Ο Αλέξανδρος Μουστάκας, είναι ένας σύγχρονος ζωγράφος του ψηφιακού μεταμοντέρνου νεοκλασικισμού (post-modern neoclassicism). Οι ζωγραφιές του είναι στοχαστικές, εμφορούμενες από μια αίσθηση απόκοσμης ηρεμίας, ενδοσκόπησης και εύθραυστης ισορροπίας. Ενσωματώνοντας συχνά μνημειακούς συμβολισμούς, δημιουργεί έναν ιδιαίτερο διάλογο μεταξύ της κλασικής αρχαιότητας και της σύγχρονης ψυχολογίας, αναδιαμορφώνοντας τις αναφορές στη ελληνορωμαϊκή τέχνη ως εννοιολογικά σημεία της ζωγραφικής του και όχι ως νοσταλγικές αναμνήσεις. Αυτό του επιτρέπει να ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται το παρελθόν στο σημερινό κατακερματισμένο, ψηφιοποιημένο πολιτιστικό τοπίο.
Πρωτοεμφανίστηκε με τη σειρά Τα Τρένα μου (Γκαλερί Αγκάθι 1998), όπου επεξεργάστηκε θέματα εγκατάλειψης, νοσταλγίας και βιομηχανικής παρακμής. Ακολούθησε η σειρά Τόπος (Γκαλερί της Έρσης 2001) με μινιμαλιστικές και εννοιολογικές απεικονίσεις της περιβαλλοντικής αποσύνθεσης εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών χώρων και σε μεταγενέστερες εκθέσεις, Έγερσης (Kapopoulos finearts, Golden Hall 2011) και Αλέξανδρος, Γόρδιος Δεσμός (Γκαλερί Αργώ 2017), εμπνευσμένος από τη λεπτή ισορροπία μεταξύ φύσης και ιστορίας, εστίασε σε θέματα ειρηνικής ευφορίας και αισιοδοξίας.
Στην πρόσφατη ενότητα έργων με τίτλο, Ατέρμονη Ζεύξη (Γκαλερί Αργώ 2024), ο Αλέξανδρος Μουστάκας εμβαθύνει στην προσομοίωση της ανθρώπινης εμπειρίας. Οι εξιδανικευμένες και φαινομενικά αψεγάδιαστες εκδοχές της ζωής που αποτυπώνονται στα έργα του, αναμιγνύουν την πραγματικότητα με τη φαντασία στον ψηφιοποιημένο κόσμο μας, όπου η ανθρώπινη συμπεριφορά και η γνώση φιλτράρονται μέσα από εικονικά περιβάλλοντα. Από αυτό το μείγμα κόσμων, ανασύρει υλικό από την αρχαία τέχνη, όπως ο Έφηβος των Αντικυθήρων (340-330 π.Χ.), η Νίκη Σανδαλίζουσα (420-400 π.Χ.), ο Απόλλων Σαυροκτόνος, η Αφροδίτη Οκλάζουσα και οι προτομές του Αλεξάνδρου, συνθέτοντας σύγχρονες οπτικές αφηγήσεις που διερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση, τη μυθολογία και τις κοσμικές δυνάμεις. Η απρόβλεπτη θεματογραφία του είναι αινιγματική και συχνά το νόημα διφορούμενο, καθώς μεταβαίνει από φυσικούς σε ψυχολογικούς χώρους, που αντανακλούν τη διάσταση μεταξύ των κλασικών ιδανικών και του μεταμοντέρνου κατακερματισμού.
Η εύθραυστη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης αποτυπώνεται στην Ισορροπία (2019), με μια ανδρόγυνη μορφή χωρίς χέρια, να γέρνει επισφαλώς προς τα εμπρός, ενώ συγκρατείται από ένα ουρανοκατέβατο λεπτό σύρμα. Αυτή η στάση, αναδεικνύει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ελέγχου και ευπάθειας. Αντιπροσωπεύει επίσης μια αποδόμηση του ιδεαλισμού της αρχαιότητας, όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα των σημερινών ανησυχιών για την υπαρξιακή αστάθεια.
