You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: ένα αφήγημα

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: ένα αφήγημα

Η ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΧΩΡΑ

«Φυραίνει ολοένα ο τόπος,

χωματένιο σταμνί.»
Γ. Σεφέρης.

 

Τα διαπιστευτήριά μου ήταν έτοιμα εδώ και καιρό. Ο,τι είχα διαβάσει, είτε γνώριζα γι αυτή τη χώρα, δεν ίσχυε πια. Τα πράγματα είχαν αλλάξει και  το ταξίδι στο άγνωστο, δύσκολο. Έπρεπε να διανύσω μεγάλη απόσταση. Μ’ αεροπλάνο, τρένο, πλοίο, τρεις μέρες με μουλάρι ανάμεσα από δύσβατα μονοπάτια, κι ώρες ποδαρόδρομο μέχρι τα σύνορα.

Ετοίμασα τον εξοπλισμό μου έτσι ώστε να ‘ναι ελαφρύς. Ένα σάκο όλο κι όλο. Μόνο τ’ απαραίτητα. Δύο κάμερες, έναν τηλεφακό, άλλον έναν πενηντάρη φωτεινό, έναν ευρυγώνιο και μπόλικα film. Οι κάμερες αναλογικές, να μην μπορούν να δουν τι τράβηξες. Τελευταία το μάτι μου συγκρατούσε περισσότερα από την ίδια τη φωτογραφία. Ο φακός του ματιού είχε εξασκηθεί σωστά και γινόταν παρατηρητής, χωρίς συναίσθημα. Στυγνός εκτελεστής, πριν πατήσω το κόκκινο κουμπί του κλείστρου. Απαραίτητο όμως στοιχείο του εξοπλισμού, η απόσταση. Εκείνη που πρέπει να κρατάς απ’ τα πράγματα
αλλά και σταφίδες πολλές για να σε κρατούν στο κρύο.

 

Μέρες μετά έφτασα στη συνοριακή γραμμή. Πίσω απ’ το φυλάκιο φαινόταν μια λίμνη με σκούρο νερό. Στο αραξοβόλι περίμενε ένα σαπιοκάραβο για να σε περάσει απέναντι στην άλλη όχθη, απ’ όπου άκουγα γραμμόφωνα να παίζουν εμβατήρια. Μόλις πλησίασα, ένας  συνοριοφύλακας ντυμένος στα χακί, με σάπια δόντια και χνώτο που έζεχνε με κοίταξε καλά – καλά, κι ύστερα, αφού εξέτασε διεξοδικά τα έγγραφά μου, σφράγισε την είσοδό μου στο διαβατήριο. Κάτι συμπληγάδες άνοιγαν για να περάσεις απ’ την κεντρική πύλη. «Όλα υπό έλεγχο», έγραφε μια ταμπέλα στην είσοδο.

 

Πέρασα απέναντι με την σκουριασμένη παντόφλα. Μόλις πάτησα το πόδι μου, με πλησίασε ένας συνταγματάρχης, με στίλβοντα αστέρια στις επωμίδες.

 

«Θέλεις ξενάγηση;» με ρώτησε.

«Όχι», του απάντησα ενοχλημένος.

«Απαγορεύεται να κυκλοφορεί οποίος δεν ξέρει ιστορία», συμπλήρωσε, κι άρχισε να μου ξεφουρνίζει το παραμύθι με μια ντουντούκα.

 

Απαγορευόταν να έχεις τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και να παρατηρείς, αυτό το προνόμιο το ‘χαν μόνο οι επιθεωρητές, όπως και να κοιτάξεις λέει τα πουλιά,  γιατί πετούσαν, αλλά και τις κάμπιες, γιατί δραπέτευαν.

 

Ό,τι αρχαίο είχα πάνω μου, μου το πήραν. Περικεφαλαία ασπίδα, ξίφος. Ιερατικά άμφια, θυμιατά και κομποσκοίνια επίσης απαγορεύονταν.

 

«Δεν θα τα πάρεις μαζί σου, κατάσχονται», είπε κι αφού έλεγξε τον εξοπλισμό μου, μου έδωσε ένα χαρτί με οδηγίες. «Δημοσιογράφε, κοίτα να φωτογραφίσεις μόνο αυτά που πρέπει», μου τόνισε κι αποχώρησε.

