογα ονοματίζεται η ποιότητα της βιωμένης εμπειρίας.

 

Με αφετηρία την κοσμοαντίληψη και το νόημα της ζωής η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των ηρώων της, χαρακτήρες γνωστοί που αναδύονται μέσα από την δεξαμενή της προσωπικής μνήμης και συμβαδίζουν με τα δικά της συναισθήματα και εμπειρίες.

Η συλλογή αρχίζει με την ενότητα «Γυναίκα», με αναφορά στην θηλυκή και αρσενική Αρχή και την μεταξύ τους σχέση. Σημαντική αρχετυπική γυναικεία  μορφή με την οποία πρωταρχικά σχετίζεται ο άνθρωπος είναι η μητέρα. Είναι η μήτρα, η Θεά Εστία, η γονιμότητα, η τροφή, η αγκαλιά, η ασφάλεια. Είναι όμως και η διττή μορφή της, η θηλυκή Αρχή του καλού και του κακού, η αγία μητέρα και η χθόνια θεά Κάλι, η τροφός και το στόμα που καταβροχθίζει τα παιδιά της.

Στο διήγημα «Η γέννα της καρδιάς» δίνει στον χαρακτήρα της Βαγγέλως, τη σκοτεινή πλευρά της μητέρας, του κλειδοκράτορα που ελέγχει τις ζωές των παιδιών της και απομυζά όλη την ενέργεια τους οδηγώντας τα στη συναισθηματική μιζέρια και το θάνατο. Η κόρη μένει άβουλη και υποταγμένη στη μητρική θέληση και ο ευνουχισμένος γιός προσπαθεί να επιβιώσει, ως ετερόφωτος, σε πλαίσια όπου καλύπτεται κάτω από το ομαδικό εγώ ή με τη φυγή σε ταξίδια που τον σκλαβώνουν περισσότερο στη μοναξιά.

Αλλά και όταν βρει τη γυναίκα σύντροφο του, η συμβολική χθόνια Βαγγέλω είναι μια παρεμβατική μάνα που δυσκολεύει τη σχέση του ζευγαριού. Η απουσία ενός παιδιού, θαρρείς και είναι ο κρίκος της σχέσης, κηλιδώνει την αρμονία και κατατρώγει τη σχέση και την αγάπη τους.

« Βυσσοδομούσε η πεθερά, έκλαιγε η μάνα της, γκρίνια και μουρμούρα διάβρωνε τις ισορροπίες μέσα στο σπίτι. Αρπακτικά λογής-λογής, γιατροί  επιλήσμονες του όρκου τους σκαρφίζονταν κόλπα για να πετύχουν τον πολυπόθητο πόθο, την γέννα ενός παιδιού», γράφει η συγγραφέας τονίζοντας στο διήγημα ότι η γέννα της καρδιάς φέρνει ευτυχισμένα παιδιά στο κόσμο και όχι η αδηφάγος μήτρα μιας σκληρής και σκοτεινής γυναίκας. Η υιοθεσία σώζει τα εγκαταλειμμένα και στερημένα από αγάπη παιδιά αλλά και τη σχέση του ζευγαριού.

Το ζευγάρι οδεύει προς την καταστροφή του ονείρου και της ευτυχισμένης συνύπαρξης, όταν η δυσλειτουργία των σχέσεων στην οικογένεια επιτείνεται από ένα σκοτεινό σύντροφο, από ψυχικά τραύματα γονεϊκής κακοποίησης σωματικής και ψυχικής βίας της παιδικής ηλικίας, από την επαναληπτική εκδραμάτισή τους στον παρόντα χρόνο, διαιωνίζοντας και κατακερματίζοντας το υπαρξιακό Εγώ και το πραγματικό ή συμβολικό πρόσωπο του ανθρώπου.

Η πολιτεία και ο κόσμος νοσεί επειδή νοσεί ο άνθρωπος, λέει η Βάλια Ζαπώνη στη συλλογή των διηγημάτων της και αγγίζει τον αναγνώστη με την ταύτιση και την αναγνώριση δικών του ιδεών και βιωμάτων.