Ο Μουστάκας χρησιμοποιεί συχνά κήπους ως μεταφορές για την αναζήτηση της αυτογνωσίας, καταδεικνύοντας πώς η αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας μπορεί να προκαλέσει αισθήματα αποξένωσης. Η είσοδος μιας μπρούτζινης αγαλμάτινης μορφής στον Μυστικό Κήπο (2019), είναι σπαρμένη με ροδοπέταλα ενώ στον Κήπο (2021), η περιφραγμένη περιοχή περιορίζει και απομονώνει. Ο ένας πίνακας υπαινίσσεται έναν εικονικό παράδεισο μέσω μιας ανοιχτής πύλης, ενώ ο άλλος παρουσιάζει έναν κλειστοφοβικό χώρο, όμορφο και περιποιημένο, αλλά χωρίς διέξοδο.
Επαναπροσδιορίζοντας τον κλασικό κήπο ως ψυχολογικό τοπίο, ο Μουστάκας εμβαθύνει στην πολυπλοκότητα του σύγχρονου νου, υπονοώντας ότι η αναζήτηση του νοήματος συχνά συνοδεύεται από τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής. Συγκριτικά, οι κήποι του Μουστάκα παρουσιάζουν μια γλαφυρή ατμόσφαιρα ανάμεσα στη γαλήνη και τον εγκλεισμό, σε αντίθεση με τη διαχρονική ηρεμία των αινιγματικών περιβαλλόντων του Giorgio de Chirico ή τα νοσταλγικά ονειρικά τοπία του Paul Delvaux. Ενώ ο De Chirico και ο Delvaux ασχολούνται με την πνευματική νοσταλγία, ο Μουστάκας δίνει έμφαση στην ψυχολογική πολυπλοκότητα, μετατρέποντας τους κήπους του σε χώρους σύγχρονης συνείδησης.
Το έργο του Αλέξανδρου Μουστάκα ακροβατεί επίσης μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού, διαπλέκοντας την προσωπική ενδοσκόπηση με κοσμικά θέματα, όπως φαίνεται στα έργα: Υπερίων (2019), Γένεση (2019), Κοσμογονία (2021), Μεταμόρφωση (2022), Μνήμη (2023), Αφροδίτη (2023).
Οι μυθολογικές αναφορές στον Υπερίωνα και την Αφροδίτη συνδέουν τα ατομικά ταξίδια με ευρύτερες κοσμικές και αρχετυπικές δυνάμεις, επηρεασμένες από τις θεωρίες του Καρλ Γιούνγκ για το συλλογικό ασυνείδητο (Τέσσερα Αρχέτυπα: Μητέρα, Αναγέννηση, Πνεύμα, Κατεργάρης, Ιάμβλιχος 1995). Για παράδειγμα, στον Υπερίωνα, ο αναμενόμενος Τιτάνας του φωτός (ο Ομηρικός Ήλιος) και της ουράνιας τάξης αντικαθίσταται από μια μινιμαλιστική σκηνή στην οποία κυριαρχεί ένα πανύψηλο κυπαρίσσι που συμβολίζει την υπερβατικότητα και τη θεϊκή προοπτική. Στην απεικόνιση της Αφροδίτης, ο Μουστάκας προβληματίζεται για τα διαρκή ιδανικά της ομορφιάς και της ταυτότητας, ευθυγραμμιζόμενος με τις φεμινιστικές κριτικές, όπως της Luce Irigaray στο This Sex Which Is Not One (1985). Η Irigaray αμφισβητώντας τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται η θηλυκότητα και η ομορφιά στην πατριαρχική κοινωνία, υποστήριξε μια νέα γλώσσα και νέες αναπαραστάσεις των γυναικών που να προκύπτουν μέσα από τις δικές τους εμπειρίες, έξω από τα όρια ενός ανδροκρατούμενου λόγου.
Κεντρική θέση στη θεματολογία του Μουστάκα κατέχουν οι δυαδικότητες της μνήμης και της μεταμόρφωσης, ιδίως στα έργα Μνήμη (2023) και Μεταμόρφωση (2022). Στη Μνήμη (2023), ένα μνημειώδες φθαρμένο χάλκινο χέρι αναδύεται από μια μινιμαλιστική συμπαγή δομή, συμβολίζοντας την αντοχή της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της πολιτιστικής μνήμης: παρά τη φθορά του χρόνου, η ουσία της μνήμης παραμένει αναλλοίωτη.
