Η αγωνία αυτή έγινε κιόλας πενήντα χρονών. Και δεν κατάφερε ακόμη να γίνει μνήμη. Δεν πέρασε ποτέ στο παρελθόν. Μόνο ζει και ζει και ξαναζεί.
Ο λόγος για το μακρινό στη σπείρα του χρόνου κυπριακό καλοκαίρι του 1974 και την ξαναγέννησή του κάθε Ιούλιο μισό αιώνα τώρα, το οποίο μεταγράφεται στο ποιητικό παλίμψηστο[1] των Αγωνιών της Δήμητρας Δημητρίου, που κυκλοφόρησαν το 2023 από τις εκδόσεις Σμίλη. Ένα βιβλίο προϊόν ιστορικής συνείδησης, άρτια ποιητικό, από τα ελάχιστα που μπορούν, πληρώντας κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο τον όρο της λογοτεχνικότητας[2], να ενταχθούν στην αναρίθμητη σε έργα κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή με θέμα το τραύμα του 1974.
Οι Αγωνίες όμως λειτουργούν σε μια κλίμακα πολύ υψηλότερη από αυτό. Στη σημερινή ημικατεχόμενη Κύπρο, της ασυδοσίας, της παρανομίας και της διαφθοράς[3], των μεγάλων πανηγυρικών των αλληλοβασταζόμενων πολιτικών και των πάσης φύσεως πανηγύρεων, των κραταιών κομφορμιστών και αποίητων ποιητών, που αλληλολιβανίζονται και καρναβαλίζουν σε μέγαρα, ανασηκώνοντας τα παραδιδόμενα από αυτόκλητους κριτικούς επιτροπών βραβεία, οι Αγωνίες μάς αποκαθαίρουν. Εμβάλλουν μέσα μας την κατατυράννηση του αδικαίωτου ανθρώπου, μας καθιστούν σώμα του και μας εξηθικεύουν. Αναδύουν την αγωνία και αναδύονται από αυτήν, διαστέλλοντάς την ποιητικά και εναποθέτοντάς την ευλαβικά μέσα μας, σ’ έναν τόπο κοινό, τον τόπο της πρωταρχικής μας αθωότητας, εκεί που ο άνθρωπος ορίζεται ακόμη ως ψυχή, όχι ως πνεύμα, σε «άμεση ενότητα με το φυσικό του είναι»[4], το σώμα. Σ’ αυτήν, την πρώτη αθωότητα, θα διαβάσετε για τα παιδιά που γίνονται βίαια γυναίκες, με μια κραυγή, και για τις γυναίκες που γίνονται ξανά απ’ τον τρόμο παιδιά.
Όλα αυτά στην πρώτη ενότητα του έργου, που συγκεντρώνει τριάντα μία αφηγήσεις κοριτσιών και γυναικών, ηλικίας από δώδεκα έως ογδόντα χρονών, που βιάστηκαν από τους Τούρκους εισβολείς στην Κύπρο το 1974 και για τις οποίες όχι μόνον «δεν γράφτηκε ποτέ κανένα κεφάλαιο δόξας»[5], αλλά, αντίθετα, η χλεύη, η λοιδορία και το όνειδος περίσσεψαν. Κορίτσια και γυναίκες που διώχθηκαν ως μιάσματα και κράτησαν επί μακρόν ή διά βίου το στόμα τους κλειστό σε μια κοινωνία πολύ περισσότερο ντροπιαστική από ό,τι ντροπιασμένη από το πιο φρικτό, άνομο κι ανομολόγητο έγκλημα πολέμου και σε μια πολιτεία καταφανώς ανεπαρκή, αμήχανη και σαστισμένη, που έσπευσε να εξαφανίσει με κάθε τρόπο και το τελευταίο ίχνος ντροπής της:
«Ο Ερυθρός Σταυρός μάς έστελνε χάπια για τις εγκυμοσύνες. Μιφιπεστρόνη και μισοπροστόλη. Αυτά τα φάρμακα προκαλούν κράμπες και έντονη αιμορραγία, τερματίζουν οριστικά την κύηση. Δεν χρειάζεται αναισθησία και άρα προσφέρουν πλεονέκτημα. Μας άφηναν και από την Εκκλησία. Τα πήρα με αργές γουλιές, τα ρίσκα θρόμβωση και μόλυνση, οι πολύ δυνατοί πόνοι και κάποιες καταθλιπτικές τάσεις. Οι εμετοί κράτησαν για μέρες. Συνοπτική άμβλωση χωρίς ανθρώπινη παρεμβατικότητα. Καμιά ανθρώπινη παρεμβατικότητα. Κανείς δεν παρεμβαίνει, εννοώ. Η μήτρα “αδειάζει”. Ήμουν η ντροπή της οικογένειας. Και τώρα είμαι.»[6].
