Μια κριτική ματιά
Όλοι γνωρίζουμε πως το να γράψει κάποιος λογοτεχνία δεν είναι εύκολο. Πολύ δε περισσότερο, όταν κανείς αποπειράται να γράψει μικροδιηγήματα. Τα μικροδιηγήματα μοιάζουν στη διαδικασία σύνθεσής τους με την ολιγόστιχη ποίηση. Πρέπει, όπως ο τεχνίτης της πέτρας πελεκάει, διαμορφώνει, δίνει το σχήμα το οποίο θέλει στο υλικό του και τελικά επιλέγει τη θέση που θα το τοποθετήσει, πρέπει, λοιπόν, και ο συγγραφέας να κάνει το ίδιο με τις λέξεις. Χρειάζεται να ηθογραφήσει τους ήρωές του και να δώσει τα στοιχεία της πλοκής. Η Αλέκα δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γίνει ποτέ μία τεχνίτρια της πέτρας, είναι όμως μια εξαιρετική τεχνίτρια του λόγου και μας έδωσε καλογραμμένα και καλοδουλεμένα υπέροχα μικροδιηγήματα με πολύ ωραίες εικόνες, ξεχωριστές περιγραφές, μοναδικές αφηγήσεις και λίγους, αλλά δυνατούς διαλόγους.
Η Αλέκα λειτουργεί όπως ένα καλός σκηνοθέτης. Με λεπτομέρειες φωτίζει όσα εκείνη θεωρεί πως χρειάζεται να προβληθούν, με υπαινιγμούς όσα αφήνει εμάς τους αναγνώστες να καταλάβουμε και με πύκνωση του χρόνου όσα θέλει να παραλείψει. Ζωντανεύει τους ήρωές της, πλάθει τις ιστορίες της χωρίς να διολισθαίνει ούτε στιγμή στο εύκολο, στον εντυπωσιασμό, στο μελό. Χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο τόνος γίνεται εξομολογητικός και τριτοπρόσωπη, με την οποία οι αφηγητές γνωρίζουν σχεδόν τα πάντα και μας αποκαλύπτουν ακόμη και τις πιο κρυφές σκέψεις των ηρώων. Επιπλέον, δε δίνει βάρος στην εξωτερική περιγραφή των πρωταγωνιστών, αλλά εστιάζει, κυρίως, στα λόγια τους, στη συμπεριφορά τους, στις αντιδράσεις και στα συναισθήματά τους. Ακόμη, να τονίσω ότι οι τίτλοι των διηγημάτων είναι πάρα πολύ εύστοχοι και ανταποκρίνονται απολύτως στο περιεχόμενό τους.
Στη συλλογή διηγημάτων «Τρύπα στο ταβάνι» υπάρχουν πολλά σχήματα λόγου μεταφορές, προσωποποιήσεις κ.α. Εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ οι παρομοιώσεις της. Επιπλέον, η γλώσσα της είναι διαυγής, διάφανη, καθαρή. Άμεση, τρυφερή, γλυκόλαλη εκεί που απαιτείται και μαχαίρι όπου χρειάζεται, γροθιά που σε χτυπά, σκληρή, κοφτή, λαχανιασμένη, όταν σου μεταφέρει αγωνίες και γενικότερα δυσάρεστες καταστάσεις.
Μου φαίνεται ότι οι ιστορίες της Αλέκας είναι κυρίως βιωματικές, αλλά υπάρχουν άλλες που πιθανώς να έχει ακούσει και τις μεταπλάθει. Σε κάθε περίπτωση, συχνά συμπλέκεται η φαντασία με την πραγματικότητα. Η μνήμη παίζει καταλυτικό ρόλο. Είναι εκείνη που δίνει υλικό στη συγγραφέα, είναι η μεγάλη δεξαμενή της έμπνευσής της, είναι αυτή που οδηγεί το χέρι της. Συνήθως, οι ιστορίες ξεκινούν από την παιδική, την εφηβική και γενικότερα τη νεανική ηλικία, και τελειώνουν με τους ήρωες και τις ηρωίδες να βρίσκονται μετά τη μέση ηλικία και συχνά να κάνουν έναν απολογισμό ζωής. Λίγες φορές συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή να ξεκινούν από το τώρα και να πηγαίνουν πίσω. Αυτή η εναλλαγή παρελθόντος-παρόντος είναι και ο χρονικός άξονας πάνω στον οποίο κινούνται τα διηγήματα. Αυτό το πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν συνθέτει αντιθέσεις. Συνήθως, τα περασμένα είναι γεμάτα τρυφερότητα και ευαισθησία, με έντονη τη νοσταλγία για μια εποχή που χάθηκε, ενώ τα τωρινά στιγματίζονται από αδιέξοδα, σκληρότητα και οι ήρωες κολυμπούν μέσα σε ωκεανούς προβλημάτων. Αυτή η αέναη κίνηση του χρόνου που κάνει το «τώρα» να γίνει «τότε» και που δε γίνεται ποτέ «πάντα», όπως μας λέει η συγγραφέας. Συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν συχνά αποτελούν οι τίτλοι των διηγημάτων, οι οποίοι λειτουργούν κάποιες φορές και μεταφορικά.
