You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Περί λογοτεχνίας και έμπνευσης

Λίζα Διονυσιάδου: Περί λογοτεχνίας και έμπνευσης

ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ

Σύμφωνα με τον Ναμπόκοφ, η λογοτεχνία δεν γεννήθηκε τη μέρα που ο νεαρός βοσκός φώναξε: «Λύκος, λύκος!» ενώ πίσω του έτρεχε ο γκρίζος λύκος, αλλά, την μέρα που ο βοσκός φώναξε: «Λύκος, λύκος!», ενώ πίσω του δεν υπήρχε λύκος. Ανάμεσα στον πραγματικό λύκο και τον λύκο του παραμυθιού, τρεμοφέγγει και απλώνεται κάτι άλλο. Αυτό το διάστημα που αχνοφέγγει, αυτό είναι η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι επινόηση. Η φαντασία είναι φαντασία. Το να ονομάσεις μια διήγηση αληθοφανή, σημαίνει ότι προσβάλεις και την τέχνη και την αλήθεια. Κάθε μεγάλος συγγραφέας, είναι πρώτα απ’ όλα μεγάλος ψεύτης. Τέτοιος αρχιπαλιάνθρωπος  άλλωστε είναι και η φύση. Χρησιμοποιεί ολόκληρο σύστημα από κόλπα και πειρασμούς. Ο συγγραφέας ακολουθεί απλώς το παράδειγμά της.

Όπως κι αν έχει, σχετικά με το πότε γεννήθηκε η λογοτεχνία και με το τι είναι λογοτεχνία, προσωπικά, ασπάζομαι την ρήση του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα, σύμφωνα με την οποία, η λογοτεχνία είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος για να αγνοείς τη ζωή. Αν δε, την ερωτευτείς, αγγίζεις επικίνδυνα την ευτυχία.

Πριν μερικά χρόνια, διάβασα ένα βιβλίο του φίλου μου Πάνου Σταθόγιαννη με τίτλο, «Αφήστε λίγο γλυκό και για μας κύριε Κάφκα». Από τότε, επηρεασμένη έντονα από την γραφή του που με γοήτευσε, άρχισα απελπισμένα να ψάχνω για υπολείμματα γλυκού που ενδεχομένως θα είχαν ξεμείνει κάπου. Δεν μπορεί ! (σκεφτόμουν) Ο Κάφκα κάτι θα άφησε. Κουβαλούσα όπου πήγαινα ένα κουταλάκι του γλυκού,(ώστε να μην δοκιμάσω το γλυκό από ξένο κουτάλι), και σκεφτόμουν ότι δεν είναι δυνατόν να μην έμεινε κάτι. Αργότερα σκέφθηκα ότι ίσως το γλυκό που θα έβρισκα να μην ήταν του κουταλιού, αλλά του ταψιού. Σε αυτή την περίπτωση το κουταλάκι δεν θα με βοηθούσε ιδιαίτερα. Έτσι , μαζί με το κουταλάκι άρχισα να κουβαλώ και τα σχετικά μαχαιροπήρουνα , καθώς και άφθονες χαρτοπετσέτες για το σιρόπι. Παρ όλη την ετοιμότητά μου δεν ευτύχησα μέχρι σήμερα που σας γράφω να γευτώ το περίφημο γλυκό στο οποίο αναφερόταν ο συγγραφέας. Απλώς, πάχυνα λόγω του εξοπλισμού που κουβαλούσα. Αφήνω που έκανα τρία ταξίδια στην Πράγα. Στο  τελευταίο μάλιστα, κάθισα αρκετή ώρα στον τάφο του Κάφκα, σε μια άκαρπη προσπάθεια να επικοινωνήσω μαζί του. Η αλήθεια είναι ότι στην γέφυρα του Καρόλου είχα μια ευχάριστη συνάντηση με έναν παλιό φίλο. Ακόμη και τότε όμως , όταν του ανέφερα τον σκοπό της επίσκεψής μου, ο φίλος με κοίταξε αμήχανα και μου φάνηκε μάλλον μπερδεμένος.