 

Αιθάλη ολόγυρά μου και καυστική βροχή. Οι πόλεις καταυλισμοί, μ’ αντίσκηνα και τσαντίρια. Μύγες τροφαντές απ’ τα ψοφίμια πετούσαν ολόγυρα. Η χώρα αυτή, είχε δύο φλοιούς. Ο πάνω και ο κάτω. Ο πάνω ήταν το φαίνεσθαι, με τη γυναίκα του Καίσαρα να μην είναι τίμια, και κάτω όλα εκείνα που δεν ήθελαν να φανούν. Εκεί είχαν κλειδώσει τις περγαμηνές και τα μυστικά του κόσμου τούτου.

 

Μπερδεμένα πράματα στο τοπίο. Απομεινάρια αρχαίων μνημείων, τρούλοι, μοναστήρια και μιναρέδες. Ερείπια όλα. Ξηρασία παντού. Χρόνια είχε να βρέξει. Οι κεραυνοί είχαν σταματήσει προ πολλού να μιλούν. Δεν είχαν πια τίποτε να πουν και τα ελαιόδεντρα στον κάμπο με τις κροκάλες, είχαν παραδοθεί στην ξηρασία.

 

Κοντοστάθηκα σε μια βρύση που έσταζε, και γέμισα με υπομονή το παγούρι μου, αλλά το νερό γλυφό. Φαίνεται το ‘χαν συνηθίσει.

 

Έκανα οτοστόπ. Μια ερμαφρόδιτη, μ’ ένα στρατιωτικό τζιπ ντυμένη στα χακί, βλογιοκομμένη και με πυρρόξανθα μαλλιά κάτω απ’ το κράνος, σταμάτησε μπροστά μου.

 

«Ανέβα και μη μιλάς», είπε κι άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Με κοίταξε για λίγο διστακτικά, σαν να μετάνιωσε που σταμάτησε, κι ύστερα κάρφωσε μια ταχύτητα και πήραμε μαζί την κατηφόρα προς το νότο.

 

Το δάσος με τους κέδρους ήταν καμένο. Στάχτη παντού κι όμως το θρόισμα των φύλλων που ακουγόταν, ήταν μεταλλικό και μια βοή αναδυόταν απ’ τη χαράδρα. Μου θύμισε τα λόγια του ποιητή «…και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων».

 

Το σπέρμα του θανάτου είχε ήδη κάνει τη δουλειά του. Οι σειρήνες χαλούσαν τον κόσμο, κι οι άνεμοι φυσούσαν πάντα προς τη γη. Σαΐτες με κεφαλές από εμπλουτισμένο ουράνιο έσκιζαν τον αέρα.

 

Βραδύκαυστο φυτίλι φώτιζε το διάβα μου και ολόγυρα μια ενοχλητική μυρουδιά μπαρούτης, μπερδεμένη μ’ εκείνη της σήψης, εισχωρούσε στα ρουθήνια μου.

 

Το ηφαίστειο είχε μόλις ξυπνήσει κι η γη έτρεμε.

Μαυσωλεία έχτιζαν στις ξερολιθιές και τα τιμημένα στεφάνια, τα ‘καιγαν σ’ ένα χαντάκι. Χρόνια τώρα η γαλήνη δεν ακολουθούσε την τρικυμία.

 

Μια μεγαλοπρέπεια σωριασμένη στους πρόποδες μαρτυρούσε τη θέση του βουνού των θεών, κι απέναντι, στο τρίβουνο, κάποιοι κουκουλοφόροι κραδαίνοντας αναμμένους πυρσούς, περπατούσαν στην κορυφογραμμή.

 

Τα νταμάρια και τα ορυχεία, τα ‘χαν ξεπατώσει. Τα μόνα πράγματα που παρήγαγε ο τόπος αυτός ήταν στάρι, κατσίκια, μολύβι και πέτρα.

 

Μ’ άφησε σ’ έναν χωματόδρομο έξω απ’ την πόλη. Ένας μουλόσπορος βοσκούσε στο λόφο τα ζωντανά, κι ένας τρισκατάρατος τυμβωρύχος έσκαβε με λύσσα τα μνήματα. Τα αρχαία οστά τα ‘χε πετάξει στο χωνευτήρι. Περίεργο, αυτά κανέναν δεν ενοχλούσαν.