Από τα διηγήματα της συλλογής «Τρύπα στο ταβάνι» δεν απουσιάζει το παραμυθιακό, το ονειρικό και το φανταστικό στοιχείο (και πώς θα μπορούσε, άραγε, να γίνει αυτό, όταν η παιδική ηλικία είναι σε πολλά διηγήματα παρούσα;), όμως, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα διηγήματα αναφέρονται στην αληθινή ζωή. Όλα όσα συμβαίνουν στις ιστορίες της Αλέκας γίνονται σε έναν κόσμο πραγματικό, υπαρκτό, ρεαλιστικό και τις περισσότερες φορές άδικο, απάνθρωπο, ταξικό, εφήμερο. Η Αλέκα χαρτογραφεί με μαεστρία τις διαδρομές της ανθρώπινης μοναξιάς (συναντάμε ήρωες που είναι μονάχοι τους ως το κόκκαλο), κάνει ακτινογραφία της ανθρώπινης ψυχής, μια ανατομία της ελληνικής κοινωνίας και των αδιεξόδων της. Φέρνει στο προσκήνιο τη συλλογική μας μελαγχολία, την καταθλιπτική μας συμπεριφορά, τα κοινωνικά αδιέξοδά μας, τα οποία συνδέονται σαφώς με την οικονομική και πολιτική κρίση που υπάρχει στη χώρα. Τα διηγήματα της Αλέκας μάς τρυπούν και μάς πληγώνουν. Μας υπενθυμίζουν ποιος είναι ο κόσμος μας και τι περνάμε ως κοινωνία. Θίγει, άμεσα ή έμμεσα, και πολιτικά και ιστορικά θέματα, τα οποία η σύγχρονη λογοτεχνία ή τα αγνοεί ή τα αγγίζει επιδερμικά. Στις ιστορίες της Αλέκας δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει καθεμία και καθένας από εμάς τον εαυτό του, να μην αναγνωρίσει κοινές ή παραπλήσιες εμπειρίες, εικόνες, ήχους, όνειρα, όχι μόνο σε μία αλλά σε περισσότερες.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέρω ότι στα διηγήματα της το τέλος είναι και το αποκορύφωμα. Η έκπληξη, το απροσδόκητο, το ανατρεπτικό χαρακτηρίζει το κλείσιμο των ιστοριών της. Αυτό απαιτεί τεράστια ικανότητα. Προσπαθούσα να μαντέψω σε πολλά διηγήματα πού το πάει η συγγραφέας και σε ελάχιστα τα κατάφερα. Θα με θυμηθείτε, όταν διαβάσετε το βιβλίο. Τα διηγήματά της είναι διαμαντάκια τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν συνήθως καλό τέλος, δεν υπάρχει το χάπι εντ. Αφήνουν μια γεύση πικρή, μας προβληματίζουν και μας θέτουν μπροστά στις ευθύνες μας, μας οδηγούν να αναρωτηθούμε ποιο κόσμο μας παρέδωσαν οι γονείς μας, ποιο διαμορφώσαμε εμείς, γιατί μείναμε και μένουμε αδιάφοροι ως κοινωνία και ως πολίτες και τι θα αφήσουμε ως παρακαταθήκη στις γενιές που έρχονται.
