Απομονώνω ό,τι συνεγείρει αμέσως με την πρώτη ανάγνωση: α) την αίσθηση μιας ανανεωτικής αμιγώς ποιητικής ονοματολογίας, β) το πρόσθετο κέρδος από τη ριζική ανατροπή και περαιτέρω δημιουργική ανασύνθεση ιδεολογημάτων, γ) τον διάχυτο ηθικό ρεαλισμό, δ) την οξυδερκή μεταχείριση του μεταφορικού τονισμού του νοήματος, ε) την έντεχνη ανάδειξη λησμονημένων πραγμάτων, στ) τις δυναμικές αντιστικτικές συνθέσεις, ζ) τις γραμμικές αλληγορικές αλυσίδες και η) τις αιφνίδιες, όχι κατ΄ ανάγκην εξωλογικές συνεπαγωγές από την έως τώρα διαδρομή ενός συνειδητά αναστοχαστικού βίου. Οπως συμβαίνει εδώ φέρ’ ειπείν: «Η σύνταξη είναι μια πυκνή φυλλωσιά πίσω από την οποία κρύβεις την έλλειψή σου. Αν ξέραμε τι είμαστε, η γλώσσα θα είχε μόνο ουσιαστικά. Με άντρα, παιδί και εραστή θα είναι πλήρης. Τι όμορφο δάσος, θα λέει».
Η μαθητεία στη σχολή ενός εξημερωμένου, αρκετά ήπιου υπερρεαλισμού είναι καθόλα εμφανής. Κι άλλο τόσο, όπως αποδεικνύεται στο πεδίο των απαιτητικών εφαρμογών του λόγου, ευεργετική. Η δε μεθοδική επεξεργασία των κατά κανόνα ολιγόστιχων κομματιών επιβεβαιώνει την όντως ιδιάζουσα σχολαστική ετοιμότητα. Πρόκειται για την τρίτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κατιώνη (Καβάλα, 1983). Προηγήθηκε Το παραμύθι από ψηλά (εκδ. Ροές, 2000) και οι Τρεις μέρες και ένα τρένο (εκδ. Θράκα, 2016).
Το αποφασιστικό αποτύπωμα των μηνυμάτων και των διαδοχικών συμφραζομένων τους διακρίνεται από μιαν αταλάντευτη προσήλωση στην πρόσφορη διαχείριση του σημαίνοντος συναισθηματικού φορτίου. Η γραφή αξιοποιεί από εξομολόγηση σε εξομολόγηση, μεταξύ άλλων, το στοιχείο της μετωνυμίας, διατηρώντας πάντα ακμαία τόσο την πρωτότυπη φύση της, όσο και τη ρηματική της αυθεντικότητά. Η οντολογική παράμετρος αναδεικνύεται αυτούσια από έκφανση σε έκφανση. Απορρίπτοντας εξ ορισμού κοινοτοπίες και αδολεσχίες, το φώνημα υπομνηματίζει ουσίες. Φαίνεται ότι τα είκοσι τρία χρόνια, τα οποία μεσολαβούν από το πρώτο έως το σημερινό της έργο, υπήρξαν ασφαλώς γόνιμα, όσον αφορά κυρίως στην καθόλα διεξοδική στιχική άσκηση.
Παρατηρώ ότι σε κάθε σχεδόν σελίδα της συλλογής διατυπώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια και εννοιολογική αυτάρκεια διακριτοί αφορισμοί. Συναπαρτίζουν έναν πάλλοντα σημασιολογικό κάνναβο. Σ’ ένα βαθμό ανακαλείται η στρατηγική των επιγραμμάτων. Αρκούν τα εξής πέντε παραδείγματα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Μάτια μου γλυκά / Τι σαρκοφάγος μεταφορά ο έρωτας», «Αγγελος / είναι ένας θεός που ντρέπεται», «Ο απλούστατος στίχος / “λάμπει ο ήλιος” έφτιαξε μόλις τον ουρανό σου», «Οι εποχές / είναι ταξίδι αταξίδευτο. Ο χρόνος ένας έντρομος τόπος», «η γλώσσα αγαπά να βλέπει. Και οι γλώσσες είναι θεωρεία θέασης μιας τρύπας που μας χωρά» και «Ζωντανό θα πει “είμαι το νόημα”. Εδώ η λέξη “νόημα” μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιαδήποτε άλλη λέξη. Το ρήμα “είμαι” είναι για το ζωντανό αναντικατάστατο. Ζώο είναι το ζωντανό που στέκεται στο χείλος του νοήματος και χαζεύει θαμπωμένο. Στο χείλος του νοήματος όλα είναι φαντασμαγορία. Η φαντασμαγορία ονομάζεται παράδεισος. Η πρώτη λέξη που είχε ποτέ νόημα, η πρώτη λέξη, ειπώθηκε από ζώο ερπετό. Ηταν ερπετό η πρώτη λέξη. Ερποντας ήρθε η λαχτάρα. Η λαχτάρα είναι έξω από τον παράδεισο. Παράδεισος είναι μια τρύπα στη λαχτάρα. Λαχτάρα είναι η πρώτη λέξη, η λέξη που γέννησε τη λέξη, που γέννησε την ανθρωπότητα. Επεσε η ανθρωπότητα από μια μήτρα φαντασμαγορική προς την επιθυμία».
Η απρόβλεπτη συνεπαγωγή, η παράδοξη συνεκδοχή, η τολμηρή συνδήλωση συγκαταλέγονται στις πλέον ενδεικτικές όψεις της συγκεκριμένης πολιτικής της αισθητικής συνάθροισης των νοημάτων. Kρίσιμες λέξεις ή και ολοκληρωμένες προτάσεις του προκείμενου ποιητικού διαβήματος μεταδίδουν με τακτ, το υπογραμμίζω αυτό, έννοιες ή ιδέες, τις οποίες δεν συνηθίζουν να εκπροσωπούν στην τρέχουσα, στη λεγόμενη πάγια χρήση τους. Αυτή ακριβώς η επιμελής μεταλλαγή προσδίδει στην όλη τελική εκφορά την ομολογούμενη γοητεία της.