You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης γράφει για Το καλάθι της νοικοκυράς  της Αθηνάς Λατινοπούλου

Ανθούλα Δανιήλ: Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης γράφει για Το καλάθι της νοικοκυράς  της Αθηνάς Λατινοπούλου

Διάβασα στις αναρτήσεις του  Περί ου στις 26ης Οκτωβρίου 2024 το κείμενο του Γιάννη Κολοκοτρώνη από το οποίο αποσπώ τα ακόλουθα:

«Η τέχνη από τη φύση της είναι μια πολιτική πράξη. Δημιουργείται από πολίτες και απευθύνεται σε άλλους πολίτες, καθιστώντας την ένα ισχυρό μέσο επικοινωνίας, έκφρασης  και κριτικής. Η τρέχουσα ενότητα έργων της Αθηνάς Λατινοπούλου, με τίτλο «Το καλάθι της νοικοκυράς» (Gallery7, 22/10-9/11/24), έχει τις ρίζες της στην παράδοση του Κοινωνικού Ρεαλισμού, ενός κινήματος που εστιάζει στις καθημερινές αγωνίες των απλών ανθρώπων και την κριτική ματιά στις κοινωνικές δομές».

Από την παραπάνω θέση του καθ’ ύλην αρμόδιου Γιάννη Κολοκοτρώνη κρατώ την πρώτη  πρόταση, προσθέτω στη δεύτερη φράση το επίθετο «πολιτικής» στη λέξη «κριτικής» και μάλιστα οικονομικής κριτικής και ότι τα έργα της Λατινοπούλου ανήκουν στο κίνημα του «κοινωνικού ρεαλισμού» «που εστιάζει στις καθημερινές αγωνίες των απλών ανθρώπων και την κριτική ματιά στις κοινωνικές δομές».

Κι εδώ αρχίζω εγώ με τις διακειμενικές, διακαλλιτεχνικές και άλλες αναφορές.

Ο τίτλος που επέλεξε η καλλιτέχνις είναι βεβαίως μια σκέτη ειρωνεία για όλους εκείνους που κόπτονται για Το καλάθι της νοικοκυράς, το οποίο δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να γεμίσει. Αντιθέτως τα διογκωμένα και λαχταριστά φρούτα, λαχανικά, γάλα και ζωοτροφές είναι τέτοιας χρωματικής έντασης που πραγματικά νιώθεις δυστυχής μπροστά σε δυο μαδημένα κοκόρια που δεν μπορούν να αφυπνίσουν την κοινωνική σου συνείδηση ή να διορθώσουν τα κακώς έχοντα.

«Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη»· σε ευοίωνη προτροπή και άλλο ρόλο αποβλέπει ο Οδυσσέας Ελύτης, ακολουθήθηκε ή όχι δεν γνωρίζουμε, γνωρίζουμε όμως ότι ο Μίλτος Σαχτούρης έχει κι αυτός τις εμμονές του με τον κόκορα:

Γέλασε / ο μαύρος κόκορας /  όταν του είπαν /πως θα τον σφάξουν /

όταν όμως ήρθε η ώρα /η κακή του ώρα / έκλαψε ο μαύρος κόκορας/ έκλαψε ο μαύρος κόκορας.

Τι γίνεται εδώ και γιατί έκλαψε; Το μαύρο βεβαίως ταιριάζει στην Ηλέκτρα, όπως και το πένθος, αλλά οι κοκόροι της Λατινοπούλου είναι ωραίοι και ξανθοί… Θυμηθείτε παρακαλώ το θαυμάσιο έργο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ευγένιου Ο Νηλ (1931)- μία Ορέστεια αλά Αμερικανικά είναι, και, επίσης, θυμηθείτε τον διάλογο του Σεφέρη με έναν απορούντα φίλο και ολωσδιόλου μη επικοινωνούντα με τη μοντέρνα ποίηση. Ερώτημα: Γιατί ο κόκορας ήταν ξανθός; Σεφέρης: έτσι μου φάνηκε…

Σαφέστατη η απάντηση, αλλά ο ποιητής δεν ομίλησε απλά όπως ζητούσε να του «δοθεί ετούτη η χάρη» και δεν ξέρουμε το γιατί, αλλά η Λατινοπούλου έδωσε την υπαινικτικά διατυπωμένη απάντησή της όπου  φαίνεται κραυγαλέα το γιατί.