Στη συλλογή «Τρύπα στο ταβάνι» διακρίνω παπαδιαμαντικές πινελιές κι εντοπίζω ρεαλιστικά στοιχεία του Θεοτόκη. Αυτό δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι η συγγραφέας μιμείται ή αντιγράφει. Αντιθέτως, δημιουργεί το δικό της μεστό και ώριμο ύφος. Από την άλλη διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά του κλασικού διηγήματος (και αυτό εμένα μου αρέσει πολύ), όπως η παρουσία του κεντρικού ήρωα και το μήνυμα που στέλνει στο τέλος.
Το πρώτο διήγημα της συλλογής με τίτλο Καλωσόρισμα» λειτουργεί ως ένα εισαγωγικό, ιδιότυπο προοίμιο και η αλήθεια είναι ότι μου θύμισε τον Όμηρο. Σ’ αυτό το διήγημα η Αλέκα κατά κάποιο τρόπο ορίζει τα πρόσωπα των ιστοριών της, τον χρόνο και τις υποθέσεις των διηγημάτων της. Καλωσορίζει τις Μούσες της που θα της δώσουν φωνή, αυτήν που δεν είχε μέχρι τώρα, για να μιλήσει, να εκφραστεί, να πει πράγματα που ήθελε από καιρό. Όλοι έρχονται από το παρελθόν: ανάμεσά τους το ξανθό κορίτσι που είχαν πιει νερό από την ίδια βρύση, το αγόρι που της άνοιξε το κεφάλι, ο πλανόδιος μικροπωλητής, η δασκάλα της, συμφοιτητές, συναδέλφισσες από την πρώτη της δουλειά στη μεγάλη απεργία κ.α. Άνθρωποι που γύρευαν κάτι επίμονα από εκείνη, που δεν ξέχασε ποτέ και τώρα που απόκτησε φωνή, έγραψε γι’ αυτούς.
Έχω την εντύπωση πως σε σχέση με την πρώτη της συλλογή, που είχε τίτλο «Οι δαίμονες του Αρέτσο», η θεματική της Αλέκας δεν αλλάζει. Στο κέντρο των ενδιαφερόντων της παραμένει ο άνθρωπος, τα προβλήματά του και οι ανάγκες του. Αυτό που ίσως τη διαφοροποιεί είναι ότι εστιάζει τον φακό της περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. Έτσι, συναντάμε ανθρώπους καθημερινούς, της διπλανής πόρτας, σε αδιέξοδο, οικογένειες διαλυμένες, ανθρώπους χτυπημένους από όλους τους ανέμους, με ζωές σκορπισμένες, πεταμένες στα σκουπίδια, με ματαιωμένα όνειρα που έσκασαν σαν μπαλόνια, με ιδανικά χαμένα. Ανθρώπους που έχουν διλήμματα, που βρίσκονται να παραληρούν στην τρέλα τους, ηττημένους που μετρούν απώλειες, που κάνουν ομφαλοσκοπήσεις και απολογισμούς ζωής, οι οποίοι απολογισμοί είναι συνήθως αρνητικοί.
Πρωταγωνίστριες σε πάρα πολλά από τα διηγήματα είναι οι γυναίκες. Διάχυτος ο φεμινισμός σε όλο το βιβλίο. Οι άντρες πρωταγωνιστούν σε λίγα διηγήματα. Στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο τις περισσότερες φορές είναι βίαιοι, φαλλοκράτες, βιαστές, αλκοολικοί που ξυλοφορτώνουν τις γυναίκες τους.
Συναντάμε στα διηγήματα της Αλέκας ήρωες που νοσταλγούν την παιδική και νεανική τους ηλικία. Που συνειδητοποιούν το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Που αντιλαμβάνονται ότι ο αδυσώπητος χρόνος αφήνει τα σημάδια του. Βρίσκουμε ανθρώπους που πλήττουν, άλλους που εξακολουθούν να ελπίζουν μέσα στη δυστυχία τους κι άλλους απελπισμένους. Ανθρώπους με εσωτερικά αγκάθια, αποξενωμένους, συναισθηματικά ευνουχισμένους, αλλοτριωμένους. Τραγικές φιγούρες και δράματα που συμβαίνουν δίπλα μας, στις κλειστές πόρτες των γειτονικών σπιτιών.
