Δεν ξέρω πού με πάνε. Βλέπω το ταβάνι να φεύγει γρήγορα.
Κλείνω τα μάτια.
Έκτη δημοτικού. Τελευταία μέρα. Την αγαπώ. Δε θα την ξαναδώ. Θα πάμε σε διαφορετικά γυμνάσια. Ό, τι γίνει, θα γίνει στο μουσείο…
Μόλις γυρίσαμε. Έκθεση Μανώλη Ανδρόνικου: “Τα ευρήματα της Βεργίνας.” Την περίμενα πώς και πώς αυτήν την εκδρομή. Είχα αποβραδίς σχεδιάσει τα πάντα. Κατέληγε εκατό φορές σε φιλί και μετά πηγαίναμε αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι στο “επέκεινα”. Μεγάλη επιτυχία…
Τίποτε δεν έγινε. Το “επέκεινα” με προσπέρασε. Δε θα την ξαναδώ. Θα πάμε σε διαφορετικά γυμνάσια. Στο λεωφορείο για το σπίτι μια θλίψη ολόκληρος.
Ανοίγω τα μάτια.
Άσπρες ποδιές και μυρωδιά νοσοκομείου.
“-Τι γίνεται, ρε παιδιά;”
Φωνές, τρέξιμο γύρω!
Μού ‘ρχεται να ξανακοιμηθώ γλυκά.
Κλείνω τα μάτια.
Σε βλέπω σαν όνειρο. Κάπου κάθομαι,
απόγευμα προς βραδάκι.
Φοράς μπλε ταγιέρ, άσπρο μεταξωτό πουκάμισο, είσαι καλοχτενισμένη κι όμορφη.
Έρχεσαι, τρέχοντας σχεδόν, σκύβεις, με φιλάς στην άκρη των χειλιών, σε φιλώ κι εγώ λίγο πιο μέσα, θέλω να σε πάρω αγκαλιά.
Ανοίγω τα μάτια μου.
Ο γιατρός με κοιτάζει διερευνητικά.
“-Τελείωσε; “, τον ρωτούν…
Γνέφει καταφατικά και κάνει μια κίνηση να μου κλείσει τα μάτια.
Του πιάνω το χέρι.
“- Θα τα κλείσω μόνος μου, ΡΕ!”
Ούτε να ονειρευτεί δεν μπορεί κανείς…
Τα κλείνω μόνος μου.
Είμαι 12.
Η Μαριάννα με κοιτάζει. Την αγαπώ. Αυτή…δεν ξέρω. Ίσως αγαπάει τον Θόδωρο τον Καπουνιάρη. Τον βρίσκω. Του ρίχνω μια μπουνιά , έτσι στο άκυρο…
Ανοίγω τα μάτια. Μου ρίχνουν χώμα και δε μου πολυαρέσει το μέρος.
Τα ξανακλείνω. Πάλι εσύ. Μόλις τελείωσε η τελετή. Χαιρετούρες.
Με φιλάς, μόλις έρθει η σειρά σου, στην άκρη των χειλιών. Εγώ λίγο πιο μέσα. “Πάλι χαθήκαμε”, μου λες.
Ξανανοίγω τα μάτια και γρήγορα.
-Σταματήστε ,ρε ηλίθιοι, να μου ρίχνετε χώμα!
Τα κλείνω.
Κοιτώ γύρω μου. Τρίτη δημοτικού. Η κ. Γεωργία μας βάζει αγόρια- κορίτσια στον πίνακα. Δίπλα μου εσύ. Μας βάζει να πιαστούμε χεράκι. “Εμείς μαζί”, μου λες.
Εγώ το ζω αυτό;
Ανοίγω το ένα μάτι.
Οι ηλίθιοι εκεί. Τον χαβά τους.
“-Ρίξτε… Ρίξτε χώμα να δω τι θα καταλάβετε!”