ΕΣΤΙΑΔΕΣ και ΡΩΜΑΙΕΣ ΔΕΣΠΟΙΝΕΣ
Στη νεοελληνική ποίηση, και ιδιαίτερα εκείνη που γράφτηκε πριν από το 1930, την ποίηση με παραδοσιακό στίχο, θέλω να πω, υπάρχουν δυο ποιήματα που εκείνη την εποχή ήταν γνωστά στο αναγνωστικό κοινό. Και ήταν γνωστά, γιατί πρώτη φορά έλληνες ποιητές εμπνέονταν από τον ρωμαϊκό θεσμό των Εστιάδων στην αρχαία Ρώμη. Πρόκειται για τις «Εστιάδες» του Ιωάννη Γρυπάρη και το «Damnatio memoriae» του Κώστα Ουράνη. Εδώ θα μας απασχολήσει το δεύτερο, που προσφέρεται περισσότερο στο θέμα μας. Εμείς οι παλαιοί των ημερών, που ευτυχήσαμε στα γυμνασιακά μας χρόνια να διδαχτούμε ρωμαϊκή ιστορία, είχαμε υπόψη μας, όταν διαβάσαμε το ποίημα, τον θεσμό των Εστιάδων και την υπηρεσία με την οποία ήταν επιφορτισμένες στον ναό της Εστίας, που υπήρχε στο forum romanum, την αγορά της αρχαίας Ρώμης. Οι έξι ιέρειες που υπηρετούσαν στον ναό της Εστίας έπρεπε να είναι, απαραίτητα, κοπέλες καλών οικογενειών και παρθένες για όσα χρόνια θα ήταν ιέρειες στον ναό της θεάς. Υπήρχε και μία ανάμεσά τους που ήταν η επικεφαλής των Εστιάδων, η Μεγίστη Παρθένος Εστιάδα (Virgo Vestalis Maxima). Είχαν την ιερή αποστολή να διατηρούν στον βωμό της θεάς το ιερό πυρ της πολιτείας άσβεστο. Παράλληλα με τα καθήκοντά τους, απολάμβαναν μεγάλες τιμές, όπως, για παράδειγμα, κατά την προσέλευσή τους στις γιορτές και τις άλλες επίσημες εκδηλώσεις της πολιτείας , προηγούνταν – όπως και κατά την προσέλευση των υπάτων και των πραιτόρων – ραβδούχοι ( lictores ). Από την άλλη πλευρά όμως, όταν δεν τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους, η τιμωρία ήταν ο θάνατος, που, σύμφωνα με τον νόμο, ήταν φριχτός, αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να τις θάψουν ζωντανές. Μια από τις μεγάλες τιμές που είχαν ακόμη ήταν ότι σε κάθε Εστιάδα που έφευγε απ’ τη ζωή ή αφυπηρετούσε, ύστερα από την παρέλευση των τριάντα χρόνων που ήταν υποχρεωμένη να υπηρετήσει τη θεά, είχε στηθεί, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της, άγαλμα με το όνομά της έξω από τον ναό της Εστίας, για να είναι πλατύτερα γνωστή στους σύγχρονούς της και να μη λησμονηθεί από τους μεταγενέστερους. Σήμερα αυτοί που επισκέπτονται το «ρωμαϊκό φόρουμ» στη Ρώμη βλέπουν ανάμεσα στα ερείπια που σώζονται και τα αγάλματα των Εστιάδων. Επίσης η ιερότητα του λειτουργήματός τους ενέπνεε στους πολίτες της Ρώμης μεγάλη εμπιστοσύνη: διαθήκες, έγγραφα συνθηκών και άλλα γραπτά κείμενα ιδιαίτερης σημασίας, ακόμη και χρήματα, παραδίδονταν στις Εστιάδες για φύλαξη (Σουητώνιος, Βίοι των Καισάρων, (Ιούλιος,LXXXIII, 1). Ακόμη και η διαθήκη που άφησε ο Αύγουστος πριν πεθάνει, λέει ο Τάκιτος στα Χρονικά, είχε δοθεί προς φύλαξη στις Εστιάδες: «Τη διαθήκη του την προσκόμισαν στη Σύγκλητο οι Εστιάδες παρθένες. Με αυτήν ορίζονταν κληρονόμοι του ο Τιβέριος και η Λιβία» ( τ. 1, I, 8 ).