Ξανθοί, πολύ καλά μαδημένοι και τροφαντοί, οι κοκόροι της, και ο  ένας και ο άλλος, και ευμεγέθεις τόσο που δεν τους χωράει το ταψί ή η μεγάλη κατσαρόλα, αλλά δεν τους αντέχει και το βαλάντιο. Και είναι τόσο ωραίοι και υπόσχονται μια τόσο ωραία σούπα διεγερτική πιο κι απ’ την κοκορίσια τους λίμπιντο ακμαία. Αν τους επιτρέπεται να διαθέτουν τοιαύτην στην νυφική ορνιθοπαστάδα.

Η επόμενη φάση είναι τα αβγά. Πολλά αβγά, όμως ένα έχει σπάσει και σπαταλά τον υπέροχό κρόκο του μαζί με το ασπράδι πάνω στα άλλα άσπρα αβγά, σαν να θέλει να τα γονιμοποιήσει. Χαμένη πάει η ομελέτα.  Εντάξει, δεν θα φάμε ούτε κόκορα ούτε αβγό. Ένα περίλαμπρο μπρόκολο όμως με πολύκλωνο κορμό, ντούρο σαν πολύχρονη ελιά,  στέκει εκεί με τις θαλερές καταπράσινες φούντες του. Είπα μπρόκολο αλλά μοιάζει σαν μπιζελομπροκολόδεντρο. Τέλος πάντων είναι τόσο γερό, μάλλον δεν μασιέται, γιατί δεν είναι για τα δόντια των φτωχών, γιατί δεν αντέχει το μικρό καλάθι τους, αντιθέτως. αντέχει μια μικρούλα κούνια στα κλαδιά του να λικνίζει ένα παιδάκι· κούνια, μπέλα, έσπασ’ η σκουτέλα και χύθηκε το γάλα  (γι’ αυτό δεν έχει τι να πιει…).

Σε μια συσκευασία ζωοτροφής, ένας ικανοποιημένος σκύλος με κατάμαυρη γυαλιστερή, υγρή, μύτη έχει βγάλει τη γλώσσα, σαν να κοροϊδεύει τα δυο κάτισχνα ζωάκια που κοιτάζουν με θλίψη και απογοήτευση την εικόνα.  Ακολουθεί  η ζωγράφος με τα χέρια στον αέρα σαν να παίζει πιάνο σε ανύπαρκτο όργανο ή να διευθύνει την ορχήστρα.   Μετά, να ένα κατακόκκινο κρεμμύδι, πιο λαχταριστό από το αμαρτωλό μήλο και πιο  λαμπερό ακόμα και από το γουρλίδικο ρόδι της πρωτοχρονιάς, τόσο μεγάλο και τόσο ωραίο, ενώ το γαλάζιο καλάθι της νοικοκυράς πλάι του είναι τόσο μικρό, όσο και το ανεπαρκές εισόδημά της. Καημένη νοικοκυρά, έλεγε κάποτε μια ευτυχισμένη κατσαρίδα…

Μετά, το βλέμμα μας  πέφτει σε ένα πολύ μεγάλο βάζο με κομπόστα, ενώ ένα μωράκι με το κουτάλι μπουσουλάει να το φτάσει, αλλά τα μεγέθη είναι αντιστρόφως ανάλογα και ως εκ τούτου ασύμβατα· το βάζο τεράστιο και το μωρό μικρούλι.

Βασικό είδος διατροφής, το γάλα, καμαρώνει σε δύο λιμπιστερά grand size μπουκάλια, λαμπάδα σαν το μπόι σου που λένε. Πάλι εδώ, ένα παιδάκι, τόσο δα μικρό, μέσα στο γαλάζιο καλάθι της νοικοκυράς, παραμένει θεατής του πύργου των γαλάτων που δεν μπορεί να πιει.