Οι αφηγήσεις των Αγωνιών Ι, περιγράφοντας τη σκληρή πραγματικότητα των παρεπόμενων βαθιών εσωτερικών τραυμάτων του 1974, συγκλονίζουν και καθιστούν τον αναγνώστη τους οιονεί συνένοχο για την εκκωφαντική σιωπή που τα έκρυψε, μη επιτρέποντας ούτε στον ελάχιστο βαθμό ένα κάποιο είδος επούλωσης.
Ως γνωστόν, το δράμα πολλών από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού κατά και μετά την τουρκική εισβολή συντελέστηκε σε στρατόπεδα κράτησης γυναικόπαιδων, όπως αυτά της Βώνης στην επαρχία Λευκωσίας και άλλων χωριών κυρίως της επαρχίας Αμμοχώστου, όπου, σύμφωνα με μαρτυρίες, διαπράχθηκαν συστηματικοί βιασμοί από τον τουρκικό στρατό. Μετά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός της 16ης Αυγούστου 1974, οι εγκλωβισμένες αυτές γυναίκες απελευθερώθηκαν κατά διαστήματα, μια απελευθέρωση που διήρκεσε μέχρι τα μέσα του έτους[7]. Φτάνοντας στις ελεύθερες περιοχές, καλούνταν να καταθέσουν ενώπιον κρατικών λειτουργών ή λειτουργών του Ερυθρού Σταυρού τα όσα υπέστησαν ως κρατούμενες. Η ομολογία του τραύματος του βιασμού κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν, πόσω δε μάλλον σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον όπως αυτό της αγροτικής Κύπρου της δεκαετίας του ’70 του περασμένου αιώνα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές δεν μπόρεσαν να ομολογήσουν τα δεινά τα οποία έζησαν στα χέρια των Τούρκων κατακτητών. Το ειδεχθές έγκλημα και τα θύματά του έμειναν στο περιθώριο της κυπριακής τραγωδίας και δεν αναγνωρίστηκαν από την πολιτεία παρά σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια μετά, το 2016.
