You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Μαρία Γερογιάννη,  Ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη γιατί ερωτεύτηκε την Πολυδούρη, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024, σ. 64.

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: Μαρία Γερογιάννη,  Ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη γιατί ερωτεύτηκε την Πολυδούρη, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024, σ. 64.

                                                                                 

«Όταν η καρδιά δεν χωρά τον χτύπο της / το ποίημα γράφεται»

 

Η ποιήτρια Μαρία Γερογιάννη, στην τέταρτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη γιατί ερωτεύτηκε την Πολυδούρη» (Μανδραγόρας, 2024), όπως φαίνεται και από τον τίτλο εστιάζει στον έρωτα, κυρίως στον ανεκπλήρωτο ή τον ματαιωμένο και στην ενδοψυχική και διαπροσωπική βίωση της ερωτικής περιπέτειας. Θεάται τα ανθρώπινα συνομιλώντας με ποιητές και λογοτέχνες εστιάζοντας επίσης σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού και στη γυναικεία συνθήκη.

 

Το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου κοσμείται με τον όμορφο ναΐφ πίνακα του Γιώργου Γερογιάννη, συζύγου της ποιήτριας, ο οποίος αναπαριστάνει εικαστικά την ποιήτρια και την ποιητική της παραπέμποντας στο ποίημα «Άτιτλος βίος» (σ. 18).

 

Η προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής: «Όταν η καρδιά δεν χωρά τον χτύπο της / το ποίημα γράφεται» (σ.7) λες και αποτελεί εισαγωγή της ποιητικής συλλογής, ενώ το τελευταίο άτιτλο ποίημα αποτελεί τον επίλογο, όπου αναφέρει: «Γράφεις, / σαν το ράσο του μοναχού / που σαρώνει τον δρόμο // σαν τα τακούνια της τροτέζας / που χαράσσουν τα πάθη» (σ. 58). Και τα δυο μαζί αφορούν σε θεάσεις ποιητικής, που μαζί με το άτιτλο ποίημα ποιητικής «[Στην ποίηση]» (σ. 29)   σκιαγραφούν το ποιητικό της ύφος της Γερογιάννη.

 

Η ποιήτρια μέσα από ολιγόστιχα ποιήματα, άτιτλα και δίστιχα ορισμένα από αυτά, με λόγο ελλειπτικό, υπαινικτικό, με πλούσιες εικόνες και αιχμηρούς υπαινιγμούς σαν το τακούνι της τροτέζας ψάχνει ανάμεσα στο ψυχρό και παγωμένο, το ναρκισσιστικό και το ψεύτικο, στο κενό και το άδικο, στο τραύμα και την απώλεια, να ανασύρει την ομορφιά και το φως. Το στίγμα της ποιητικής της Γερογιάννη δίνεται επίσης από το πρώτο ποίημα της συλλογής:

«Στη Ζωή

Σ’ έναν δίσκο – Ουρανός

Ο ήλιος ένα πιάτο

Φεγγάρι το ποτήρι

Ένα κρίνο – να μας κρίνει!» (σ. 9)

Αφορά σε ένα μεστό ποίημα όπου σκιαγραφείται η ομορφιά της ζωής, με οικονομία λόγου μέσα από υπέροχη εικονοποιία, μεταφορές, παρομοιώσεις και μια παρήχηση, ενώ στην κατακλείδα στη  επίκληση του κρίνου να μας κρίνει, το οποιο συμβολίζει την αθωότητα και την ομορφιά, κυρίαρχα ζητούμενα της ανθρωπινότητάς μας, συμπυκνώνεται η δυστοπία και η ασχήμια που εμείς οι ίδιοι προκαλούμε. Βέβαια γεννάται το ερώτημα, αν το κρίνο και οι συμβολισμοί του, πέρα από το να μας προικίζουν και να λαμπρύνουν τη ζωή και την ύπαρξή μας, θα μπορούσαν να έχουν  κάποια διάθεση ή κάποιο ενδιαφέρον να μας κρίνουν.

 

Το πλούσιο διακείμενο διαφαίνεται αρχής γενομένης από τον πρωτότυπο και αμφίσημο τίτλο της συλλογής. Στο ποίημα «Αλλού» (σ. 33) συνομιλεί με τον Καρυωτάκη εκφράζοντας ερωτήματα σχετικά με την αυτοχειρία του, ενώ η διακειμενική συνομιλία κορυφώνεται στο «Έλεγες» (σ. 53), όπου δίνει το στίγμα του Παπαδιαμάντη, του Παπαντωνίου, του  Σπεράντσα και του Παλαμά μέσα από ένα τετράστιχο για τον καθένα.