 

Ο ορίζοντας είχε κατέβει. Πύργοι και γέφυρες είχαν καταρρεύσει, το ποτάμι είχε στερέψει, και τα μαύρα μανιτάρια τ’ ουρανού, έβαζαν στα όνειρα τον πήχη χαμηλά. Τρόμος εξαπλωνόταν στην επαρχία, με τ’ αγρίμια ν’ αλυχτούν στις επάλξεις. Εκτός από τις φυλακές, όλα είχαν γκρεμιστεί. Μια αφύλακτη πολιτεία, μια τεράστια φυλακή. Είχαν ξηλώσει τους κριούς απ’ τα Τρωικά δοκάρια και τους πουλούσαν για σκραπ. Λεηλασίες αιώνων κι εμφύλιοι πόλεμοι, είχαν καταστρέψει τα πάντα, με μια μυλόπετρα να γυρίζει απειλητικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, και με την αγωνία να πελεκάει την πέτρα.

 

Ο φρούραρχος απαγόρευε την είσοδο στην παλιά πόλη κι η φρουρά με τα χαλασμένα τύμπανα κρατούσε λάβαρα με αποφθέγματα. Κοράκια παντού να ραμφίζουν πτώματα. Γυάλινοι βόλοι τα παγωμένα μάτια τους, που με κοίταζαν απ’ το χώμα. Οι ψυχές τους είχαν μεταμορφωθεί σε άγρια θηρία με κυνόδοντες, γαμψά νύχια και τεράστια φτερά. Γλαύκες σιβυλλικές, ελλείψει δέντρων, έκρωζαν στις σπηλιές, κι όλα θύμιζαν Αποκάλυψη. Ή μήπως ήταν;

 

Πλημμύρα και φλόγα διεκδικούσαν τη γη. Ο θρήνος είχε γίνει συνήθεια σ’ αυτή τη χώρα. Αγάλματα πουθενά. Μέχρι κι οι θεοί είχαν δραπετεύσει, αλλά δεν γύρισαν στον τόπο τους ποτέ. Μόνον οι δοσίλογοι είχαν ανδριάντες, κι όλοι άνθρωποι σκοτεινοί, με μια απαξίωση στο βλέμμα.

 

Στα περάσματα, εφοριακοί, τελώνες, και φαρισαίοι, όλοι νταβραντισμένοι κι οπλισμένοι σαν αστακοί. Τα πρόσωπά τους θύμιζαν ανέκφραστη μάσκα, σαν να προσπαθούσαν μ’ αυτήν να κρύψουν το απόλυτο κενό, και το απλανές βλέμμα τους, μου έδινε την εντύπωση πώς ήμουν ενδεχομένως αόρατος, ή κάποιο είδος του κόσμου τούτου, άνευ σημασίας. Δεν τους προξενούσα καμιά περιέργεια, λες κι ήμουν απλά ένας κουζουλός, που ξεστράτισε τυχαία από το δρόμο που του ‘χαν χαράξει.

 

Περνώντας την πύλη της παλιάς πόλης, τα είδα όλα. Αρουραίοι ξετρύπωναν απ’ τα λαγούμια κι έδιναν προσταγές. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Σ’ ένα καλντερίμι, ανάμεσα απ’ τους κυβόλιθους έρεε κόκκινη λάβα, που έλιωνε τις σόλες των παπουτσιών. Κάποιος μου ‘χε πει να μη φοβάμαι τη στάχτη, είναι προζύμι της αναγέννησης. Προσπαθούσα με το βλέμμα μου ν’ ασκήσω έλεγχο σ’ αυτό που έβλεπα, όμως αυτό με ξεπερνούσε.

 

Μια λαγνεία βασίλευε στις πόλεις. Η μία χειρότερη της άλλης. Έντρομες γυμνές ψυχές χωρίς ελπίδα, έτρεχαν στα καλντερίμια. Τα λαγωνικά έψαχναν να κατασχέσουν οράματα κι ιδέες. Η δικαιοσύνη έγδερνε μέχρι το κόκκαλο
και στην είσοδο του δικαστηρίου υπήρχε μια καρμανιόλα.

Μια πινακίδα δίπλα έγραφε «Εκμηδένιση». Στα σφαγεία είχαν εγκαταστήσει τους εκτελεστές. Όσοι μελλοθάνατοι επιθυμούσαν χαριστική βολή, υπέγραφαν αναγκαστικά δήλωση μεταφοράς του χρέους στις επόμενες γενεές, κι όσοι γλίτωναν το απόσπασμα ή βγαίναν από τις φυλακές, έμεναν άνεργοι και στιγματισμένοι φορώντας μόνιμα ένα κουδούνι στο λαιμό.

