Υγρά Ταξίδια
Κάθε πρωί ταξίδευε στην ίδια θάλασσα με ένα 51 μπλε. Σαν τις σαρδέλες στο κονσερβοκούτι ήταν παστωμένοι όλοι οι ναύτες πάνω στο γέρικο σκαρί. Ελάχιστοι τυχεροί έβρισκαν μια ξύλινη θέση για τούτο το τριαντάλεπτο ταξίδι. Οι άλλοι κρέμονταν από χειρολαβές καθ’ όλη τη διάρκεια της θαλασσοταραχής, ώσπου να φτάσουν στη Σίνδο. Είχε κι αυτό τη γλύκα του. Η τριβή των σωμάτων νεαρών φοιτητών και φοιτητριών ανέδιδε μια γλυκιά μυρωδιά, που σε συνδυασμό με το κούνημα, παρήγαγε λάγνα υπνωτισμένα βλέμματα.
Εκείνη τη Δευτέρα είχε αργήσει. Το αναθεματισμένο ξυπνητήρι δεν χτύπησε γιατί ξέχασε να το κουρδίσει από βραδύς. Η τιμωρία του ήταν να σκαρφαλώσει μαζί με άλλους τρεις ομοιοπαθείς στα σκαλοπάτια του λεωφορείου και οι πόρτες να μην μπορούν να κλείσουν. «Ας κατέβει κάποιος αλλιώς δεν φεύγουμε», ούρλιαξε ο εισπράκτορας από τη γαλαρία ασφαλής μέσα στο κουβούκλιό του. Έκανε πως γυρίζει πλάτη στην πόρτα και με μια δυνατή σπρωξιά ξεφορτώθηκε τον έναν. Πάτησε αμέσως ο οδηγός, που παρακολουθούσε από τον καθρέφτη, το κουμπί κι έκλεισε την πόρτα, ενώ ο αδικημένος άνθρωπος στη θάλασσα τίναζε τα χέρια του ψηλά σαν να καλούσε σε βοήθεια.
Η μεταβολή που επιχείρησε στα σκαλιά τον έφερε σε απόσταση αναπνοής με μια οπτασία, που πάνω στο άγχος και το στριμωξίδι δεν είχε αντιληφθεί νωρίτερα. Ξανθιά, με λευκό δέρμα και πλούσιο μπούστο, τον περνούσε περίπου ένα κεφάλι. Το δικό του, σχεδόν είχε χωθεί στην κοιλότητα που σχημάτιζαν το πηγούνι, ο λαιμός και το στήθος της. «Το σημερινό δρομολόγιο θα είναι πιο μαρτυρικό από τα προηγούμενα», ψέλλισε.
Το υπερφορτωμένο λεωφορείο, πήρε τη δεξιά στροφή από την Αριστοτέλους προς την Εγνατίας τρίζοντας και όλα τα σώματα έγειραν ταυτόχρονα στα αριστερά. Ο δόλιος έβαλε όση δύναμη είχε στα γόνατα και στους κοιλιακούς για να διατηρήσει εκείνη την ελάχιστη απόσταση των δύο εκατοστών που απείχαν τα χείλη του από το λακκάκι στον λαιμό της. Τα κατάφερε. Όσον αφορά την αφή και τη γεύση θα το πάλευε για τα επόμενα τριάντα λεπτά. Πώς όμως θα διαχειριζόταν τις υπόλοιπες αισθήσεις; Έκλεισε αμέσως τα μάτια του, δεν θα έβλεπε άλλο εκείνα τα δύο αφράτα καρβέλια να ανεβοκατεβαίνουν καθώς εκείνη ανασαίνει ή να χοροπηδούν στις λακκούβες. Έμενε η όσφρηση. Τα χέρια του ήταν κολλημένα στα πλευρά με το ένα να κρατά την τσάντα και το άλλο τον καφέ στο πλαστικό. Αδύνατον λοιπόν να κλείσει τα ρουθούνια.
«Υπομονή», μουρμούρισε. «Κάνε υπομονή και σκέψου κάτι άλλο. Σκέψου κάτι στενάχωρο να καταστείλει τη λίμπιντο που άρχισε να φουντώνει», διέταξε τον εαυτό του. Εύκολο είναι στα είκοσι; «Αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στις Ινδίες», όπως λέει και το άσμα. Κι ας είχε πάρει μια στάση το σώμα του, όπως εκείνη των φακίρηδων, με το ένα πόδι πάνω σε μια πλάκα με καρφιά.