 

Στο διήγημα της με τίτλο «Ο Χαμίντ πάει την Ινδία να παντρευτεί» η Βάλια βάζει τον ήρωα της Χαμίντ να μεταναστεύσει στην Ινδία όπου ο ποιητής εξυμνεί την Καμπούλ σαν την χώρα με τα «Αμέτρητα φεγγάρια, που λάμπουν πάνω στις στέγες της κι οι χίλιοι αστραφτεροί ήλιοι». Το όνειρο της φυγής από την μαύρη καταπίεση της εξουσίας, της τρομοκρατίας, του φασισμού όποιο χρώμα και αν φέρει, της φανατικής θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, τα άκαμπτα όρια των οικογενειακών συστημάτων και αξιών, ελπίζοντας ότι θα βρει ένα κόσμο φωτισμένο από τον σεβασμό και την αγάπη προς τον σύντροφο άνθρωπο. Δεν έχει σημασία αν είσαι μουσουλμάνος ή χριστιανός, αρκεί να ταιριάζουν τα σώματα και να συνομιλούν ερωτικά και ο Χαμίντ μετά από πολλά βάσανα βρήκε τους αστραφτερούς ήλιους, γιατί μας λέει η αφηγήτρια, τόλμησε να παραβιάσει άγραφους νόμους αιώνων. «Ήταν πρωτοπόρος ο Χαμίντ, όταν διάλεξε να μείνει στην Μυτιλήνη, να αψηφήσει τους δικούς του και να ορίσει την ζωή του…»

 

Λόγος οικείος, γνώριμος χωρίς εξιδανικεύσεις, σκληρός και τρυφερός, σαν σοκολατάκι γεμιστό με σιροπιαστό πορτοκάλι που όμως προκαλεί την ζηλοφθονία του απέναντι Άλλου και ξυπνάει τα άγρια συναισθήματα του ζωώδους σαρκοφάγου ενστίκτου. Η αιώνια πάλη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, τη ζωή και το θάνατο.

Η επιθετικότητα που φτάνει στο έγκλημα μιας έμφυλης βίας, μιας γυναικοκτονίας από ζήλεια ή κτητικό εγώ, μιας ομαδικής ανθρωποκτονίας με τον πόλεμο, ενός ξεριζώματος και εκπατρισμού με την μετανάστευση, μια καταστρατήγηση και συμβολικός θάνατος στα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας, ένας βιολογικός και ψυχικός θάνατος μέσα στην απομόνωση και την μοναξιά, στην έλλειψη του κοινωνικού ενδιαφέροντος, ένας συνεχής θάνατος του πλανήτη και των έμβιων όντων.

Νοσεί ο άνθρωπος μέσα σ΄ ένα κόσμο άφιλο, συγχυσμένος και πνιγμένος από τα καταπιεστικά και ανορθόδοξα συστήματα, πολιτεία και θρησκεία, οικογένεια και ατομικότητα χωρίς ελευθερία και σεβασμό στη οντολογική φύση του και την ευρύτερη φύση που είναι η χλωρίδα και η πανίδα του πλανήτη μας.

 

Στο διήγημα της το «Ψυχοσάββατο των γλυκών» με διακειμενικό δάνειο από   το βιβλίο «Ευτυχισμένος όποιος δεν έχει πατρίδα», της Χάνα Άρεντ,

Γράφει στη σελ.53:

«Κάτω από τον ουρανό, πάνω στη γη, πέφτοντας από τον ουρανό, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό, κείτεται ο τάφος ο δικός σου».

 

Ανακαλεί με την θύμηση εικόνες της παιδικής ηλικίας και ταξιδεύει πίσω στο χρόνο με τις τελετουργίες και τα «ψυχοσάββατα των γλυκών». Μέσα στα χιόνια, πάνω στους τάφους σμίγανε οι νεκροί με τους ζωντανούς, ο κάτω κόσμος αντάμωνε με τον επάνω, σ΄ ένα ερωτικό αγκάλιασμα πίνοντας και τρώγοντας γλυκά, πίττες και σοκολάτες. Οι τελετουργίες είναι θρησκευτική προσομοίωση της ζωής και του θανάτου, ένας συμβολισμός που εξορκίζει το αληθινό πρόσωπο του επέκεινα και της απώλειας.