 

Νεκροκρέβατα με πέτρινο προσκέφαλο περίμεναν εκείνους που δεν παρείχαν έργο, κι όσους είχαν γερή μνήμη, τους πετούσαν στον λάκκο σαν τα ψοφίμια. Η μόνη περιουσία στο πελατειακό κράτος, ήταν πλέον η υποχρέωση. Όσες περισσότερες είχες κάνει, τόσο πλούσιος ήσουν.

Μάταια σήκωσα ένα σπειροειδές κοχύλι να μου πει μια αρχαία ιστορία, ή να μου δώσει εξηγήσεις για τα μυστήρια γύρω μου. Το τελικό χτύπημα αργούσε, όμως ο τόπος έβραζε. Εξουσία και ρητορική, χέρι-χέρι περπατούσαν, με όπλο τον φόβο, κι οι πολιτικοί του κυβερνώντος κόμματος, σαλιώνοντας τα πούρα τους, ξεστόμιζαν απειλές. Μια σύγχρονη ηλιθιότητα είχε εξαπλωθεί παντού.
Οι μαστροποί κι οι τοκογλύφοι δεν φορολογούνταν. Η μόρφωση είχε απαγορευτεί ρητά στα σχολεία, που δίδασκαν πλέον μόνο οδηγίες χρήσεως.

 

Στη μέση της πλατείας είχαν ξηλώσει το άγαλμα της Ανδρομέδας που προσφέρθηκε στο θαλάσσιο τέρας, κι είχαν υψώσει ένα τεράστιο πέος, ντυμένο με δέρμα φιδιού. Τα γουρούνια σ’ αυτή τη χώρα ήταν δίποδα. Η Κίρκη τους είχε όλους μεταμορφώσει και τρέχανε αποπροσανατολισμένοι στους δρόμους με κοντόχοντρα πόδια.  Στο διοικητήριο, βουλευτές σκυμμένοι πάνω από ένα πτώμα, ανασυνθέτανε το μάθημα ανατομίας του Ρέμπραντ, ενώ οι τοκογλύφοι είχαν καταλάβει το υπουργείο οικονομικών. Κόβανε αβέρτα χρήμα, τα νομίσματα στη μέση, κι αρχίδια μάντολες. Σαν τις μύγες, οι καταθέσεις αντιστοιχούσαν σε αίμα και ξύγκι, με την εκκαθάριση να απαιτεί την κεφαλή επί πίνακι.

 

Ηγέτες χρίζονταν προφήτες, διασταύρωναν κουβέντες με όλμους, και όλα αυτά, με την δικαιοσύνη να οργώνει φορώντας ερπύστριες. Υπό το βλέμμα των εξουσιαστών, οι δουλοπρεπείς αρχιτέκτονες, ακολουθούσαν μόνιμα έναν γοτθικό ρυθμό. Οι γυναίκες της άρχουσας τάξης στις δεξιώσεις, φορούσαν μεταξωτά φορέματα με θυρεούς και πολύτιμα κολιέ από δόντια στο λαιμό. Με τις ευλογίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχαν ιδρύσει τράπεζα σπέρματος με πρώτη ύλη από την Αιθιοπία για παραγωγή δούλων και αύξησης φθηνών εργατικών χεριών. Αυτές οι ατσαλάκωτες, με το στουπέτσι στο πρόσωπο, είχαν όλες τους πλουτίσει. Στα γεύματά τους, η σάλτσα του chef είχε γερή δόση tavor και xanax για να κοιμούνται ανενόχλητες, και δίχως τύψεις για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει.

 

Η βία τους ήταν αγράμματη κι επικίνδυνη. Μια ψηφιακή δικτατορία κυβερνούσε, κι απ’ τους υπονόμους ακουγόταν το δεμένο θηρίο να βρυχάται. Έδιναν στο λαό δωρεάν τηλέφωνα. Για κάθε φωτογραφία που ανέβαζαν, τους έδιναν και μια δεκάρα με την τρύπα στη μέση, γιατί τα προφίλ, ήταν πάντα σημαντικότερα από τα ανφάς.