Επόμενο έργο. Ο πρωθυπουργός, σαν Ιησούς ανάμεσα στους μαθητές του, και μπροστά του το καλάθι της νοικοκυράς με ένα τεράστιο ψάρι και μια τροφαντή φρατζόλα. Τίτλος του έργου: Περιμένοντας ένα θαύμα… που δεν έρχεται, όπως «Περιμένοντας τους βαρβάρους» που και αυτοί δεν έρχονται, Περιμένοντας  τον Γκοντό, που και αυτός δεν θα έρθει, περιμένοντας τον ψηλό, να πραγματοποιήσει τις εξαγγελίες του, περιμένοντας κι εκείνος ένα θαύμα για να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις, και οι πεινασμένοι λαοί περιμένοντας να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση και να χορτάσουν … στη Δευτέρα Παρουσία. Διότι ο Ιησούς το είπε: η δική του βασιλεία ουκ έστιν του κόσμου τούτου

Τελευταία και πιο  τρανά διεγερτικά των σιελογόνων αδένων μας είναι τα καρπούζια. Όλα μαζί ένα πλούσιος σωρός και μερικές φέτες, κατακόκκινες με τα μαύρα κουκούτσια τους. Όμως μόνο ένα κομμάτι χωράει στο γαλάζιο καλάθι και μόνο μία μπανάνα, τίποτα άλλο. Πάνε οι καιροί που το αγόραζε κανείς ολόκληρο και το καρπούζι και το τσαμπί με τις μπανάνες. Πάει ο καιρός που ήθελες τη δική σου φέτα, ένα κόκκινο μισοφέγγαρο, να την φας φυσαρμόνικα και να φτύνεις τα κουκούτσια μακριά,  όπως τόοοτε, πολύ παλιά, στα χρόνια της παιδικής μας μυθολογίας … Όχι νεκρή φύση, αλλά ολοζώντανη. Σου έρχεται να ορμήσει στον πίνακα και να τον φας μαζί με το κάδρο…

Και στη μνήμη μας έρχονται οι πίνακες του Παναγιώτη Τέτση με θέμα τη Λαϊκή αγορά, όπου λάμπουν τα φρούτα και τα λαχανικά σαν παλέτα στο ήλιο. Δικαίως ένα τέτοιο έργο κοσμεί την είσοδο της Εθνικής μας Πινακοθήκης. Όλα στην ώρα τους ωραία και λαχταριστά, σαν τα νιάτα, σαν την ομορφιά, σαν τον καιρό των παχιών αγελάδων …

Με τα ίδια χρώματα, με τις ίδιες εικόνες, με τη δική του ευαισθησία όμως,  κάθε καλλιτέχνης δίνει στις σκέψεις του διέξοδο. Κοινωνική και πολιτική η Λατινοπούλου, στοχαστική ο Τέτσης, μεταφυσική ο Ελύτης, υπερρεαλιστική ο Σαχτούρης, μοντερνιστική ο Σεφέρης, απαισιόδοξη ο Καβάφης, καταγγελτική ο Μπέκετ, καταναλωτική η διαφήμιση… Τελικά, μια αλυσίδα, ο ένας αιώνας δίνει το χέρι του στον άλλο, η υπερφόρτωση του  πλανήτη, ο υπερπληθυσμός, ο υπερκαταναλωτισμός, τα υπερφάρμακα, τα υπερλιπάσματα, η υπεραφθονία, η υπερφτώχια, η υπερδυστυχία.

Η Αθηνά Λατινοπούλου μας έδωσε και με τα δυο τα χέρια της την απρόσιτη αφθονία, το κέρας της Αμαλθείας, γεμάτο, αλλά το καλάθι μικρό και την τσέπη άδεια. Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, παρουσίασε τα έργα, σχολίασε και τεκμηρίωσε επιστημονικά την τέχνη και την τεχνική της Λατινοπούλου. Κι εγώ, ως απλός θεατής, θαυμάζω και απορώ και επαναλαμβάνω αυτό που έχει ήδη πει ο Οδυσσέας Ελύτης:

Τα δεινά μας καλώς  έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν’ ανατραπεί…  

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.