You are currently viewing Μαριανίνα Βεντούρη: Ποίηση και εξέγερση

Μαριανίνα Βεντούρη: Ποίηση και εξέγερση

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον ματωμένο Νοέμβρη του 1973, ως συγκλονιστικό και ηρωικό γεγονός κατά της χούντας των συνταγματαρχών, επηρέασε και επηρεάζει βαθιά την ελληνική πραγματικότητα και φυσικά, την ελληνική ποίηση.

 

Η Ποίηση είναι το τραγούδι της ψυχής αλλά και της Ιστορίας.

Μέσω των δημιουργών της, η ποίηση αλληλεπιδρά με την κοινωνία σε κάθε σημαδιακή ή κρίσιμη στιγμή. Τα γραπτά έργα μένουν για να μνημειώσουν τα γεγονότα και να τα παραδώσουν στις επόμενες γενιές που δεν τα έζησαν μα οφείλουν να τα γνωρίζουν.

 

Μέσ’ απ’ την ψυχή τους, οι ποιητές εξέφρασαν την οδύνη αλλά και τον θαυμασμό τους για τους ήρωες, νεκρούς και ζωντανούς, εκείνων των ιστορικών ημερών. Άφησαν ταυτόχρονα μια παρακαταθήκη και ένα μάθημα -γιατί κάθε ποίημα είναι ένα μάθημα- σε όλους τους επόμενους που θέλουν να λέγονται ποιητές /ποιήτριες.

 

Θα συνοψίσω τη ζωή και τη θυσία του Διομήδη Κομνηνού μιας κι αναφέρεται ονομαστικά σε ορισμένα ποιήματα.

 

Ο Διομήδης Κομνηνός (1956 -1973) ήταν Έλληνας μαθητής Λυκείου και o πρώτoς ή από τους πρώτους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Με καταγωγή από την Κύπρο, πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Αθήνα ενώ είχε ήδη περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου με υψηλούς βαθμούς, λίγο πριν τον θάνατό του.

 

Τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1973, ο Διομήδης Κομνηνός βρισκόταν ανάμεσα σε εκατοντάδες διαδηλωτές στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του ως τραυματιοφορέας όταν πυροβολήθηκε θανάσιμα στην καρδιά από  άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Εξέπνευσε πριν διακομιστεί στο Νοσοκομείο.

 

«Μεταξύ φονευθέντων», έλεγε η επίσημη ανακοίνωση της χούντας, «είναι και ο Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με βεβαρημένο παρελθόν».

 

Η κηδεία του έγινε σε μία έρημη γωνιά του νεκροταφείου της Αθήνας, με άκρα μυστικότητα και παρουσία λίγων συγγενών. Ωστόσο, μετά την πτώση της δικτατορίας, στο μνημόσυνό του παραβρέθηκε πλήθος κόσμου για να τον τιμήσει ως ήρωα.

 

Ο πατέρας του, Ιωάννης Κομνηνός, έγραψε έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του γιου του:

 

«Διομήδη,

 

Ο σπαραγμός είναι βύθισμα της λέξης στο πηγάδι της νύχτας

Ενώ η θυσία σου είναι η ολόφωτη τοποθεσία της αθανασίας

Δεν έχεις καμία σχέση με φθορά και στάχτη

Η θυσία σου είναι η φωτεινή πορεία του ζωντανού πάνω στη γη των πεθαμένων»

 

 

Στον Διομήδη Κομνηνό, έχουν αναφερθεί ονομαστικά οι εξής:

Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα “Το αγόρι και η πόρτα”, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής σε ένα ποίημα της συλλογής του με τίτλο “Ρεπορτάζ από έναν ζεστό Νοέμβρη”, ο Ανέστης Ευαγγέλου στο ποίημα “Διομήδης Κομνηνός”, ίσως και η Λένα Παππά τον υπονοεί στο ποίημα της με τίτλο

“Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου”.

 

 

Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής: Για τον Διομήδη Κομνηνό, τον πρώτο νεκρό, ετών 17

 

Βεβαίως είχε βεβαρημένο παρελθόν ο Διομήδης.

 

Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του

φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,

 

δέκα χρονών, ξυπόλυτος,

με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,

βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,

στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.

 

Στα δεκαεπτά μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:

ψωμί – παιδεία – ελευθερία.

 

*

 

Ανέστης Ευαγγέλου: Διομήδης Κομνηνός

 

“Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιο-

φορέας, γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα της Μεγάλης Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73,

στο Πολυτεχνείο”

Οι εφημερίδες

 

Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,

εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω

επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν

των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ

να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο

κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.

 

Καθώς

πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,

βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου

και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή

γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

 

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,

έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,

που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους

κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες.

 

*

 

Γιάννης Ρίτσος: Το αγόρι και η πόρτα

 

Εκεί που έπεσε

είναι μια κόκκινη λίμνη,

ένα κόκκινο δέντρο,

ένα κόκκινο πουλί.

 

Σηκώθηκε όρθια

η πεσμένη καγκελόπορτα-

χιλιάδες άλογα.

Λαός καβαλίκεψε.

 

Κομνηνέ! – φωνάξαμε.

 

Γύρισε και μας κοίταξε

δε φορούσε επίδεσμο

ούτε στεφάνι.

Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα

και μαύρα, πιο μαύρα

– καλπασμός, – η ιστορία

 

Να προφτάσουμε.

 

*

 

Λένα Παππά:

Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

 

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα

κείτεται

-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-

για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,

και συ στο σπιτάκι σου,

μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι

και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

 

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,

η άνοιξή του παίζει μα δεν τηνε ξέρει πια.

Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,

γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.

Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο

Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,

για να ‘χουν τα παιδιά μας τον δικό τους ήλιο…

 

*

 

Κι ένα δικό μου ποίημα για τον Κομνηνό, το οποίο υπάρχει στην τελευταία μου συλλογή, με τίτλο ΚΥΚΛΑΔΟΣΥΝΗ, εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, 2024

 

16 προς 17 Νοέμβρη

 

Ο Κομνηνός με κοιτάει πίσω απ’ τα μεγάλα μυωπικά του γυαλιά

 

Τον κοιτάζω κι εγώ που καπηλεύτηκα τον αγώνα και τη θυσία του (όπως όλοι)

 

Μα γίνεται να κοιτάζονται δυο άνθρωποι μέσα από μια φωτογραφία και μια οθόνη;

 

Γίνεται.

 

Η πύλη κοκκινίζει από τα γαρύφαλλα.

 

Πιο αποκλεισμένη, πεθαίνω.

Πιο ζωντανή, απελπίζομαι.

 

 

 

 

© Μαριανίνα Βεντούρη, Ποιητική συλλογή «Κυκλαδοσύνη», σελ.54

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.