Οι Αγωνίες αναφέρονται υπό το πρίσμα αυτό σε υπαρκτά πρόσωπα και πραγματικά γεγονότα, πρόκειται δηλαδή για μαρτυρίες οι οποίες λειτουργούν αφορμητικά και εμβολιάζονται στο πεδίο της λογοτεχνικότητας με φανταστικά στοιχεία[8], για να καταγραφούν μ’ έναν υφολογικά suis generis τρόπο, αυτόν του υπαινιγμού και της λανθάνουσας μακροθυμίας των απλών, άσημων, καθημερινών λέξεων, όπως ακριβώς θα μπορούσε να χαρακτηριστούν οι ταπεινές ηρωίδες τους. Όπως ομολογεί η ίδια η ποιήτρια[9], τέτοιες μαρτυρίες εντόπισε, μετά από έρευνα, σε αρχεία των βρετανικών βάσεων, στον ημερήσιο, ξένο και ημεδαπό, τύπο και το διαδίκτυο, στα πρακτικά των συνεδριάσεων της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και στα βιβλία, μεταξύ άλλων, της Σοφίας Ιορδανίδου Νταλγκά νταλγκά – Κύματα κύματα. Η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο (Α. Α. Λιβάνη, 1998), όπου συγκλονίζουν όσα αναφέρει ο αξιωματικός το 1974 του τουρκικού στρατού Γιαλτσίν Κιουτσούκ, ο οποίος έλαβε μέρος στην εισβολή και σήμερα ζει εξόριστος στη Γερμανία, της Τουρκοκυπρίας δημοσιογράφου Sevgul Uludag Τα στρείδια που έχασαν το μαργαριτάρι τους (ΙΚΜΕ, 2003), Bloody truth[10] (Movement for Freedom & Justice in Cyprus, 2009), όπου παρατίθενται αποσπάσματα από την έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις θηριωδίες των Τούρκων εισβολέων στην Κύπρο και καταγράφεται σωρεία μαρτυριών για βιασμούς και κακοποιήσεις γυναικών[11], και του Χρύσανθου Χρυσάνθου Ο άλλος πόλεμος των γιατρών το 1974 (Ιατρικός Σύλλογος Λευκωσίας-Κερύνειας «Ιπποκράτης», 2015).
Οι ευθείες συνδέσεις και συνάψεις με γεγονότα που μαρτύρησαν είτε οι πρωταγωνιστές τους είτε οι μνήμονες επί μακρόν αυτών στις ποιητικές αφηγήσεις της Δήμητρας Δημητρίου, η καθεμιά από τις οποίες επιγράφεται με το μικρό όνομα του μάρτυρά τους, Άννα, Σοφία, Ηρούλα, Αγνή, Βασιλική, Τασία, Κατερίνα κ.λπ.[12], παραπέμπουν στην ιστορική ποίηση, ένα υποείδος της ποίησης, κατ’ αναλογίαν αυτού του ιστορικού μυθιστορήματος στην πεζογραφία, που αρύεται το αντικείμενό της από μεγάλα ή και μικρά ιστορικά γεγονότα. Το είδος έχει έντονο αφηγηματικό χαρακτήρα, χρησιμοποιεί συχνά, αν και όχι πάντα, μία φωνή, γραμματικά αυτήν του πρώτου προσώπου του ενικού αριθμού, πίσω από το οποίο δεν κρύβεται ο ποιητής αλλά ο μαρτυρών, αυτόπτης ή αυτήκοος, το γεγονός, που συχνά είναι ο ίδιος ο παθών. Η ιστορία των βιασμών στις Αγωνίες μικρή ως προς την εμβέλειά της στο γενικό σύνολο των μεγάλων παθών του ’74, πεσόντες, δολοφονηθέντες, εγκλωβισμένοι, πρόσφυγες, αγνοούμενοι, δεν χρησιμοποιείται συμβολικά, όπως λόγου χάριν τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, στην ποίηση του Σεφέρη ή και του Καβάφη, για να παραλληλίσει το παρελθόν με το παρόν και να προοιωνισθεί το μέλλον, να μεθερμηνευτεί και να νουθετήσει, να διδάξει και να υποδείξει, να καταδικάσει και να προμηνύσει. Η ιστορία στις Αγωνίες μεταγράφεται σε ποίηση, ιστορούμενη διά της ενδότερης φωνής της δημιουργού τους, μια φωνή η οποία λανθάνει μέσα στην αφήγηση, για να αφήσει τις πρωταγωνίστριες της ιστορικής στιγμής να μιλήσουν οι ίδιες για τον εαυτό τους.