Στην τελευταία ενότητα «Ψυχική υγεία», και στο διήγημα με τον τίτλο «Μουσείο ψυχικής υγείας», η συγγραφέας βυθίζει την πέννα της στο μεδούλι των ηρώων της, τους ακτινοσκοπεί σαν παντογνώστης αφηγητής, τους ψυχογραφεί και ανατέμνει τις προσωπικότητες τους με λεπτό χειρουργικό νυστέρι βρίσκοντας τα αίτια και όχι μόνο τις αφορμές μιας προδοσίας στις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορεί να είναι παιδικά τραύματα, ανικανοποίητες και απωθημένες ερωτικές επιθυμίες, σεξουαλική πείνα για ηδονή, έλλειψη αγάπης.

Μνήμες καταγραμμένες με λόγια ή εικόνες που θυμίζουν σωματική και συναισθηματική κακοποίηση, έλλειψη ασφάλειας και αγάπης.

Έτσι με την πρώτη αφορμή το κατακερματισμένο εγώ χάνει την συνοχή του και χάνεται το άτομο στο κενό που καλά κάλυπτε με τις ψευδαισθήσεις.

Η Βάλια Ζαπώνη με την ιστορία της Μαρίας και του Θεαγένη στο διήγημα «Μουσείο ψυχικής υγείας», μας μεταφέρει αλληγορικά στην αναμέτρηση μιας παρτίδας σκάκι, με μαύρα και λευκά πιόνια. Ο Θεαγένης σε κάθε παρτίδα ήταν νικητής, καταφέρνοντας πάντα Ματ στην γυναίκα του Μαρία. Είχε πάντα τα μαύρα πιόνια της αλαζονείας που καταβρόχθιζαν με ευχαρίστηση τη Μαρία και τα λευκά πιόνια της καλοσύνης.

 

Έως ότου κάποια απρόσμενη στιγμή η ζωή του έκανε Ματ με τον ερχομό μιας χούντας, γκρεμίζοντας την δική του χούντα που είχε επιβάλει στη γυναίκα του, που αγαπούσε όπως έλεγε, όταν χόρταινε την σεξουαλική του πείνα με τις απιστίες και την προδοσία στο γάμο του.

Και τότε όλα τα πλαίσια που τον συντηρούσαν γκρεμίστηκαν και οι δαίμονες της ψυχής του τον εγκλώβισαν σ΄ένα απρόσωπο ψυχιατρείο. Η Μαρία τον στήριξε όσο μπορούσε με το περίσσευμα της αγάπης της. Ακόμη και το πένθος της απώλειας μπόρεσε να αντέξει γιατί πίστευε ότι :

Καμιά σύγχρονη  ιατρική  αυθεντία δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει την ψυχική ασθένεια πέρα από την συγκολλητική ουσία της αγάπης.

 

Η Βάλια Ζαπώνη κλείνει τη συλλογή διηγημάτων της με την απόφαση της Μαρίας να εγκαταλείψει την συμβατική ιατρική και να βρει τον εναλλακτικό τρόπο θεραπείας της ψυχολογικής κατάρρευσης. Ίσως είναι και το προσωπικό της μήνυμα που στέλνει σε κάθε αναγνώστη ότι, η Τέχνη και η αγάπη είναι το πιο δυνατό μέσο θεραπείας των τραυμάτων του σώματος και της ψυχής.

Γράφει:

« Θα πήγαινε στην Αδριανούπολη. Στο Μουσείο Ψυχικής Υγείας να παρατηρήσει ξανά και ξανά τα πρόσωπα των ασθενών, να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά στις τοιχογραφίες τη γαλήνη, την ηρεμία και την ελπίδα που αντανακλούσαν καθώς ακούγανε μουσική, καθώς λουζότανε στα λουτρά και βολτάριζαν στους κήπους. Ήταν ένα προσκύνημα για τον Θεαγένη…».

 

Θεσσαλονίκη 22 Οκτωβρίου 2024.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.