Αργότερα ωστόσο, αισθάνθηκα  ότι είμαι δεμένη με την λογοτεχνία, όταν διαπίστωσα ότι μονίμως με απασχολούν ερωτήματα στα οποία δεν μπορώ να δώσω απαντήσεις. Αυτό ακριβώς κάνει και η λογοτεχνία.(τουλάχιστον η καλή). Τα υπόλοιπα κείμενα, αυτά που δίνουν ξεκάθαρες  απαντήσεις, δεν είναι λογοτεχνία. (Εξαιρούνται τα επιστημονικά, αν και αυτό είναι συζητήσιμο). Δεν μιλώ για τους ανθρώπους που έχουν μια απάντηση για όλα, αυτοί είναι καταδικασμένοι να ζουν στην πλάνη τους, στρέφονται ίσως στην πολιτική, και σίγουρα πλήττουν με την λογοτεχνία.

Ενώ όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου, το καράβι της γραμμής με έφερε στο αγαπημένο μου νησί. Από το παράθυρο μου βλέπω μια εικόνα της θάλασσας, που δεν μοιάζει αληθινή, μια και την έχει αδράξει απόλυτη ακινησία. Αληθινή δεν μοιάζει, αλλά ούτε και επινοημένη. Άρα δεν με βοηθάει στην έμπνευση.  Στο διπλανό χωράφι τριγυρίζει τσιμπολογώντας, μια αλανιάρα μαύρη κότα.  Η αλήθεια είναι πως  ούτε αυτή η  εικόνα, δεν με βοηθάει στην πολυπόθητη έμπνευση που θα μου δώσει την δύναμη να συνεχίσω εκείνο το αρχινημένο μυθιστόρημα που κόλλησε στην σελίδα 29. Μα, στο 29 ; Ούτε κατασκευαστές πλυντηρίων να ήταν. Κάτι δεν πάει καλά.  Ή απλώς, καλά θα κάνω να παραιτηθώ από την ιδέα της συνέχειας; Α ! Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι ! Πρόκειται για το τρίτο μέρος μιας τριλογίας, που αν δεν ολοκληρωθεί, θα είναι σαν τα δύο προηγούμενα, να μείνουν για πάντα διψασμένα  για μια συνέχεια.  Συνέχεια για ποιόν, θα μου πείτε ; Σίγουρα όχι για την ανθρωπότητα, που και  χωρίς το δικό μου πόνημα, έχει μπουχτίσει από συγγραφικές φλυαρίες. Τότε για ποιόν;  Μα, για μένα. Είναι γνωστό ότι, ότι γράφεται, γράφεται κυρίως για να θρέψει  την ματαιοδοξία του γράφοντος. Αυτές οι σκέψεις κάπως με ηρέμησαν. Σε τελευταία ανάλυση δεν βιοπορίζομαι από το γράψιμο. Σε τέτοια περίπτωση κάτι θα… εύρισκα. Αν δε, πληρωνόμουν με την σελίδα, όπως ο Ντοστογιέφσκι, εκεί να δείτε… για πότε η σελίδα 29 θα μεταμορφωνόταν σε 229 !

Η έμπνευση όμως , όπως και ο σεβασμός, η αγάπη, και πολλά άλλα επιθυμητά, δεν εκβιάζεται. Αν είναι ‘ρθει θε ν’ αρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει …

Ο καιρός είναι υπέροχος, τα χρώματα φωτίζουν τις σκοτεινές σκέψεις μου και βγαίνω για μια βόλτα! Ίσως στην βόλτα μου συναντήσω την έμπνευση, να περπατάει λυπημένη. Ίσως πάλι, περάσω αδιάφορη δίπλα της, αρκεστώ στα χρώματα  και τις εικόνες, και επιστρέψω, αποφεύγοντας τα συναπαντήματα με αυτή την κυρία που αδιαφορεί για την προσμονή μου. Ίσως και εκείνη, χρειάζεται τον χρόνο της, κουρασμένη από επίδοξους συνοδοιπόρους που δεν την αφήνουν σε ησυχία. Δεν αποκλείεται καθόλου, αν αφήσω την έμπνευση στον μοναχικό της περίπατο, να  προσφέρω περισσότερα στην λογοτεχνία !

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.