Λυγίζοντας υπό το αβάσταχτο βάρος του βιώματός τους, αλλά και αυτής της ίδιας της εκστόμισής του, η αφήγηση των Αγωνιών σταματά απότομα, σχεδόν διακόπτεται, περιερχόμενη σε έναν γοερό κοφτό λυγμό που δεν ολοκληρώνεται ούτε κι αυτός, μένοντας μισός και μετέωρος. Η αφήγηση τελειώνει, αλλά η ιστορία συνεχίζεται πέρα από αυτήν, η αφήγηση είναι μονάχα ένα μέρος της, κι ο αναγνώστης ακολουθεί φαντασιακά τη συνέχειά της, μια συνέχεια ακόμη πιο οδυνηρή, γι’ αυτό και αναφήγητη:
«Με έβαλαν να τρέχω μέσα στην αυλή του σπιτιού μου γυμνή. Να τρέχω, όταν έδιναν το σύνθημα, και να σταματώ. Στο επόμενο σύνθημα να τρέχω πάλι προς τα πίσω. Τζαι ξανά π’ αρκής. Οι συσπάσεις με γονάτισαν. Ο ένας, που ήταν συγχωριανός μου, έφερε έναν κουβά με νερό και με περιέλουσε στο πρόσωπο: “Τώρα να δεις τι θα γίνει”.»[13].
Η αίσθηση του ανοικτού τραύματος επιτείνεται. Η λογοτεχνία δεν εφορμάται απλώς από την ιστορία, αλλά, αποτελώντας την εξ ανθρώπου μαρτυρία της, και όχι την εξ ιστορικού κατόπτευση και καταγραφή της, τη δραματοποιεί και κατά τούτο προσιδιάζει στην αρχαία τραγωδία. Ξεκλειδώνει πλευρές και εκδοχές της που αγνοήθηκαν ή παραθεωρήθηκαν και μιλά για όσα, σκόπιμα ή μη, κρατήθηκαν στο σκοτάδι και παρασιωπήθηκαν.
Το περιφλεγές και καταγγελτικό έργο των Αγωνιών της Δήμητρας Δημητρίου συναντάται και διασταυρώνεται με την ομότιτλη σειρά των εμβληματικών έργων του μεγάλου Κύπριου ζωγράφου Αδαμάντιου Διαμαντή. Στις συνολικά δέκα «Αγωνίες» του Διαμαντή, που αρχίζουν να δημιουργούνται το κρίσιμο συνταγματικά για την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας 1963 και ολοκληρώνονται το 1977, μετά την καταστροφή, στην κατοχή, απεικάζονται εξπρεσιονιστικά γυναικείες φιγούρες, παιδιά και κατσίκες σε αγωνία, καθώς οι πρώτες προσπαθούν να προστατέψουν τα παιδιά και τα ζώα τους. Στις Αγωνίες της Δημητρίου δεσπόζουν επίσης γυναίκες, παιδιά, και κατσίκες σε αγωνία, καθώς βιώνουν τη φρικαλεότητα της βίας μέσα και επάνω στο σώμα τους. Οι αζωγράφιστες εν προκειμένω μορφές τους αποδίδονται και εδώ στην ίδια ατμόσφαιρα, της αγωνίας, εξπρεσιονιστικά[14]. Η αγωνία είναι ο κοινός παρονομαστής του εξπρεσιονιστικού χαρακτήρα των δύο συνθετικών έργων. Η Δήμητρα Δημητρίου το γνωρίζει κι ακολουθεί συνειδητά το δύσκολο διάβα του μεγάλου Κύπριου ζωγράφου:
«Στην αυλή της εκκλησιάς. Στην αυλή της εκκλησιάς. Ξανά στη μάντρα. Στο καφενείο. Και πάλι στη μάντρα. Το υγρό έσταζε από τον κόλπο της ωσεί θρόμβοι αίματος. Κανείς Χριστός εκεί, καμιά θυσία. Ουδείς βωμός σφαγίου. Αγωνία μανιχά. Γυναίκα σφίγγει στον κόρφο κατσικάκι μικρό και λαβωμένο. Εξπρεσιονισμός σε μπλε φόντο. Μπλε φόντο με βράχια και αναταραχή σε δεύτερο πλάνο. Στο βάθος Κύπρος.»[15].
Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Ελένη Νικήτα, η εικαστική πορεία του Διαμαντή προς τις «Αγωνίες» άρχισε, όταν, όντας μαθητής ακόμη, προσπάθησε να αποτυπώσει ζωγραφικά την αγωνία προς τον θάνατο των «Αστών του Καλαί» του Ογκίστ Ροντέν, όταν έπειτα, ως φοιτητής, αντέγραψε την «Αγωνία στον κήπο της Γεσθημανής» του Ελ Γκρέκο κι όταν αρκετά αργότερα συνομίλησε με τον Πικάσο και πρωτίστως με το εμβληματικό του έργο «Γκουέρνικα»[16], όπου κυριαρχούν οι γυναικείες μορφές σε πλήρη διάταση και αγωνία με ανοιγμένα στόματα και γλώσσες αιχμηρές, σκυμμένες πάνω από παιδιά κι ανάμεσα σε ζώα χαμένα στην ίδια αγωνία.
Κατ’ αναλογίαν, στις δικές της Αγωνίες η Δήμητρα Δημητρίου συνομιλεί σε έναν ενδοποιητικό πολυεπίπεδο διάλογο με τον Κύπριο διαλεκτικό ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη («[…] Το απόγευμα, έλεγε, θα επιστρέφαμε. “Το απόγευμα”. Το απόγευμα. Βούττημαν ήλιου. Φύγαμε άρον άρον το πρωί, περιμέναμε να δύσει ο ήλιος. Ήμασταν καθισμένοι πάνω σε μια κουρελούδα στο περιβόλι του Στασή, του αδελφού της Ναταλίας. Ο λίβας έκαιγε το δέρμα, έκανε άνω-κάτω τα σπαρτά, καψάλιζε τα δέντρα. Έκοψέν μας η μάνα μου ’πού μιαν κόρταν ψωμί. Επεράσαν ’πού μέσα στα μποστάνια. Εδήσαν μας το στόμα τζαι τα μάθκια. “Μεν περαρκείς, μανά, μεν περαρκείς”. “Έν’ φούχτα χώμαν”, κόρη μου. Εν ημπορούν πιον να σε παιδεύκουν.»[17]), τον Κωστή Παλαμά («[…] Άξαφνα ορμήσαν κατά πάνω μου κάτι σκυλιά. Έδειχναν τα δόντια τους γρυλίζοντας. Λυσσομανούσε γάβγισμα που έβγαινε απ’ τον λάρυγγα, καθώς το σάλιο τους κολλούσε στα μαλλιά και τα πνευμόνια μου. “Αέραˮ, φώναξα, “αφήστε με να αναπνεύσωˮ. Οι μουσούδες χτυπούσαν ρυθμικά στο σώμα μου, σαν ανθρώπινη γροθιά. Ρουθούνιζαν ιδρωμένα. Ευτυχώς βρέθηκε ένας Τούρκος αξιωματικός και τους σταμάτησε. Τους έβαλε την μπούκα του όπλου στο κεφάλι: “Όσοι άνθρωποι λογιέστε, ό,τι είστε μην ξεχνάτε, δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα, όχι. Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί”. Μου έβαψε το πρόσωπο με κάρβουνο. “Κρύψου”, μου έγνεψε, “να μη σε δουν”[18]), τον Κ. Π. Καβάφη («Αργά ή γρήγορα/ οι βάρβαροι κάποτε θα φύγουν. / Και τότε τι θα γίνει με τις εκτρωτικές μου βλέψεις; / Το ου κλέψω, ου μοιχεύσω, ου ψευδομαρτυρήσω / ουδέ γυναικί πεσσόν φθόριον δώσω / έναν υιόν και και μονογενή μόνον να αποκτήσω / ύπανδρος ή ανύπανδρος τα δικαιώματά μου μην καταχραστώ / και την κοινωνική μου θέση να τιμήσω / μα τον Απόλλωνα