Στο ποίημα του Κώστα Ουράνη, που περιλαμβάνεται μαζί με άλλα ποιήματα στη συλλογή Νοσταλγίες (1920), αυτό που ξαφνιάζει τον αναγνώστη και τον κάνει να τρέχει στα λεξικά είναι ο τίτλος του στα λατινικά Damnatio memoriae. Ωστόσο, αυτό που δημιούργησε θέμα δεν ήταν ο τίτλος του ποιήματος, αλλά η λέξη «Βεστάλη» που έφτιαξε και χρησιμοποίησε ο ποιητής στο εν λόγω ποίημα, εξελληνίζοντας τη λατινική λέξη « Vestalis » που σημαίνει Εστιάδα, ή δια βίου παρθένος. Το πόσο τολμηρό ήταν αυτό που έκανε ο ποιητής τότε φάνηκε από την επιστολή που έστειλε αναγνώστης στη Νέα Εστία, διαμαρτυρόμενος για τη λέξη « Βεστάλη » που είδε στο ποίημα. Ο Ουράνης, που στο βιβλίο του Αποχρώσεις αναφέρει αυτή τη διαμαρτυρία, παραθέτει και τα λόγια του επιστολογράφου:«Υποθέτω ότι η λέξη ‘Βεστάλη’ (ένας γνωστός μου διάβασε ο ‘Βαστάλης’ ) είναι η γνωστή μας Εστιάδα. Πού να το μαντέψω όμως; Αν δεν μου έλεγαν πολλοί ότι ο κύριος Ουράνης είναι διαβασμένος άνθρωπος, θα έδινα όρκο ότι αυτή η λέξη είναι μαργαρίτης». Ας δούμε τώρα την απάντηση που δίνει ο Ουράνης : « Όσο για τη λέξη ‘Βεστάλη,’ αυτή είναι ένα ειδικό ρωμαϊκό όνομα που απορρέει από ένα ρωμαϊκό θεσμό. Και τον θεσμό αυτό των παρθένων των επιφορτισμένων να διατηρούν άσβεστη τη φωτιά της πόλης σ’εναν ειδικό ναό, το Templum Vestea, δεν τον είχε κανένας άλλος λαός στην αρχαιότητα, ούτε ο ελληνικός. Η χρησιμοποίηση μιας τέτοιας ειδικής λέξης (ειδικής ενός θεσμού, ενός λαού και μιας εποχής) δεν αποτελεί ούτε ξενομανία, ούτε μπαστάρδεμα της γλώσσας. Αποτελεί… κυριολεξία». Το πόσο δίκιο έχει ο Ουράνης φαίνεται από τα λεξικά που κοίταξα (Μπαμπινιώτη, Σταματάκου, Φυτράκη και της Ακαδημίας), όπου η λέξη « Εστιάδα » δεν υπάρχει. Σήμερα, όμως, που το πνευματικό επίπεδο του ελληνικού λαού είναι αρκετά πιο ανεβασμένο από εκείνο του 1920, δεν θα μας απασχολούσε αυτό το θέμα, γιατί είναι φανερό ότι αν ο ποιητής δεν έφτιαχνε τη λέξη ‘Βεστάλη,’ δεν θα είχε γράψει το όμορφο ερωτικό ποίημα που παραθέτω πιο κάτω. Η λέξη ‘Εστιάδα’ δεν τον βόλευε στο μέτρο του στίχου. Σε ένα άλλο του ποίημα, στις Νέες των επαρχιών, που ήταν βολική η λέξη ‘Εστιάδα’, δεν διστάζει να τη χρησιμοποιήσει:
Και δε φοβάται, σα θα ‘ρθεί μια μέρα, να μη βρεί
σβηστό το φως – κι αλίμονο! – νεκρές τις Εστιάδες;
Ας μη βασανιζόμαστε, λοιπόν, άλλο με αυτό το θέμα. Οι στίχοι που τώρα παρέθεσα δείχνουν καθαρά ότι αυτός ήταν ο λόγος.