 

Η λογοτεχνία εδώ, ήταν μόνιμη απειλή. Απαγορευόταν να εκφράσεις τη σκέψη σου ολόκληρη. Μόνο η γραφή κι οι ατελείωτες εντολές του διαβόλου ήσαν ανεκτές. Οι ποιητές είχαν πια εξαργυρώσει την ιδιότητά τους, με μια άδεια νεκροθάφτη και με το παράπονό τους να παραμένει στ’ αζήτητα για χρόνια.

 

Μακελεύτρα η χώρα τούτη. Στην πόλη, πολλοί θέλαν να πεθάνουν, επειδή είχαν γεράσει. Το χρηματιστήριο το ‘χαν μετατρέψει σε ψυχιατρείο, ενώ όλα τα σπίτια αλλάζαν χέρια τη νύχτα, και μες στη σιωπή μετακόμιζαν εκεί παλιές ψυχές και κατάρες.

Δεν βρίσκεις άκρη εδώ πέρα. Είτε κλαις, είτε γελάς, μ’ αυτήν την απερίγραπτη κατάσταση, και με τα συμβόλαια να διαρκούν όσο το βάμμα της γραφίδας. Σ’ αυτή τη χώρα δεν μπορείς εύκολα να διαχωρίσεις τη μνήμη από το ψυχανέμισμα.

 

Τα βράδια έπεφτε κόκκινη καυστική βροχή. Η μια νύχτα διαδεχόταν την άλλη, χωρίς να ξημερώνει ποτέ, λες και μια ήττα ανυπόδητη είχε επισκεφτεί ύπουλα αυτόν τον τόπο και τους είχε πιάσει όλους στον ύπνο. Ένα πράσινο θάμβος, φώτιζε αμυδρά τη στράτα τους ανάμεσα στα χαλάσματα.

 

Υπό τον φόβο ενός ανεξήγητου κινδύνου, περπατούσα με αγωνία. Σ’ αυτή τη χώρα, και λίγο να μείνεις, δεν αναγνωρίζεις πια τον εαυτού σου, κι αισθάνεσαι ξαφνικά σαν να μεταμορφώθηκες σε τυφλοπόντικα.

Ήταν ο τόπος τέτοιος, που σου επέβαλε μια μανία καταδίωξης. Έπρεπε να φυλάγεται στην ανύπαρκτη πολιτεία. Το κρώξιμο των βατράχων στη λάσπη της λίμνης του άνυδρου σιντριβανιού, σ’ έκανε να κοιτάς συνέχεια πίσω σου για να σιγουρευτείς μήπως κάποιος, φορώντας μια μαύρη κάπα, σ’ ακολουθούσε.

 

Περπατούσα στων ποντικιών το μονοπάτι, εκεί όπου οι πεθαμένοι χάσανε τα κόκαλά τους, κρατώντας πάντα την κάμερα ως προέκταση το χεριού μου. Ίσως προέκταση του ματιού μου, με το τσιπάκι του μυαλού μου να καταγράφει τα πάντα. Αυτοθυσία ή Τέχνη; Και δώστου να πατώ το κλείστρο. Διάφραγμα ματιού απεριόριστο, ως τα βάθη του Έρημης Χώρας, κι η ταχύτητα σύλληψης, ασυμβίβαστη με τα συναισθήματά μου.

Με ποιον να μιλήσω. Ίσως με το εκκρεμές που καταφέρνει για λίγο να νικήσει τη βαρύτητα της ερημιάς των καιρών. Πήγαινε Έλα! Πήγαινε Έλα! Το ποίημα δεν τελειώνει ποτέ, συνεχίζεται, οπισθοχωρώντας, προς την εντολή της θεάς. Έννεπε Μούσα! Η δε πόλις ελαλήσεν! Έπιασα να γράψω ένα γράμμα, μα δε μου βγήκε. Τραύλιζε η σκέψη μου.

 

Κάθισα κάτω απ’ τον κόκκινο βράχο για λίγο, χαζεύοντας τα κοτσύφια που πετούσαν σαν βολίδες, μακριά. Βουλωμένο γράμμα οι παθογένειες της κοινωνίας. Ποιος τάχα θα βάλει αυτή τη χώρα σε τάξη; Recto et verso, με το βλέμμα μου να συνηθίζει.

 

Παρά την άγρια εικόνα μια μαγική δύναμη, ποιο ισχυρή από το φόβο, με έσπρωχνε να προχωρήσω. Όμως όλοι γύρω μου είχαν την τάση να θέλουν να με αποτρέψουν -ακόμα και να με εμποδίσουν- για να κάνω όλα αυτά που είχα στο νου μου ή που οι περιστάσεις του ταξιδιού απαιτούσαν.

