Xαμένη στη μετάφραση
«Χαμένη», και όχι «χαμένοι», όπως στην ταινία της Σοφίας Κόπολα, που περιστρέφεται γύρω από έναν μεσήλικα ηθοποιό, και μια νεαρή κοπέλα που αποφοίτησε πρόσφατα από το πανεπιστήμιο. Εκείνοι, βρέθηκαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας στην Ιαπωνία και μεταξύ τους αναπτύχθηκε συμπάθεια μετά από μια τυχαία συνάντηση σε ένα ξενοδοχείο του Τόκιο.
Στην δική μας περίπτωση, δεν υπάρχει η εξωτική Ιαπωνία, ούτε το ζεύγος των καλών ηθοποιών, ούτε βέβαια ο λόγος για τον οποίο της έδωσαν τον παραπάνω τίτλο (που δεν κατάλαβα απολύτως, γιατί τον έδωσαν).
Εδώ, έχουμε μία γυναίκα, που αποφάσισε να μεταφράσει ένα πολύ ενδιαφέρον, όσο και παράδοξο έργο του αγαπημένου της συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγιεφ, από μια γλώσσα που αγαπά, σε μια γλώσσα που την χειρίζεται με άνεση, την δική της, έζησε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, χάθηκε κυριολεκτικά μέσα στις γραμμές του κειμένου, αισθάνθηκε μέρος του έργου και ακόμη εκεί βρίσκεται. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, αναρωτιόταν τι θα βρει στην επόμενη σελίδα,(καθώς δεν ήθελε να διαβάσει όλο το έργο, και να φθάσει στο τέλος) , αλλά να το ανακαλύπτει λίγο-λίγο), μεγαλώνοντας έτσι την απόλαυση που της πρόσφερε.
Με διαρκείς υπαινιγμούς και παραλληλισμούς, ο μυστηριώδης μάγος Αντρέγιεφ, την οδήγησε σε έναν μονοπάτι σπαρμένο με ευωδιαστά λουλούδια, αλλά και αγκάθια, που άλλοτε πλήγωναν και άλλοτε γιάτρευαν τις τραυματισμένες σκέψεις της.
Ήταν μαγικό όλο αυτό. Η μετάφραση στην λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην ποίηση, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Μερικές φορές, ο μεταφραστής παρασύρεται από δικές του επιθυμίες(ίσως και εμμονές) και μας παραδίδει κάτι άλλο, απ’ αυτό που έγραψε ο συγγραφέας. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, τεράστιος σεβασμός και κυρίως αυτογνωσία, ώστε να αποδοθεί το πλήρες νόημα του έργου.
Στην συγκεκριμένη μετάφραση, οι πρώτες σελίδες καθόρισαν την συνέχεια. Όλο το ύφος του συγγραφέα ήταν ξεκάθαρο. Στη συνέχεια, έμπαινες μέσα, έβλεπες την εικόνα και όλη η ιστορία ήταν να περιγράψεις την εικόνα και όχι τις λέξεις. Κάποτε οι λέξεις είναι αναγκαίο να μεταφερθούν πιστά, κάποτε ,όχι. Η σειρά των λέξεων επίσης, άλλοτε είναι αναγκαίο να μεταφερθεί πιστά(όταν έτσι ακολουθείται το ύφος του συγγραφέα) και άλλοτε, όχι, (όταν κάτι τέτοιο, ηχεί παράξενα στην γλώσσα υποδοχής. Η επιλογή της σωστής και ακριβούς λέξης, είναι κάποτε αναγκαία, άλλοτε όμως αναγκαία είναι η κατανόηση, ότι καμιά λέξη(από τις προσφερόμενες σε λεξικά), δεν είναι απολύτως κατάλληλη και πρέπει να βρεθεί κάποια άλλη.
Σκεφτόταν συνεχώς, ότι, όταν ο αναγνώστης διαβάζει το κείμενο, σπανίως σκέφτεται ότι δεν πρόκειται για πρωτότυπο κείμενο, αλλά για την νέα του μορφή, μετά την μετάφραση. Και ότι ο μεταφραστής δεν πρέπει να αφήνει την αίσθηση ότι οδηγήθηκε στο τελικό αποτέλεσμα, λειτουργώντας με άλλα νοήματα και εκφραστικά μέσα.
Αυτή η εμπειρία, πέρα από την απόλαυση, έκανε την μεταφράστρια να καταλάβει γιατί πολλές φορές ο μεταφραστής, παρασυρμένος από την σκέψη ενός μεγάλου συγγραφέα, επηρεασμένος από την γραφή του, (φυσικό ως ένα βαθμό) ταυτίζεται κατά κάποιο τρόπο μαζί του, και αισθάνεται σπουδαιότερος, απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Όχι και τόσο σπάνιο φαινόμενο θα μου πείτε, στον χώρο των ανθρώπων των γραμμάτων, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο, κατακλύζονται από το παραπάνω αίσθημα. Ο μεταφραστής μπορεί εύκολα να χαθεί στην μετάφραση, μια και βαδίζει σε άγνωστο δάσος, το ζήτημα είναι αν, ως χαμένος, χάνει ή βρίσκει τον εαυτό του. Είναι πολύ όμορφο να χάνεσαι, με την έννοια, ότι φεύγεις από την πραγματικότητα, ιδίως αν αυτή είναι σκληρή (που συνήθως είναι), και να ψάχνεις αλλού ότι ζητάς. Επιστρέφοντας, δεν είσαι ποτέ ο ίδιος.
Το σίγουρο είναι ότι με όλη αυτή την περιπέτεια, ο μεταφραστής συμβάλλει στην ανάπτυξη της γλώσσας,(τη κάθε γλώσσας).