και τον Ασκληπιόν και θεούς πάντας / σε γάμου κοινωνίαν να περιέλθω / και εξώγαμον ουκ αναθρέψω/ την αξιοπρέπειαν του πατρός μου να μην πλήξω/ και βίον ανθόσπαρτον να ζήσω; / Γιατί όταν μείνουμε κάποτε χωρίς βαρβάρους / –ας υποθέσουμε ότι αυτό θα συμβεί κάποτε, έστω– / ποιος θεός θα μπορέσει να σας προστατεύσει πλέον/ από εμένα;»[19]), τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («[…] Τζείνην επήραν την στο δωμάτιο. Εδήσαν την πόρτα με λιμιστήρα. Το τζόκεϊ τούς έκρυβε τα μάτια. Ο χαρτωμένος της εν εξανάρτεν να τη γυρέψει. Επήρεν μετά, λαλούσιν, μιαν κοπελλουρούαν ’πού τη Χώρα. Ο άρκος τής γλείφει ευλαβικά τα κρινοδάχτυλα, κάποιες ζεστές νύχτες καλοκαιριού, το σούρουπο, στις πέντε η ώρα που βραδιάζει.»[20]) και ακόμη τον Λεόντιο Μαχαιρά, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και πολλούς άλλους.
Οι απηχήσεις προγενέστερων μεγάλων δημιουργών και στα δύο έργα, το εικαστικό του Διαμαντή και το ποιητικό της Δημητρίου, λειτουργούν ως διακινούσες τις ίδιες «νάρκες του άλγους»[21]. Κατ’ αυτή την έννοια, δεν κερδίζουν χάνοντας, δεν πλησιάζουν φεύγοντας, δεν ζουν πεθαίνοντας[22], υπερβαίνουν την αγωνία της οφειλής στους προγόνους, χωρίς να αναμετρώνται με αυτούς, και τους δεξιώνονται.
Μισό αιώνα μετά τη δημιουργία του κυπριακού τραύματος, που μεθίσταται από γενιά σε γενιά αθεράπευτο, η Δήμητρα Δημητρίου, η οποία ανήκει στη δεύτερη μεταεισβολική γενιά, δεν φτάνει «αργοπορημένη» έως εμάς, κατά την έννοια που αποδίδει στον χαρακτηρισμό αυτόν ο Harold Bloom, ήτοι της καθυστερημένης γέννησης του δημιουργού μέσα στη μακρά ιστορία της επί παντός υποστατού και ανυπόστατου ομιλούσας τέχνης του λόγου, μια καθυστέρηση η οποία υπονομεύει το έργο του και την αυθεντικότητά του[23], αλλά καταφέρνει να διαυγάσει με το ιδιαίτερο βαθύ της βλέμμα τον ενσώματο πόνο του τόπου της και τις πολλαπλές μεταστάσεις του στον χρόνο. Κατά τούτο, οι Αγωνίες είναι η ιστορία της προδομένης ξανά και ξανά Κύπρου που μας κυκλώνει σπαρακτικά, που μιλά με τρυφερότητα και απαρηγόρητη ευαισθησία[24] για το μεγάλο τραύμα στο σώμα της και του καθενός από εμάς που δεν φρόντισε ποτέ κανείς.
Όχι, «δεν είναι βιβλίο αυτό. Πώς είναι βιβλίο; Αφού είναι μια φωτιά μέσα, ένα κάλεσμα αγώνα, μια αντίσταση στη φθορά, ένα όχι στην εισβολή.[25]». Πώς είναι βιβλίο, «όταν είναι μπουρλότο, από αυτά που βάζει στις ναυαρχίδες ο Κανάρης κι έπαιρναν φωτιά! Κι αυτό είναι βιβλίο; Όλα είναι βιβλία; Κι αυτό βιβλίο;»[26].