Είχα ξεροσταλιάσει, κι έγλυφα τον ιδρώτα μου. Ξηρασία παντού. Έπρεπε να γίνεις γκαμήλα για ν’ αντέξεις, κι η κοιλάδα των στεναγμών, ξεχυνόταν ρευστή κάτω απ’ την απάνθρωπη πολιτεία.

Έψαχνα για κατάλυμα. Μου’ παν να βρω τον ταριχευτή.  Έκανε καλή δουλειά. Όλα τα ζωντανά, τα ‘χε βαλσαμώσει. Ήταν σπουδαίο λαγωνικό. Τις μέρες του μεγάλου λιμού έτρωγε κάστανα, που άλλοι έβγαζαν απ’ τη φωτιά. Έκανε θελήματα το πρωί, και το βράδι εκτελούσε χρέη θυρωρού σ’ εκείνο το γέρικο πανδοχείο με τις κόκκινες παντιέρες. Ήταν έρημο, αλλά το φύλαγε χρόνια. Έμοιαζε με ημίθεο και γεροξεκούτη συνάμα. Τάιζε και τα μουλάρια των πελατών. Οι τελευταίοι, μου είπε, είχαν πεθάνει στα δωμάτιά τους. Ακούς λέει, είχαν μια χρόνια πάθηση, οι μισοί να θυμούνται κι οι άλλοι μισοί να έχουν άγνοια. Απ’ αυτό έφυγαν. Φορούσε μια προβιά και τ’ αρβυλά του ήταν λασπωμένα. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Καθόταν σε μια πεζούλα και γύριζε νευρικά ένα αρχαίο δαχτυλίδι στον παράμεσο του δεξιού χεριού. Ήμουν κομμάτια απ’ την κούραση και του ζήτησα ένα δωμάτιο. Είχε έναν σπίλο στο κεφάλι, όπως αυτοί που βγάζουν οι χοίροι απ’ το γρήγορο τάισμα, και πίσω του, στο καμένο δάσος, κάναν καρτέρι κάτι στρατιωτικοί που ντουφέκιζαν μπεκάτσες στο ξέφωτο.

«Τα κλειδιά είναι πάνω στις πόρτες», αποκρίθηκε. «Διάλεξε όποιο θες, μια λύρα την εβδομάδα κοστίζουν όλα», είπε κι ύστερα άρχισε να ψεκάζει παντού με μια ξεθυμασμένη κολόνια.

 

Το πρωί που ξύπνησα, τον πλήρωσα κι έφυγα. Δεν μου μίλησε. Ήταν προσηλωμένος, κι έπαιζε ένα παιχνίδι μ’ ένα πουλί. Η καρακάξα πάνω στο κλαρί άσπρο-μαύρο, κι αυτός από κάτω σιωπηλός, μαύρο-κόκκινο.

 

Τρεις μέρες κατέγραφα με την κάμερα. Κρανίου τόπος.

 

Οι έποικοι κρατούσαν όπλα από κείνα τα σύγχρονα και έδιωχναν αβέρτα τους κατοίκους. Μέχρι και το νερό κόβανε στην προσπάθειά τους να φτιάξουν νέα εθνική σημαία. Κανείς δεν μιλά εδώ για γενοκτονία.

 

Γενοκτονία! Απαγορευμένη λέξη. «Θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματι μου!»

 

Ο νότιας είχε ξεβράσει βουνά από ψάρια, κι οι λίμνες που θυμούνταν τον τόπο τους, εμφανιζόντουσαν απ’ το πουθενά. Γεμάτο ψοφίμια ο τόπος και μπαγιάτικο ψωμί μουλιασμένο στα λασπόνερα. Η Ιερά Οδός ήταν έρημη και τα κρυφά μονοπάτια κακοτράχαλα. Πλανόδιοι πραματευτές είχαν απλώσει τα λάφυρα πάνω στους πάγκους, και πέρα κάποιοι μεθυσμένοι με τα παντελόνια στους αστραγάλους, κόπριζαν στις παλιές ρίζες.

 

Στα χαλάσματα, ένα αγγελούδι επίχρυσο μάζευε σύκα. Το πλησίασα να ρωτήσω τ’ όνομά του, κι εκείνο με δάγκωσε. Αργότερα έμαθα πως το σοδόμιζε κάθε Τρίτη ένας έμπορας από τ’ Αλγέρι. Οι έμποροι είχαν τσέπες γεμάτες καλούδια και τα σύνορα στένευαν κάθε μέρα.

