Η Ζωή Κατσιαμπούρα εξέδωσε την τέταρτη συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις ΝΙΚΑΣ με τίτλο «Έλα να σου πω» και υπότιτλο « Ιστορίες», σελίδες 172. Τον υπότιτλο τον συναντήσαμε ως τίτλο στο πρώτο της βιβλίο με τον τίτλο «Ιστορίες της Μανιάς» (2013, εκδ. Γαβριηλίδης), γιατί η συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου, δεν αφηγείται απλώς, αλλά ιστορεί μικροϊστορίες ανθρώπων που εντάσσονται αρμονικά στη μεγάλη Ιστορία και την φωτίζουν με το φως όχι της επιστήμης –αν και ούτε αυτή απουσιάζει- αλλά κυρίως με το φως του βιώματος που εισχωρεί βαθύτερα και αποκαλύπτει.
Με λόγο άμεσο, εικόνες γνώριμες, συνήθειες γνωστές και συγχρόνως με διακειμενικές, διακαλλιτεχνικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις η Ζ. Κ. συνθέτει το έργο της. Τα διηγήματα ξεκινούν από τα προφανή, από κοινές εμπειρίες, τακτική σκόπιμη που έχει ως αποτέλεσμα τη νοητική και συναισθηματική «δέσμευση» του αναγνώστη. Στη συνέχεια, χαράζεται μια πορεία σκέψης που από τα προφανή, τα απλά και καθημερινά προχωρεί στα σύνθετα και ξεχωριστά και χαράζεται η οδός προς την εσωτερική εμβάθυνση.
Οι τόποι –σκηνικά των διηγημάτων- άλλοτε είναι γνωστοί, (π.χ. Ελευσίνα, Λαύριο, Ευρωπός, τοπόσημα Αθήνας κ.λπ.) άλλοτε ο τόπος δεν προσδιορίζεται, γιατί ενδιαφέρει η φύση κι ο άνθρωπος, έτσι ώστε η απροσδιοριστία του χώρου να διευρύνει τον τόπο κι ο κάθε αναγνώστης να βρίσκει εκεί τη δική του θέση. Αλλά και οι γνωστοί τόποι δεν αντιμετωπίζονται μονοσήμαντα, για παράδειγμα ο Κεραμεικός με το γνωστό του αποτύπωμα, αυτό του θανάτου, στο διήγημα «Τα αρχαία» (σ. 21-23) περιέχει και τη ζωή ως παρελθόν και παρόν, ώστε να επιτυγχάνεται δια της γραφής η άρση της καθολικότητας του θανάτου με το ρήγμα στιγμών ζωής, η συνάντηση δύο απόλυτων πραγματικοτήτων, γι’ αυτό «Ένα θαύμα ο Κεραμεικός. Εξαιρετικό μέρος για συναντήσεις» (σ.23).
Χαρακτηριστικό όλων των έργων της Ζωής Κατσιαμπούρα είναι η εύστοχη και δημιουργική υπαινικτικότητα, τότε ακριβώς που θίγεται το σημαντικό και «κεντρίζεται» ο αναγνώστης να το προσεγγίσει με τα δικά του όργανα ερεύνης, με τον δικό του πνευματικό οπλισμό. Έτσι, όταν γίνεται λόγος για τη Σταύρωση της τοιχογραφίας του 14ου αιώνα, μεταφερόμαστε από αυτή στις σταυρώσεις «που υπάρχουν συνεχώς σε όλον τον κόσμο και ανανεώνονται καθημερινά» (σ.28).
Οι όψεις των πραγμάτων αποκαλύπτονται στο έργο αθόρυβα, αναδεικνύονται τα μικρά και υποτιμημένα με αποτέλεσμα η μικρή κι ίσως ανάξια προσοχής για τους πολλούς ομορφιά να γίνεται αφορμή χαράς μεγάλης, όταν μοναχική γειτονεύει με την ασχήμια (σ.40-41). Αναδεικνύεται, λοιπόν, η σχετικότητα, η υποκειμενική προσέγγιση και υπονομεύεται κάθε βεβαιότητα εφησυχασμού.
