Ο λεπτουργός
Ο λεπτουργός, εξόριστος στον αμμώδη χρόνο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, τυραννιέται απ’ την διπλή του φύση. Είναι ένα ον με τιμή ανθρώπου και χρέος θεού. Με πόθο σφαίρας και μνήμη θηράματος. Σε δρόμο αγγέλου και κατοικία αράχνης. Σε ενοχή βράχου και μετάνοια θάλασσας.
Για δόξα μονοκράτορα κι απολαβές σκουληκιού. Για ζωή άνεμο και θάνατο φωτιάς.
Ο λεπτουργός εκτίει την ζωή του. Έγκλειστος στο τρομώδες άσπρο εκτός φάσματος. Κυρίως τοίχοι γύρω. Υπερδιπλάσιοι απ’ τους ορίζοντες τον χώρο. Προβλέποντας άγνωστες διαστάσεις.
Μια προβολή τρέχει ταχύτατα στους τοίχους. Ακατανόητες εικόνες σ’ αδιάκοπη διαδοχή. Άπειρα γεγονότα και παραλλαγές, συμπαντικά κι ασήμαντα.
Συμβαίνοντας όλα ταυτόχρονα, σημαίνοντας όλα, συγκλίνοντας.
Αριστερά, ένα τραπέζι. Πάνω του, εύφορα χαρτιά, όπου το μηρυκαστικό του κάποτε, βόσκει ανύποπτο το τίποτα.
Κάτω απ’ το τραπέζι, άλλο φάντασμα. Ο σκύλος – φύλακας του τίποτα, γρυλίζει στο ποτέ.
Άγρυπνος, παρακολουθώντας με τα χίλια μάτια του των πεθαμένων.
Μπροστά, μια ξύλινη καρέκλα. Σαν πρόσθετο μέλος την φοράει ο λεπτουργός να στηριχτεί. Καθώς ο νους του με στροβίλους θείου, μίλια, άρρυθμα, διατρέχει την ιλιγγιώδη έρημο από σκόνη ανθρώπου.
Στα δεξιά, πυκνώνοντας το άδειο, θύελλα σε στάση. Αθέατη η τρίτη Μοίρα εργάζεται.
Το Έργο είναι ακόμα μονάχα στα σημεία στίξης ορατό. Κυρίως παύσεις και σκοτάδια. Τ’ αληθινό του μέγεθος, πέρα απ’ την ζωή αυτή.
Σε λίγο, θα δοθεί στον λεπτουργό.
Η έξοδος είναι στο βάθος. Ασταθής, με κλίση αφύσικη στον ουρανό. Όλο τριγμούς, ανάσες και στριγκλιές. Μες στους καπνούς. Σε λάθος σχήμα και δονούμενη. Διπλά και τριπλά κλειδωμένη με γρίφους παιδικούς. Ανοίγοντας μονάχα προς τα μέσα.
………………………………………………………………………………………………………..
Ο λεπτουργός, νύχτα Σαββάτου κι αδρανεί μπροστά στην αναμμένη λάμπα. Στον φωτεινό της κύκλο θαυμάζει τα μη έργα του. Δημιουργήματα άψογης τέχνης, απειροελάχιστα, στίλβοντα, πάνοπλα, αθώα, πολυποίκιλτα, καιόμενα.
Σπείρα ατέρμονη ανεβοκατεβαίνοντας, χορεύοντας. Μια παντομίμα έμπυρων ψυχών. Υπαινιγμοί αιωνιότητας.
Ταυτίζεται ο λεπτουργός και πάλι διαφοροποιείται. Στα κενά, η σύγχυση θεού. Η προστατεύοντάς τον απ’ την γνώση. Επειδή στον κόσμο αυτό οφείλει να’ ναι αντίδικος. Να συμφιλιώνεται μονάχα αναγκασμένος, στην κοινή τύχη και στον ύπνο.
Άπορος στον κόσμο αυτό ο λεπτουργός. Όμως, το πνεύμα του, επιταγή. Εξαργυρώνεται, πληρώνει χρέη παλαιά.
Και αποκτά τα πράγματα.
Και τότε, ταπεινά την τέχνη του ασκεί: Με άκρα προσοχή, μέσα σε κάθε πράγμα εντοπίζει την αιτία του. Μετρά τις παρεκκλίσεις, διορθώνει, προσπαθεί. Τις σημασίες του όλες ξανά φορτίζει, το απροσδιόριστο εξισορροπώντας.
Συντονίζει και πάλι τον λεπτότατο μηχανισμό προς το Αναίτιο. Τον ενεργοποιεί. Προετοιμάζοντας με δέος των παροδικών μορφών κι ιδιοτήτων την απόδοση στο αρχικό τους υλικό. Με τον οριστικό του χρόνο, υπολογίζει τον αόριστο.
Ήρθε η ώρα. Όλα θα ξαναρχίσουν τώρα, κι ο λεπτουργός, σε βαθιά κι ευφρόσυνη αμφιβολία, θα συνεχίσει την κρυπτογράφηση των φαινομένων.
Φέρνει κοντά του τον μεγάλο κώδικα της προσευχής.
(…)