Θίγονται, επίσης, διαχρονικά και σύγχρονα προβλήματα που μας απασχολούν, όπως η ανεργία, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η ανέχεια, ο ρατσισμός, το τράφικινγκ. Οι αφηγήσεις της Αλέκας, θα ξαναπώ, είναι συγκινητικές, τρυφερές, γεμάτες ανθρωπιά με ήρωες πολυτραυματισμένους, που έχουν πολλαπλά κατάγματα και μετρούν απώλειες.
Η φύση, ακόμη, είναι παρούσα στα κείμενα της. Φυτά, λουλούδια, κήποι, καλαμιές ποτάμια κ.α. Επιπλέον, τα καλοκαίρια στην επαρχία, στη θάλασσα, τα ανέμελα χρόνια στα Φιλιατρά. Κι ακόμη, άψυχα που παίρνουν ζωή. Συρτάρια γεμάτα μνήμες. Και άλλες ιστορίες για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την επιρροή της αρχαίας τέχνης στον άνθρωπο, για την καταλυτική επίδραση του έρωτα και μάλιστα μέσα στον χαλασμό, για την Τρίτη ηλικία και τα προβλήματα της, για τα μπουλούκια και πολλές άλλες . Ακόμη, αφηγήσεις με ιστορικό υπόβαθρο, όπως εκείνη που αναφέρεται στο σιδηρούν παραπέτασμα, με την πατρίδα να γίνεται αλίμενη, αφιλόξενη για τους πολιτικούς πρόσφυγες, ή εκείνη που συνδέεται με τα Καλάβρυτα και τα εγκλήματα των Γερμανών-ναζιστών. Με δυο λόγια, οι ιστορίες της Αλέκας έχουν σαφώς φεμινιστική και κοινωνική διάσταση, αλλά και άμεσα ή έμμεσα πολιτικοοικονομική.
Στο τελευταίο διήγημά της με τίτλο «Ωσεί παρούσα», το οποίο λειτουργεί ως επίλογος, η αφηγήτρια κοιτάζοντας τα μάτια των ανθρώπων βλέπει αυτά που έχουν περάσει, ό, τι τους έχει συμβεί, ό, τι τους καθόρισε, αυτά που τους σημάδεψαν. Δε μένει, ωστόσο, εκεί. Μας λέει τι προσδοκά, τι θέλει να βλέπει στα μάτια τους και αυτό δεν είναι άλλο από την ωραιότητα, την αρτιότητα και την αρμονία, ένα όλον που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, ένα όλον που, πιθανώς, η ίδια ούτε θα δει, ούτε θα απολαύσει. Ένα όλον που πολλοί από εμάς ούτε θα δούμε, ούτε θα απολαύσουμε. Ωσεί παρούσα η αφηγήτρια, ωσεί παρόντες κι εμείς. Και εδώ συνειρμικά οδηγούμαστε στη φράση του Παπαδιαμάντη από το διήγημα του «Το μοιρολόγι της φώκιας», «σαν να’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου.»
Κλείνοντας, να πω «ευχαριστώ πολύ» την Αλέκα που με επέλεξε για να παρουσιάσω τη συλλογή της. Να δηλώσω, επιπλέον, ότι απόλαυσα τα μικροδιηγήματά της. Ταίριαξαν απολύτως με τον ψυχισμό μου και τις καταθλιπτικές περιόδους που πολλοί από εμάς περνάμε. Δε σας κρύβω, μάλιστα, ότι θα ήθελα αρκετά από αυτά να τα είχα γράψει. Τα μικροδιηγήματά της είναι γερά σκαριά, δουλεμένα επιδέξια από το σκεπάρνι ενός έμπειρου καραβομαραγκού. Αλέκα, καλοτάξιδα να είναι. Κι αν με ρωτήσεις, δεν έχω καμιά αμφιβολία περί του αντιθέτου.
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ροδάκινο, ένα χωριό στο νότο του νομού Ρεθύμνου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μένει στην Καλαμάτα και διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Έχει συνεργαστεί με τοπικές εφημερίδες της Κρήτης, με την Ελευθεροτυπία, την Εφημερίδα των Συντακτών και διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες. Κείμενα του δημοσιεύονται σήμερα στις σελίδες ieidiseis, 2020mag, alfavita και στον τοπικό Τύπο της Μεσσηνίας.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Άπαρση, εκδόσεις Κοροντζή, 2018, Βισταλόγκα, εκδόσεις Κέδρος, 2019 και Γρίπος, εκδόσεις Κέδρος, 2022.