Η όσφρηση είναι μια αίσθηση ταυτοποίησης ουσιών. Συνδέεται με αναμνήσεις, αγγίγματα, εικόνες που δεν ξεθωριάζουν αλλά παραμένουν χαραγμένες στον εγκέφαλο και ανακαλούνται με το κάθε ερέθισμα. Κι αυτή, η ευλογημένη, κατά πως φαίνεται, είχε μπανιαριστεί πρωί πρωί με αφρόλουτρο που είχε άρωμα γάλα με μέλι. Με κλειστά τα μάτια άντε τώρα να μην ονειρευτεί τα λευκά αφράτα καρβελάκια περιχυμένα με μέλι να καταλήγουν πάνω στη γλώσσα του και τον ουρανίσκο να καθαρίζει με ένα φλυτζάνι ζεστό γάλα. Το στομάχι του γουργούριζε. Είχε φύγει νηστικός από το σπίτι, ούτε μπουκιά δεν είχε βάλει πάνω στη βιασύνη του να προλάβει το δρομολόγιο των οκτώ.
Οι σιελογόνοι αδένες ενεργοποιήθηκαν. Άρχισε να πλαταγίζει τη γλώσσα για να εμποδίσει τις σταγόνες να πέσουν στο δέρμα της. «Κάνε πλάκα να με πάρει χαμπάρι κάποιος συνταξιδιώτης», σκέφτηκε, αλλά δεν τόλμησε να ανοίξει τα μάτια για να κοιτάξει τριγύρω. Εκείνη σίγουρα δεν μπορούσε να τον δει, γιατί το ύψος των ματιών της βρισκόταν πολύ πάνω από το δικό του κεφάλι και δεν μπορούσε να σκύψει δίχως να βρει το σαγόνι της πάνω του.
Το λεωφορείο διάνυσε τα εκατοντάδες μέτρα ευθείας στην Εγνατία και πήρε μια αριστερή στροφή για να περάσει μπροστά από τα δικαστήρια. Όλα τα κορμιά έγειραν δεξιά και τρίφτηκαν μεταξύ τους. Κοιλιακοί και προσαγωγοί ενεργοποιήθηκαν και πάλι επιτυχώς. Κατάφερνε να κρατήσει σε απόσταση το κεφάλι του από το στέρνο της, αλλά το υπόλοιπο σώμα του, από τον λαιμό και κάτω, ήταν στο έλεος της τριβής, αφού δεν μπορούσε να κρατηθεί από κάπου με τα χέρια. Εκείνη αμέσως μετά τη στροφή έβγαλε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό. Η φωνή της ήταν λεπτή και ηδονική. Ενώ ένα καυτό κύμα αέρα από τον στόμα της χάιδεψε τα μάγουλά του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Μήπως ήταν η φαντασία του που οργίαζε; Όπως όλες εκείνες τις φορές που ήταν σε σχέση με τη Βάσω, την Ολυμπία, τη Σόφη, την Αγνή, ενώ εκείνες δεν είχαν ιδέα;
Στα επόμενα φανάρια, μετά από τα δικαστήρια, που το αστικό φρέναρε απότομα στο κόκκινο, άφησε ελεύθερο το κάτω μέρος του σώματός του για δοκιμή. Η φωνούλα της για άλλη μια φορά έφτασε στα αυτιά του. Από εκεί και πέρα χαλάρωσαν οι κοιλιακοί μαζί με όλους τους μύες, εκτός από έναν. Η διαδρομή, αφού βγήκαν από τη Θεσσαλονίκη, θα διαρκούσε άλλα δεκαπέντε λεπτά. «Θα είναι το ομορφότερο ταξίδι που έχω κάνει…», μονολόγησε, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, το σκαρί άρχισε να μπάζει νερά. Ένιωσε να μουσκεύει ως τη μέση. Πετάχτηκε πάνω αναμαλλιασμένος και κατακόκκινος. Το ρημάδι το ξυπνητήρι παρέμενε ξεκούρδιστο πάνω στο κομοδίνο κι εκείνος έπρεπε να βρει μια δικαιολογία για να πει στον πατέρα του, αφού έχασε την εξέταση του μαθήματος της καταλογογράφησης.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Πασχάλης Κατσίκας (Reutlingen της Γερμανίας, 1971), κατάγεται από την Κίρκη του Έβρου και ζει στην Κομοτηνή. Είναι υπεύθυνος της Βιβλιοθήκης του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, συντάκτης στα περιοδικά Εξιτήριον, Λογοτεχνικό Δελτίο και μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, στην εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Τεταρτημόρια (Παρατηρητής της Θράκης, 2019), Ρετάλια (Γράφημα, 2020), Το κοιμώμενο τσίρκο (Εξιτήριον, free e-book, 2021 & Ιδιωτική έκδοση), Τα κόκκινα πουλιά (Δρόμων, 2022), Νήσος Κίρκη (Δρόμων, 2024).