Ας έρθουμε τώρα στο ποίημα του Ουράνη και στον λατινικά γραμμένο τίτλο, που, όπως είπα πιο πάνω, σίγουρα θα ξάφνιασε πολλούς. Ο τίτλος ‘Damnatio memoriae’, που σημαίνει ‘Καταδίκη της μνήμης’, δεν είναι μόνο μια φράση που έβαλε ο ποιητής για τίτλο στο ποίημα για να τραβήξει την προσοχή μας× είναι και ορολογία ρωμαϊκού διατάγματος, με την οποία οι ρωμαίοι αυτοκράτορες εκφράζανε την καταδικαστική τους απόφαση να σβήσουν από τη μνήμη των ανθρώπων το όνομα πολιτικού τους αντίπαλου ή ακόμα και προσώπου που ανήκει στην αυτοκρατορική οικογένεια και έπεσε σε δυσμένεια. Στην περίπτωση, όμως , που ο πολιτικός αντίπαλος ήταν συγγραφέας, πέρα από την καταδίκη του σε θάνατο, έκαιγαν και όλα τα βιβλία του.
Ο Κώστας Ουράνης – ο ποιητής που έφερε στην ελληνική ποίηση το spleen και το κοσμοπολιτικό στοιχείο – δεν ήταν μόνο doctus poeta, αλλά και ερωτικός ποιητής. Στη δεκαετία του 1920 η ποιητική συλλογή Νοσταλγίες ήταν το βιβλίο που διάβαζαν οι γυναίκες της Αθήνας. Όσο για το ποίημα που παραθέτω, ήταν, για την εποχή εκείνη, ένας ύμνος στον έρωτα.
DAMNATIO MEMORIAE
C…
VIRGINI VESTALI MAXIMAE
Λευκό το φόρουμ κι έρημο απ’ το φεγγάρι κάτου.
στην ησυχία ένα σκυλί θρηνητικά αλυχτάει
κάπου μακριά. Κατάμονη στο ιερό η Βεστάλη,
το φως της Ρώμης ζωντανό μες στη νυχτιά φυλάει.
*
Άξαφνα σ’ ένα θόρυβο που ακούστηκε, πετιέται,
σωριάζει ξύλα στη φωτιά κι αθόρυβα έξω βγαίνει:
δεν ξέρει πως είναι στιγμές οι ώρες της Αγάπης
και σε μια πλάναν αγκαλιά – πρώτη φορά – ξεχνιέται.
*
Τι κι αν εσβήστηκε η φωτιά στο Ιερό, Βεστάλη,
Τι κι αν σε θάψουν ζωντανή κι από το άγαλμά σου
το βέβηλο θα σβήσουνε, Ποντίφισσα, όνομά σου;
Μια τέτοια νύχτα τη ζωή ολάκερη αξίζει…
*
Τη γλύκα που απ’ την ηδονή στα χείλια σου έχει ανθίσει,
αν και νεκρή, μια μέλισσα θα ‘ρθεί να την τρυγήσει.
