Δυο σταγόνες όνειρο τα εβένινά της μάτια
Πίσω από την ίριδα καθρέφτες φλούδες πορτοκάλι
Κι ο θάνατος σε μια γούβα γλυφό νερό
Σε μια στενή λωρίδα γης, στη ρίζα
του αρχαίου λόφου
Γκρίζο το χώμα της ελιάς, η άμμος της ερήμου
Αποκαΐδια και ξερά κλαδιά στου χαμού την ξέρα
Στέγνωσαν τα δάκρυα
στο ξεραμένο δέρμα της μητέρας
Τα χέρια της ικέτιδες δέονται λίγο μειλίχιο ύπνο
Ένα μαλακό προσκέφαλο στου φεγγαριού τη χάση
Τον πόνο της οικονομεί σε μιαν ακτίνα ήλιου
Σε μιαν ανάσα σιωπής απ’ την κλαγγή των όπλων
Την έφερε η βάρκα μακριά με μια μαντήλα
μουσκεμένη πέτρα
Προσφύγισσα σε τόπο άγνωστο,
σε τόπο δίχως χρόνο
Ο χρόνος δάνειο μιας έρπουσας ελπίδας
Σφίγγει γύρω απ’ την καρδιά
σαν ματωμένος βρόγχος
Επιστρέφει στις ερήμους των σκιών,
στα πηγάδια των δακρύων
Στα ματωμένα βλέφαρα των υιών και θυγατέρων