 

Η γραφή της Γερογίαννη χαρακτηρίζεται από οικονομία λέξεων και λόγου, πράγμα που έχει θετικό πρόσημο ως προς την πυκνότητα την οποία ενέχει ο ποιητικός λόγος, όπως πχ το δίστιχο που έχει και αφοριστικό χαρακτήρα: «Για όσους προσδοκούν τη δικαίωση –  // Στη γροθιά, το πορτοκάλι στύβεται» (σ. 43) ή η προμετωπίδα της συλλογής που προαναφέραμε. Ωστόσο ορισμένες φορές η υπέρμετρη οικονομία σε συνδυασμό με το κρυπτικό και υπαινικτικό της γραφής της ενδέχεται να δυσχεραίνουν την αναγνωστική πρόσληψη και ερμηνεία κάποιων ποιημάτων σε βάρος της αναγνωστικής εμπλοκής και ευχαρίστησης. Το ύφος της ποιήτριας χαρακτηρίζεται επίσης από υποδόρια ειρωνεία με κάποια αιχμηρότητα με κάποια, δηκτικότητα και διάθεση καταγγελτικότητας, αλλά και λυρισμό κάποιες φορές.

 

Ο έρωτας αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ποιητικής συλλογής. Στο δίστιχο με τίτλο «Έρως» (19)  αποδίδει την ερωτική συγκίνηση με απαράμιλλο λυρισμό: «Έρως// Απ’ όλα τα ουράνια / τα μάτια σου μ’ αρέσουν» (σ. 19). Ένα άλλο ποίημα πλούσιο σε εικόνες, όπου εκφράζει επίσης με λυρισμό τον ερωτικό πόθο αποτελεί το:

«Στέργω

θα κεντήσω ένα φεγγάρι
να στρώσεις στη νύχτα
αδιάβατα σοκάκια σου
θα κεντήσω μια βροχή
να τρυπήσει το σύννεφο
που διψά το άφιλο δέντρο σου
θα κεντήσω λέξεις αγάπης
να υψωθεί ο ουρανός σου

 

—Πόσοι πήχεις το ύψος σου;» (σ. 17)

Ωστόσο με το ερώτημα «—Πόσοι πήχεις το ύψος σου;» της κατακλείδας όπου φαίνεται το ποιητικό υποκείμενο να διερωτάται υπαινικτικά κατά πόσο το ερώμενο πρόσωπο και αντικείμενο του πόθου είναι αντάξιο της ερωτικής συγκίνησης και του πόθου που προκαλεί, υποδηλώνοντας ίσως και  κάποια ενδεχόμενη συνακόλουθη καταβαράθρωση, δημιουργείται η αίσθηση ότι το ουράνιο ερωτικό συναίσθημα που σκιαγραφείται στους προηγούμενους στίχους προσγειώνεται κάθετα, ενώ αντίθετα φαντάζει να του προσδίδεται μια υποδόρια ειρωνική διάσταση.

Τα ποιήματα ψυχοκοινωνικού προβληματισμού και γενικότερων διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων αποτελούν τον δεύτερο άξονα της συλλογής, όπως πχ αυτό με την σπαρακτική κατακλείδα: «Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί // Σάστισε – / Το μαξιλάρι αντί του βρέφους της, κυνηγημένη της σφαγής» (σ. 24) και το καυστικό «Ουδέν κακό» ( σ. 25) που αφορά επίσης στο προσφυγικό. Αρκετά ποιήματα εστιάζουν στο γυναικείο ζήτημα καυτηριάζοντας την καταδυνάστευση της γυναίκας όπως το «Αναφώνησε» (σ. 26) ή το άτιτλο δίστιχο: «Σ’ ένα κορίτσι χάρισαν τον ουρανό – / μαζί δυο μπλε σκουλαρίκια να κρεμαστεί» (σ. 34), ενώ σε κάποια σχολιάζεται και η σκοτεινή πλευρά του ψυχισμού της γυναίκας, όπως στο πυκνό και μεστό ποίημα  «Ω, Κλυταιμνήστρα // Φιλάρεσκα, τους μανδύες φόρεσες / Τον πορφυρό του πάθους / Τον φιλέκδικο – μαύρο» (σ. 37).