Στο ποίημα – που γράφτηκε στη δεκαετία του 1910 – παρατηρείται μια προσπάθεια να μειωθεί η χρήση της ρίμας που δυσκολεύει συχνά την ποιητική έμπνευση. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η αφιέρωση του ποιήματος σε μια Εστιάδα, της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται. Μας δίνεται μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματός της – C – και το ιερατικό της αξίωμα: Virgini Vestali Maximae, για να μας πείσει ότι πρόκειται για Εστιάδα που την αναφέρει κάποιος από τους ρωμαίους Ιστορικούς. Και, πράγματι, έτσι είναι: Στους Βίους των Καισάρων, που έγραψε ο ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, και συγκεκριμένα στον βίο του Δομιτιανού ( 51-96μ.χ.) που ήταν αδελφός και διάδοχος του Τίτου, βρήκα, ύστερα από προσεκτική έρευνα, να γίνεται λόγος για μια Εστιάδα που ταυτίζεται με αυτή του ποιήματος. Το σχετικό απόσπασμα, σε μετάφραση Νίκου Πετρόχειλου, λέει:« (ο Δομιτιανός) έπειτα από λίγο καιρό έδωσε διαταγή να θάψουν ζωντανή τη Μεγίστη Εστιάδα Κορνηλία, που είχε αθωωθεί παλαιότερα αλλά ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα καταγγέλθηκε εκ νέου και αποδείχτηκε ένοχη× και διέταξε να μαστιγωθούν μέχρι θανάτου οι εραστές της στο χώρο του Εκκλησιαστηρίου, με εξαίρεση έναν πρώην πραίτορα για τον οποίο συγκατατέθηκε να εξοριστεί » (VIII,4).Πράγματι, το αρχικό γράμμα του ονόματος και το ιερατικό αξίωμα της Εστιάδας στο απόσπασμα ταιριάζουν με εκείνα στην αφιέρωση, επίσης όμως και με την Εστιάδα του ποιήματος, την οποία ο ποιητής αποκαλεί, λόγω του αξιώματός της, «Ποντίφισσα». Όπως καταλαβαίνει κανείς, το ερωτικό αυτό ποίημα του Ουράνη αναφέρεται και αφιερώνεται σε μια πραγματική Εστιάδα, που έζησε στα χρόνια που κυβερνούσε, στην κοσμοκράτειρα Ρώμη, ο Δομιτιανός. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από εκατό χρόνια από τότε που δημοσιεύτηκε το ποίημα το 1920,για να έρθει στο φως το όνομα αυτής της Εστιάδας, που ήταν άγνωστο. Αν υπάρχει μια διαφορά – γιατί έτσι ήθελε ο ποιητής – ανάμεσα στις δυο Εστιάδες, αυτή η διαφορά είναι ότι η Εστιάδα του ποιήματος, σε αντίθεση με εκείνη που αναφέρει ο Σουητώνιος, πρώτη φορά υποκύπτει στο ερωτικό της πάθος.
Στην αυτοκρατορική Ρώμη ο φεμινισμός ήταν σε προχωρημένο στάδιο και οι γυναίκες της αριστοκρατίας ήταν πολύ πιο χειραφετημένες και πιο μορφωμένες από εκείνες στην Αθήνα της εποχής του Περικλή, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στα παιδιά τους και απασχολημένες με τις δουλειές του σπιτιού, ενώ η μόρφωσή τους ήταν εκείνη της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Απέναντι, όμως, στις ηρωίδες της αριστοκρατίας των αυτοκρατορικών χρόνων, απέναντι στις έντιμες γυναίκες και στις εξαιρετικές μητέρες που περιλαμβάνονταν στους κόλπους της, θα ήταν εύκολο, πράγματι, να αντιπαρατάξουμε τις «απελευθερωμένες» γυναίκες και ακόμα τις αποχαλινωμένες συζύγους, που οι νέες συνθήκες του ρωμαϊκού γάμου αύξησαν τις διάφορες ποικιλίες τους: τις συζύγους που για να μη χαλάσουν τη σιλουέτα τους, απέφευγαν, όπως συμβαίνει συχνά και σήμερα, τα καθήκοντα της μητρότητας× τις συζύγους που δεν υποχωρούσαν στους άντρες τους σε κανένα τομέα, και τους ανταγωνίζονταν, μάλιστα, και σε επιδείξεις δύναμης, που ήταν απαγορευμένες στο φύλο τους× τις συζύγους, τέλος, που, μη θέλοντας να ζήσουν άλλο μαζί τους, έβρισκαν τη λύση της ξεχωριστής ζωής, απατώντας τους ή εγκαταλείποντάς τους, χωρίς να νιώθουν γι’ αυτό ούτε ίχνος ντροπής. Καυτό θέμα, θα λέγαμε, σήμερα, για το κουτσομπολιό στα ‘πρωινάδικα’ των καναλιών. Σε ένα από τα επιγράμματα του Μαρτιάλη, που τα χαρακτηρίζει σατιρικός σαρκασμός, η σύζυγος λέει στον άντρα της: Είχαμε συμφωνήσει ότι θα έκανες κάθε τι που θα ήθελες, αλλά κι εγώ, από τη μεριά μου, θα έκανα όλα μου τα καπρίτσια. Άδικα φωνάζεις και απειλείς, είμαι κι εγώ ένα ανθρώπινο πλάσμα!». Διαβάζοντας κανείς τα λόγια αυτής της γυναίκας νομίζει πως είναι μια γυναίκα του σήμερα και όχι εκείνης της μακρινής εποχής., όπου ο νόμος για τη μοιχεία αφορούσε μόνο τη γυναίκα. Πράγματι, στα χρόνια που έζησε ο Κήνσορας Κάτων – ο πρεσβύτερος, όπως τον λένε για να τον ξεχωρίζουν από τον άλλο τον νεότερο – η γυναίκα έφευγε, με τον γάμο της, από το πατρικό της με τη χειραγωγία των γονιών της (cum manu)) και πήγαινε στο νέο της σπίτι με τη χειραγωγία (cum manu) του συζύγου, το αντρικό κατεστημένο ταύτιζε τότε το παραστράτημα της γυναικείας απιστίας με έγκλημα και επιτρεπόταν να τιμωρηθεί η γυναίκα με θάνατο από τον απατημένο σύζυγο. Θεωρούσαν όμως την παρεκτροπή του συζύγου άνευ σημασίας, και γι’ αυτό δεν προκαλούσε καμία ποινή. Η αυτοκρατορική όμως νομοθεσία, αν και πολύ αυστηρή, ήταν πιο ανθρωπιστική, αφού αφαιρούσε από τον σύζυγο το δικαίωμα της απονομής δικαιοσύνης και πιο εξισωτική, αφού επιφύλασσε τις κυρώσεις και για τα δύο φύλα.
Ο Αύγουστος – που έβλεπε αυτή τη διαφθορά στη ρωμαϊκή κοινωνία και ήθελε να την εξοβελίσει – ήταν ευσυγκίνητος άνθρωπος, αλλά και αμετάπειστος στις αποφάσεις που έπαιρνε ενάντια σε κάθε ανηθικότητα. Για τον σκοπό αυτό ποινικοποίησε αυστηρά «ακολασίες, μοιχείες και Βαϊες» όπως συνήθιζε να λέει ο Κικέρων, ο κορυφαίος ρήτορας της αρχαίας Ρώμης. Για τη μοιχεία, συγκεκριμένα, εξόριζε τους μοιχούς, τους στερούσε τη μισή περιουσία και τους απαγόρευε για πάντα να παντρευτούν μεταξύ τους. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Σουητώνιος λέει για τον Αύγουστο και την κόρη του, που, αν και παντρεμένη, ικανοποιούσε τη γενετήσια βουλιμία της παράνομα: «Είναι γεγονός ότι υπέμεινε με πολύ μεγαλύτερη καρτερικότητα το θάνατο των δικών του προσώπων παρά την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Έτσι, ο θάνατος του Γάιου και του Λεύκιου δεν τον συνέτριψε τόσο πολύ, ενώ για τα σχετικά με τη διαγωγή της κόρης του (Ιουλίας) ειδοποίησε τη Σύγκλητο με επιστολή που διάβασε κατά την απουσία του ο ταμίας, και για πολύ διάστημα απέφευγε από ντροπή να συναντήσει οποιονδήποτε, ενώ του πέρασε από το νου ακόμα και να την εκτελέσει. Και όταν μια από τις έμπιστές της, η απελεύθερη Φοίβη, αυτοκτόνησε τότε με απαγχονισμό, εκείνος δήλωσε ότι θα προτιμούσε να ήταν πατέρας της Φοίβης »(LXV, 2 ). Και είναι αλήθεια ότι δεν δίστασε, σύμφωνα με τον νόμο, να την εξορίσει. Είναι όμως κρίμα να ρίχνουμε όλο το άδικο μόνο στην Ιουλία, τη δύστυχη κόρη του Αυγούστου, και να καλύπτουμε τον αυταρχισμό και τις λάθος αποφάσεις του πατέρα της: να της δίνει συζύγους της αρεσκείας του. Ο Σουητώνιος λέει ακόμα για τον γάμο της Ιουλίας με τον γιο της γυναίκας του Λιβίας Τιβέριο (από τον γάμο της με τον Τιβέριο Νέρωνα): «Όταν πέθανε ο Αγρίππας (σύζυγος της Ιουλίας), αφού ο Αύγουστος για αρκετό διάστημα εξέταζε ποικίλα ενδεχόμενα, ερευνώντας περιπτώσεις ακόμα και από την τάξη ιππέων, επέλεξε τελικά τον προγονό του Τιβέριο, τον οποίο και ανάγκασε να πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του, που ήταν έγκυος και τον είχε ήδη κάνει πατέρα» (LXIII). Και συμπληρώνει ο Τάκιτος σε μετάφραση πάλι Ν. Πετρόχειλου: «η Ιουλία είχε παντρευτεί τον Τιβέριο, τον οποίο περιφρονούσε και θεωρούσε κατώτερό της× και αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που τον έκανε να αποσυρθεί στη Ρόδο. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, την εγκατέλειψε εξόριστη, εξευτελισμένη [….] να πεθάνει από τη φτώχεια και τον πολύχρονο μαρασμό» ( τ.Α,I, 53 ). Αυτά είναι τα οικογενειακά δράματα, όταν ακόμη και βασιλοκόρες, όπως η Ιουλία, δεν μπορούσαν να έχουν σύζυγο τον άνθρωπο που ήθελαν και αγαπούσαν. Και όλα αυτά από έναν πατέρα που – αν πιστέψουμε τον Ρόμπερτ Γκρέιβς σ’ αυτό που λέει στο υπέροχο βιβλίο του Εγώ, ο Κλαύδιος – είχε στον λογαριασμό της νιότης του τέσσερα, ακριβώς τέσσερα, νόθα παιδιά. Λέει ακόμα κάτι ο Γκρέιβς στο βιβλίο του για τον Αύγουστο και τη Λιβία, τη σατανική γυναίκα του: «Η Λιβία προσφυώς σταθεροποίησε την επιρροή της πάνω στον Αύγουστο προμηθεύοντάς του, κρυφά από μόνη της, όμορφες κοπέλες για να κοιμηθεί μαζί τους όποτε έβλεπε ότι οι πόθοι του έφερναν ανησυχία». Σε τέτοιο σημείο είχε φτάσει η διαφθορά, ώστε να είναι ο Αύγουστος μοιχός με τη συγκατάθεση και την αρωγή της γυναίκας του. Πώς όμως να κατηγορήσεις για διαφθορά εκείνη την εποχή, όταν στην εξελιγμένη κοινωνία των ημερών μας ο πατέρας κοιμάται με την κόρη του; Έχει δίκιο, λοιπόν, ο Όσκαρ Ουάιλντ, κι ας τον λένε μερικοί παραδοξολόγο : « Δύο είναι δρόμοι που οδηγούν στον πολιτισμό: ο ένας είναι η πνευματική καλλιέργεια και ο άλλος η διαφθορά » ( Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι ).