 

Μετά το λόφο του υδραγωγείου, μια ομάδα ντόπιων περπατούσε με τα χέρια ανοιχτά και τις παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό, λες και περίμεναν να πέσει το μάνα, ή κουβαλούσαν μια βαριά σιωπή.

 

Κάτι μαντατοφόροι είχαν εκτελεστεί κι από δίπλα, τρία λυσσασμένα σκυλιά γάβγιζαν γύρω απ’ την πυρά που αποτέφρωνε σ’ ένα λάκο τα οστά των εραστών.

 

Μπερδεμένα πράματα. Οι απατημένοι σύζυγοι, είχαν φέρει πόρνες από την Ελευσίνα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, και στ’ όνομά τους, είχαν κάψει τις γυναίκες που τους απάτησαν. Τα σεντόνια στα κρεβάτια τους, ήταν ατσαλάκωτα χωρίς σημεία ερωτικών συναντήσεων ή ύπνου, κι όσοι κοιμόντουσαν ήταν ξαπλωμένοι στη γη, ενώ οι πλαγιές ήταν γεμάτες σκιάχτρα για τους ερωτευμένους. Τι να κάνει στο βουνό κι ο ηδονικός Ελπήνωρ, ελλείψει γυναικών, χαράμιζε το σπέρμα του στα γίδια, κι οι μούσες ερέθιζαν τ’ άλογα της Ανδραβίδας με προκλητικά ρούχα, καθώς οι μπάλιζες έψαχναν τα δυσεύρετα αρσενικά στα κλαδιά των καμένων δέντρων.

 

Σόδομα και Γόμορα στην κοιλάδα των κρεμασμένων. Γυναίκες τυλιγμένες με κεφαλόπανα απ’ οργάντζα, έρπειν στα τέσσερα, μύριζαν το χώμα κι οι άλλες οι μοιχές, κρεμασμένες απ’ τα τσιγκέλια, κλείνανε τα μάτια κι άνοιγαν τα μπούτια σε κοινή θέα.

 

Οι μαυραγορίτες φυστίκωναν τ’ ανήλικα. Ένα παχουλό παιδί με κόκκινες παρειές, φορούσε ρούχα ταχυδρόμου. Είχε κρεμάσει έναν δερμάτινο σάκο στον δεξί του ώμο, και μοίραζε μ’ ένα ποδήλατο ανοιγμένα γράμματα έξω απ’ τις πόρτες. Μου έκανε εντύπωση αυτό το παιδί. Διέφερε από τ’ αλλά, τ’ αποστεωμένα, κι όταν προσπάθησα να το πλησιάσω για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, εκείνο με απέφευγε σαν τη μύγα.

 

Στη συμπρωτεύουσα, είχαν τραβήξει στη στεριά τα σαπιοκάραβα και τα ‘χαν κάνει πανδοχεία. Μες στη μπίχλα του λιμανιού, ένας ψάρευε τις μπαϊλντισμένες μπάφες του Σεπτεμβρίου, και πίσω του όλοι στην ουρά, περίμεναν έξω απ’ το κουρείο. Φήμες λέγανε πως ο ιδιοκτήτης του κούρευε δάνεια. Είχε αποκτήσει πείρα φαίνεται, διότι κούρευε πρόβατα στα νιάτα του. Πιο κάτω, έξω απ’ την πόρτα του δημαρχείου, κάποιοι φουκαράδες, ρακένδυτοι, έπαιζαν μουσική κουδουνίζοντας πήλινους κουμπαράδες με φραγκοδίφραγκα κι οι άλλοι που πίνανε τη θάλασσα για χρόνια, είχαν βουλιάξει με τον παρά τους κι επέπλεαν τουμπανιασμένοι στα βαθιά. Ένας καβγατζής βόγκαγε τρελαμένος στην πλατεία τα βράδια και γρονθοκοπούσε κόκκινα φαντάσματα.

 

Περίεργη χώρα, να λες πατρίδα. Να κι ο Ιερώνυμος με ζουρλομανδύα να περιφέρεται στην πόλη, μ’ ένα δισάκι στον ώμο γιομάτο με ότι είχε απομείνει από την περιουσία του γιού του. Ένα μικρό ξίφος, λίγοι σπόροι μανδραγόρα και μια περγαμηνή με την ιερή γραφή της Βέδα.