Όχι, αυτό δεν είναι βιβλίο. Είναι η φωτιά που κορώνει πενήντα χρόνια τώρα τα σωθικά μας κι όλα τα αδικαίωτα μέσα τους, τόπους κι ανθρώπους, σαν την πυρκαγιά που έκαψε το στήθος του Αρσέν:
Σας έχω φέρει εύφλεκτα υλικά και προσανάμματα.
Έχω μεταφέρει σε τόπο χλοερό μανάδες, παιδιά, παπάδες,
τους Αγίους,
τα κονίσματα και τα λάβαρα που θα κάψετε.
Θειάφι, πίσσα, φώσφορο, χύτρες γεμάτες πήλινες
έχω ζωστεί πυρπολικά και εύκαυστες
ουσίες
και τρώγω βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Ανάψτε τα πυρά![27]
Είναι πραγματικά λυπηρό που η πολιτεία και οι θεσμοί δεν απέδωσαν ακόμη τα οφειλόμενα σε αυτή την εναγώνια για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας τίμια στην ιστορία και τη λογοτεχνία μας προσκομιδή.
[1] Βλ. Γιώργος Γεωργής, Παρουσίαση του βιβλίου της Δήμητρας Δημητρίου Αγωνίες, Νέο Δημαρχείο Λευκωσίας, 15 Σεπτεμβρίου 2023 < https://youtu.be/fvAPbqgws_o?feature=shared >.
[2] Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Λευτέρη Παπαλεοντίου, οι Αγωνίες της Δήμητρας Δημητρίου αποτελούν «μια από τις πιο δυνατές και σημαντικές ή συγκλονιστικές λογοτεχνικές καταθέσεις για το τραύμα του ’74 (και όχι μόνο γι’ αυτό)», βλ. σχετικά του ιδίου «Η λογοτεχνία στην Κύπρο ανθίζει!» < https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=pfbid02ycRMGpoDm3wp27bFBKygLuA7XqFU3KfbdybHehEx7563p551k59ujqwQgHB71UWxl&id=100009856698878 >.
[3] Ό.π.
[4] Βλ. Søren Kierkegaard, Η έννοια της αγωνίας [Begrebet Angest, 1844], (μτφ. Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη, 1971) 52.
[5] Βλ. Δήμητρα Δημητρίου, «Αυτό που συμβαίνει διαχρονικά στην Κύπρο είναι ένας βιασμός», Συνέντευξη στον Γιώργο Σαββινίδη (Φιλελεύθερος, 12 Σεπτεμβρίου 2023) < https://www.philenews.com/politismos/prosopa/article/1383122/dimitra-dimitriou-afto-pou-simveni-diachronika-stin-kipro-ine-enas-viasmos/ >.
[6] Βλ. Δήμητρα Δημητρίου, Αγωνίες (Σμίλη, 2023), «Δώρα», 30.
[7] Βλ. Λουκιανός Λυρίτσας, «Κύπρος: Οι ανομολόγητοι βιασμοί γυναικών από τους Τούρκους το 1974» (Voria.gr, 14 Αυγούστου 2024) < https://www.voria.gr/article/kipros-i-anomologiti-viasmi-ginekon-apo-tous-tourkous-to-1974 >.
[8] Βλ. Δημητρίου, ό.π. (αρ. 6) 169.
[9] Βλ. Δημητρίου, ό.π. (αρ. 5).
[10] Βλ. Bloody truth 1955-1974, Part two, D3 “The rapes of the Greek Cypriot young girls, mothers and greandmothers”, “Turk atrocities: What secret report reveals”, ιδίως 350-356.
[11] Βλ. και Sunday Times, 23/11/1977, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε η έκθεση.