Οι ακόμα πιο βαριές ποινές που θέσπισε ο Τιβέριος για τη μ ο ι χ ε ί α, έφεραν τις γυναίκες της αριστοκρατίας, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν άλλο τη συζυγική κλίνη, σε μεγάλη απελπισία. Πάντως, τώρα διαπίστωσα πόσο δίκιο είχε εκείνος που είπε ότι εκεί που εμείς οι άντρες μένουμε στα λόγια, οι γυναίκες τολμούν. Δικαιώνεται όμως και ο μέγας «γυναικολόγος» του Παρισιού Ονορέ ντε Μπαλζάκ που λέει: «Οι γυναίκες αμύνονται πάντα με επίθεση». Γι’αυτό διαβάστε και θαυμάστε τι λέει ο Σουητώνιος για την αντίδραση των μοιχαλίδων της ρωμαϊκής αριστοκρατίας: «Πασίγνωστες γυναίκες της ρωμαϊκής κοινωνίας άρχισαν φανερά να ασκούν το επάγγελμα της πόρνης, παραιτούμενες έτσι από τα δικαιώματα και το κύρος που τους προσέδιδε η θέση της παντρεμένης ρωμαίας δέσποινας, και τούτο για να αποφύγουν τις κυρώσεις που προέβλεπε ο νόμος» (Τιβέριος, ΧΧΧV, 1). Πρέπει ακόμα να προσθέσω ότι ο Τιβέριος ξεπέρασε και αυτό τον Αύγουστο, αφού « απαγόρευσε και το φιλί για ψύλλου πήδημα» (Τιβέριος,XXXIV,1). Για το φιλί, λέω, για το οποίο ο ερωτικός σ’ αυτό τον στίχο της Οδύσσειας Νίκος Καζαντζάκης υποστηρίζει ότι «δούλοι κι αφέντες, όλοι τους θεοί, μες στου φιλιού τη ζάλη».
Υπήρξε, θα έλεγα ακόμη, τόσο στη δημοκρατική όσο και στην αυτοκρατορική Ρώμη μια κατηγορία γυναικών που προτιμούσε τη φιλολογική φήμη. Τις βλέπουμε, ανεξάντλητες και φλύαρες, να χρησιμοποιούν, με μια γελοία επιτήδευση, την ελληνική και τη λατινική γλώσσα, να ζαλίζουν, ακόμα και την ώρα του φαγητού, τους συνομιλητές τους με τις λεπτομερείς αφηγήσεις των αναμνήσεών τους και το θράσος των κρίσεών τους. Θα έλεγα ακόμη ότι συνηθίζουν να δικαιολογούν τη Διδώ που, για την εγκατάλειψή της από τον Αινεία, αποφάσισε να πεθάνει ή να κρεμούν στη ζυγαριά τον Βιργίλιο από τη μια μεριά και τον Όμηρο από την άλλη, και, με μια έπαρση χωρίς προηγούμενο, ν’ αποστομώνει πολυμαθείς φιλολόγους και εύγλωττους ρήτορες. Αναμφίβολα, ο Πλίνιος ο Νεώτερος είχε γοητευτεί από την πολυμάθειά τους, αν κρίνει κανείς από τους επαίνους που επιδαψιλεύει στη σύζυγο του Πομπήιου Σατουρνία για τις επιστολές της, γραμμένες με τέτοια χάρη, που μπορούσε να τις εκλάβει κανείς «για έργα του Πλαύτου και του Τερέντιου, διατυπωμένα σε πεζό λόγο». Κλείνω αυτό το κείμενο με τούτη τη συμβουλή για το «ισχυρό φύλο»: Το γεγονός, κύριοι, ότι ο Αύγουστος κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η ρωμαία δέσποινα Λιβία κυβερνούσε τον Αύγουστο δείχνει ξεκάθαρα ότι ισχυρό και ασθενές φύλο δεν υπάρχει. Λιβίες και Αύγουστους βρίσκεις στη ζωή και σήμερα. Καλά θα κάνουμε, λοιπόν, να μην την υποτιμάμε, αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι ταυτόχρονα το αριστούργημα του Θεού και το εργαλείο του Διαβόλου.
—————————