Σύμβολά της ποιήτριας ο ουρανός, η πεταλούδα, τα φτερά, το κρίνο, η πέτρα, η παγωνιά. Ωστόσο κυρίαρχο σύμβολό της αποτελεί το φεγγάρι το οποίο επανέρχεται σε αρκετά ποιήματα για να εκφράσει την ερωτική επιθυμία, το ονειρικό του έρωτα και το απρόσιτό του, όπως και το γλυκόπικρό του ή την παγωνιά της ματαίωσής του. Η εκτενής χρήση του φεγγαριού παραπέμπει στη ποιητική συλλογή με τίτλο «Η λεπταίσθητη Λαίδη μου»[1]  της ποιήτριας Βασιλικής Ράπτη, όχι όμως όσο αφορά την λυρική ενατένιση της Ράπτη. Τη Γερογιάννη, μαζί με την τρυφερότητα, τον ερωτικό πόθο και το ερωτικό άγγιγμα, φαίνεται να την απασχολεί περισσότερο να εκφράσει την δυσκολία πραγμάτωσης και τη βίωση ματαίωσης στην διάδραση των ερωτευμένων, που βεβαίως αποτελούν συχνή και επαναλαμβανόμενη συνθήκη στην διανρθώπινη αλληλεπίδραση. Στο ποίημα «Στη Ζωή» το ποιητικό υποκείμενο παρομοιάζει το φεγγάρι με ποτήρι, στη συνέχεια παρατηρείται μια φθίνουσα κλιμάκωση στο «Μή φοβού» πχ γίνεται προσπάθεια να κατευνάσουν οι ανησυχίες μη και αναποδογυρίσει: «Είδες το μισοφέγγαρο;/Έτοιμο ν’ αναποδογυρίσει / Στη μια του άκρη το βάρος των παθών σου. // Εμείς στην άλλη / με άνεμο λεβάντε, σπάρτα και πασχαλιές»  (σ. 11), ενώ στο «Άτιτλος βίος» εκφράζεται η επιθυμία των συντρόφων να πιούν κρασί στο μισοφέγγαρο, παραθέτοντας παράλληλα την διερώτησή τους τί θ’ απογίνει το κρασί «Όταν θα γεμίσει το φεγγάρι» (σ. 18), για να φτάσει τελικά σε ένα «Πολυγωνικό φεγγάρι» (σ. 47) το οποίο το στρογγύλεψε ο ήλιος από φθόνο λιμάροτνάς το.

 

Η ποιήτρια Μαρία Γερογιάννη με την ποιητική συλλογή της ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη γιατί ερωτεύτηκε την Πολυδούρη, καταθέτει τις θεάσεις και τους στοχασμούς της για τον έρωτα, το δύσκολο παιχνίδι της αγάπης και γενικά τη διανθρώπινη προσπάθεια για εγγύτητα, για τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα τόσο στον προσωπικό όσο και στον ψυχοκοινωνικό τομέα, εστιάζοντας υπαινικτικά αλλά και αιχμηρά “σαν χαρακιές τακουνιών τροτέζας” στα σκοτεινά του ανθρώπινου ψυχισμού, αναζητώντας την διανθρώπινη δικαιοσύνη και ισοτιμία, την τρυφερότητα, τον έρωτα και την υγιή αγάπη και απομυθοποιώντας το ουτοπικό και τις ψευδαισθήσεις που μας μπλοκάρουν στην προσπάθειά μας να βγούμε στο φως.

 

 

 

 

*Η Δέσποινα Καίτατζή-Χουλιούμη είναι κλινική ψυχολόγος, γράφει ποίηση και πεζογραφία και μεταφράζει από τα σουηδικά. «Με λένε Εύα» (εκδ. Μανδραγόρας, 2023) είναι το τελευταίο της ποιητικό βιβλίο, ενώ το τελευταίο μετάφρασης είναι η ποιητική συλλογή της Γιλά Μοσάεντ «Αργοπορούν οι λέξεις» (εκδ. Μανδραγόρας, 2024).
[1]          
   Βασιλική Ράπτη, Η λεπταίσθητη Λαίδη μου, Ποίηση, Μελάνι, 2021, σ.50.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.