[12] Ανάλογο φαινόμενο απαντά στην ποιητική συλλογή της Ρίτας Μπούμη-Παπά Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1964), που αναφέρεται ονομαστικά μνημονεύοντας κι αποτείνοντας φόρο τιμής στα χίλια κορίτσια με τα «τρυπημένα στήθη» που καταδικάστηκαν σε θάνατο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1947-1949) και εκτελέσθηκαν. Βλ. σχετικά Άννα Γρίβα, «Η ποίηση και το αποσιωπημένο τραύμα» (Poeticanet.gr, 30 Οκτωβρίου 2024 ) < https://www.poeticanet.gr/article.php?id=2515 >. Το έργο της Μπούμη-Παπά ανεβάστηκε με επιτυχία στο θέατρο στη Ρωσία υπό μορφή θεατρικών μονολόγων σε μετάφραση Άννας Αχμάτοβα. Ανάλογη μεταφορά στη θεατρική σκηνή εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς και για το εξεταζόμενο εδώ έργο της Δημητρίου.
[13] Βλ. Δημητρίου, ό.π. (αρ. 6), «Αγνή», 16.
[14] Ο εξπρεσιονισμός στις διάφορες μορφές τέχνης, στον καμβά, στο χαρτί, στην παρτιτούρα, στη σκηνή κ.ο.κ., διακρίνεται μεταξύ άλλων από την αποτύπωση μιας έντονης συναισθηματικής αγωνίας.
[15] Βλ. Δημητρίου, ό.π. (αρ. 6), «Κατερίνα», 19. Προφανής η αναφορά στις Αγωνίες του Διαμαντή.
[16] Βλ. Μερόπη Μωυσέως, «Αγωνίες στο ζωγραφικό κόσμο του Διαμαντή» (Πολίτης, 27/03/2018) < https://parathyro.politis.com.cy/164298/article >.
[17] Ό.π., «Μηλιά», 20.
[18] Ό.π., «Ελένη», 33.
[19] Ό.π., «Ρόδη», 46.
[20] Ό.π., «Μαριάννα», 37.
[21] Πρβλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Δήμητρα Δημητρίου: “Αγωνίες”» (Διάστιχο, 12 Ιανουαρίου 2024) < https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/21721-agonies >. Η φράση προέρχεται από το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»: «Το γήρασμα το σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. / Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά. / Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.». Οι δοκιμές νάρκης του άλγους είναι οι απόπειρες του ποιητή να κατευνασθεί ο πόνος, η εγγενής της ποιήσεως εσωτερική αγωνία.
[22] Πρβλ. Δημήτρης Δημηρούλης, «Η ερμηνεία ως αναθεωρητική βία – Εισαγωγή», σε Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση [The anxiety of influence. A theory of poetry, 1973], (μτφ. Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα, 1989] 14.
[23] Βλ. σχετικά Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση [The anxiety of influence. A theory of poetry, 1973], (μτφ. Δημήτρης Δημηρούλης, Άγρα, 1989) 136.
[24] Πρβλ. Χαραλαμπίδης, ό.π. (αρ. 21).
[25] Γιώργος Βέης, «Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Δήμητρας Δημητρίου Αγωνίες», Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2024.
[26] Ό.π.
[27] Βλ. Δημητρίου, ό.π. (αρ. 6), «Καλμπατζάρ», 150-151.
-
Η Συλβάνα Βανέζου (Master in Philology (Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας Μ. Β. Λομονόσοφ), Master in Law (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), Doctor of Philosophy in Law(c) (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας).Master in Philology (Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας Μ. Β. Λομονόσοφ), Master in Law (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), Doctor of Philosophy in Law(c) (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας)), είναι σήμερα Πρώτη Λειτουργός Ερευνών, Μελετών και Εκδόσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επίσης, έχει επιμεληθεί πληθώρα εκδόσεων ιστορικού, νομικού, πολιτικού και λογοτεχνικού περιεχομένου.