Η αγνή, ανυστερόβουλη στάση των νέων απέναντι στα ιστορικά γεγονότα (Εμφύλιος, Πολυτεχνείο), χωρίς προσδοκία αντιτίμων, χωρίς επιδίωξη καριέρας, χωρίς «πολιτικούρες», διαμορφώνει «την Ιστορία από τη μεριά του δίκιου» (σ.63). Ο κριτικός λόγος της συγγραφέως ωθεί τον αναγνώστη να βγει από τα αποδεκτά σχήματα και τις εδραιωμένες πεποιθήσεις, προκειμένου να συναντηθεί με την αλήθεια ακόμη κι αν αυτή πληγώνει («Τα χιόνια», σ.72). Συχνά, απλά πράγματα γίνονται σύμβολα, γιγαντώνονται στον χώρο του φαντασιακού ανάλογα με τις προσωπικές εμπειρίες των ηρώων, αποκτούν παραμυθητικό ρόλο ή αλλάζουν εντελώς πεδίο ως σημαινόμενα («Γιατί ντε;», σ.84).
Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγεται η αποκάλυψη της ανθρώπινης φύσης είναι ευρηματικός και πλήρης κατανόησης κι ευαισθησίας χωρίς εκπτώσεις στην αλήθεια. Η ανθρώπινη φύση έχει και τη δύσκολη και τραχεία πλευρά της που βρίσκει ικανοποίηση στο να εξουσιάζει, να εκφοβίζει, ίσως και να κακοποιεί. Κι αυτή η πλευρά δεν υπήρξε καλύτερη στα « ωραία χρόνια» του παρελθόντος, ούτε έγινε οπωσδήποτε καλύτερη στη σύγχρονη εποχή της γενικευμένης γνώσης και των ανοικτών οριζόντων. Το έλλειμμα ανθρωπιάς παραμένει έλλειμμα («Αρτ», σ.91), όπως παραμένουν και οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας: η παράβαση του νόμου, η αυθαίρετη συμπεριφορά του Έλληνα, η ισχύς του φαίνεσθαι και η υποχώρηση της σημασίας του είναι («Για ένα τασάκι», σ.92, «Το γαμήλιο γλέντι», σ.95 κ.ά.), χαρακτηριστικά που ερμηνεύουν εν πολλοίς και την κακοδαιμονία του.
Ώριμη γραφή είναι, κατά τη γνώμη μου, η ικανότητα των συγγραφέων να γράφουν για τα σημαντικά με τρόπο απλό που συνδυάζει οξυδέρκεια απαλλαγμένη από τη σκοπιμότητα της καθοδήγησης του αναγνώστη, από την προσπάθεια ανελεύθερης δέσμευσής του στη γνώμη του γράφοντα. Αυτή η συνθήκη γραφής χαρακτηρίζει τη γραφή της Ζωής Κατσιαμπούρα με εξαιρετικό δείγμα το διήγημα «Γυναικεία πράγματα» (σ.111). Συγχρόνως εκπλήσσει η τόλμη της να προσεγγίζει καταστάσεις και συμπεριφορές με ένα μίγμα κυνικότητας και ιδιότυπης ευαισθησίας σε ποσότητες όμως που δεν προκαλούν, μόνο προβληματίζουν («Λαϊκά», σ.151). Η γραφή της έχει στοιχεία αυτοαναφορικότητας, η οποία όμως με μια ζηλευτή τεχνική επιτρέπει σε μια υφέρπουσα «γενικότητα» να εισέρχεται ήρεμα κι απλά και να κατακλύζει νου και ψυχή.
Η Ζωή Κατσιαμπούρα εκτός από συγγραφέας είναι και πολύ καλή φιλόλογος κι αυτό σφραγίζει τη γραφή της και από την άποψη της μορφής. Οπτικές και ακουστικές εικόνες, προσαρμοσμένες στον τόπο ή τροφοδοτούμενες από αυτόν, έξυπνες παρομοιώσεις και μεταφορές και μια γλώσσα πλούσια, που σέβεται τη μακραίωνη γλωσσική παράδοση και τολμά να την χρησιμοποιεί, ζωοδοτούν αφήγηση και περιγραφή, ανοίγουν ορίζοντες στη σκέψη και το συναίσθημα του αναγνώστη. Ας εμπιστευθούμε ως αναγνώστες την πρόσκληση και την εξομολογητική διάθεση του «Έλα να σου πω» και θα κερδίσουμε ταξιδεύοντας σε τόπους , καιρούς και κυρίως μέσα μας!
Η Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου είναι Δρ. Κλασικής Φιλολογίας και Ποιήτρια