 

Η χειρομάντισσα είχε κατεβάσει ρολά προ πολλού. Κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για το μέλλον. Ο Σμυρνιός έμπορος κύριος Ευγενίδης είχε πεθάνει από ανίατη ασθένεια. Απ’  τη μαύρη τράπουλα φαίνεται πως είχε τραβήξει το χαρτί του κρεμασμένου. Στην τσέπη του σακακιού του δεν βρέθηκαν σταφίδες. Τις είχαν καταβροχθίσει τα ποντίκια. Μάταια κάποιοι προσπαθούσαν να εξιλεωθούν πίνοντας ένα μαύρο ζουμί πηχτό, επειδή συχνά τεμάχιζαν την κοπριά και τη μοίραζαν γι’ αντίδωρο.

 

Νικητές και ηττημένοι μαζί σε μια σχέδια κάναν κουπί διασχίζοντας το ποτάμι κι οι αυτόχειρες να χειροκροτούν από τα πρανή.

 

Στα δεξιά μου, είχε παραταχθεί ένα μαυροντυμένο πλήθος που κρατούσε ομπρέλες κι ακολουθούσε μια λιτανεία, κι αριστερά μου, ένα άλλο, που χόρευε μες την αμμοθύελλα φορώντας σάβανα και τραγουδούσε τους στίχους απ’ το παραμύθι της πέτρας.

 

Χόρτασα μαθήματα ιμπεριαλισμού εδώ πέρα. Στο έπακρο,
με γνώμονα τη φαντασία και το φόβο. Ώρα να φεύγω είπα. Καμία αυτοκυριαρχία, κανένα δόσιμο, καμία συμπάθεια.

 

Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Στο χέρσο τοπίο σημάδια μιας κοκκινοπράσινης φτέρης μαρτυρούσαν, παρά την ξεραΐλα, πως η γη είχε την δυναμική να επουλώσει τραύματα αιώνων.

 

Περίεργη χώρα! Έπρεπε να το περιμένω. Μου ‘χαν μιλήσει για αυτήν κάποιοι ποιητές.

 

Καθώς περπατούσα σκέφτηκα πως η ιστορία διδάσκει, αλλά αντιγράφεται εύκολα.

 

Λίγα μέτρα πριν τη συνοριακή γραμμή, κοντοστάθηκα. Τι Περίεργο! Ο θυρωρός του πανδοχείου, είχε ντυθεί στα χακί. Φυλούσε σκοπιά στο φυλάκιο κρατώντας ένα Μάουζερ, δίπλα στη μπάρα που χώριζε τη χώρα με την άλλη γη.

 

«Αλτ, τις ει;» φώναξε μες στο σκοτάδι με την κάνη παρατεταμένη.

 

«Κανείς», αποκρίθηκα και τον πλησίασα με τα διαπιστευτήριά μου ανά χείρας.

 

Εκείνος κλώτσησε με τ’ άρβυλα κάτι ξεριζωμένες καρδιές που ήταν πεταμένες στη γη λέγοντας «Μην τα κοιτάς αυτά… δεν σε αφορούν, μην τα κοιτάς», κι ύστερα μου άρπαξε τα έγγραφα απ’ το χέρι.

 

«Περίεργη χώρα…», του λέω και με σιγουριά συνέχισα «…δεν θα ξανάρθω».

 

«Όπως νομίζεις…», αποκρίθηκε. Ύστερα έφτυσε σε μια σελίδα και σφράγισε το διαβατήριό μου.

 

Μόλις πέρασα τη συνοριακή γραμμή, μια ταμπέλα έγραφε «Νόστος». Δεν ήξερα αν σώθηκα ή ξέφυγα, κι έτσι έριξα ένα τελευταίο βλέμμα πίσω μου. Τροχιοδεικτικά βλήματα έσκιζαν τον αέρα.

 

Ουράνιο, ουράνιο, ουράνιο!

Πύραυλοι, πύραυλοι, πύραυλοι, κι Άγιος ο Θεός!

 

Ύστερα κοίταξα τη σελίδα που ‘χε βάλει τη σφραγίδα.

Έγραφε «Νεκρός».

 

 

(Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του Κ.Τσεκλένη, ΒΑΘΟΣ ΠΕΔΙΟΥ).

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.