Αντίθετα, στη Μεταμόρφωση, το σπασμένο μαρμάρινο κεφάλι της Αφροδίτης Οκλάζουσας που συναντιέται με ένα επίμηκες σύννεφο, παραπέμπει στη ρευστότητα της αυτοαντίληψης. Αν το σύννεφο εκπροσωπεί τη συνεχή κατάσταση της μεταμόρφωσης, η σπασμένη κεφαλή της Αφροδίτης αντιπροσωπεύει την εφήμερη φύση της ταυτότητας. Αυτή η αντιπαράθεση υποδεικνύει την αμφισημία της αλλαγής – τόσο την καταστροφική όσο και την αναγεννητική. Το κάθετο τμήμα σαν χαλί από κόκκινα και πράσινα άνθη, μαζί με τα κόκκινα πέταλα διάσπαρτα στο έδαφος, λειτουργούν ως αλληγορία της φθοράς και της ανανέωσης, ενισχύοντας την ψυχολογική αλλαγή.
Ο μεταμοντέρνος νεοκλασικισμός του Αλέξανδρου Μουστάκα συμπυκνώνει την ψυχολογική πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής τροποποιώντας κριτικά την κλασική τέχνη αναμετρημένος με τις ψηφιακές προκλήσεις. Αποδομώντας διαχρονικές μορφές, ο Μουστάκας δεν αντιμετωπίζει την αρχαιότητα ως λείψανο, αντίθετα, την αναπλαισιώνει ως ένα δυναμικό στοιχείο στο διάλογο που διαμορφώνει τη σημερινή μας αντίληψη για την ταυτότητα και την κοινωνία. Και αυτή η προσέγγιση, αποδεικνύεται στην Πύλη σε Σκουριά (2024), όπου μια χαλύβδινη κατασκευή που αποσυντίθεται σε ένα άγονο τοπίο γίνεται σύμβολο της ανθρώπινης ανθεκτικότητας απέναντι στις διαβρωτικές δυνάμεις του χρόνου.
Όπως υποστηρίζει ο Umberto Eco στο Travels in HyperReality (1990), οι προσομοιώσεις συχνά γίνονται πιο συναρπαστικές από τα πρωτότυπά τους. Η τέχνη του Μουστάκα οπτικοποιεί αυτή την ιδέα, κατασκευάζοντας έναν ζωγραφικό υπερ-πραγματικό ψυχολογικό χώρο όπου η πραγματικότητα συγχωνεύεται με την ψευδαίσθηση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει αντανακλάσεις του εαυτού του στον εικονικό κόσμο της αρχαιότητας, γεγονός που του επιτρέπει την επανεκτίμηση τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Τελικά, η ζωγραφική, όπως έχει δείξει η ιστορία της τέχνης, υπερβαίνει την απλή απεικόνιση και λειτουργεί ως ένας «πολύχρωμος καναπές αυτογνωσίας» που αντικαθιστά τον παραδοσιακό καναπέ του ψυχαναλυτή. Για τον Jacques Lacan όπως διατυπώνεται στο «The Mirror Stage as Formative of the I Function» (Écrits, 1949) ο καλλιτέχνης ξαπλώνει σ’ αυτόν τον καναπέ, ενώ για τον John Berger στο Ways of Seeing (1972), ο θεατής είναι αυτός που ερμηνεύει το έργο. Αυτή η αλληλεπίδραση υπογραμμίζει ότι τόσο ο καλλιτέχνης όσο και ο θεατής συμμετέχουν στην ενεργή ερμηνεία και μοιράζονται κοινές εμπειρίες που μετατρέπουν τη θέαση σε καταλύτη για ενδοσκόπηση, μια έννοια που επεξεργάστηκε ο Maurice Merleau-Ponty στην Φαινομενολογία της Αντίληψης (1945).
Σε μια εποχή που ορίζεται από τον ψηφιακό κορεσμό και τις ραγδαίες πολιτιστικές αλλαγές, η τέχνη του Αλέξανδρου Μουστάκα αναδεικνύει αυτές τις μετασχηματιστικές διαδικασίες της σύγχρονης ατομικής και συλλογικής συνείδησης.