Ένα απόλυτα αντισυμβατικό βιβλίο
Καταρχάς, «Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου» είναι ένα πέρα έως πέρα αντισυμβατικό βιβλίο, που διαβάζεται με πολλούς τρόπους και επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες.
Προσωπικά, φαντάζομαι την Αθανασία να κάθεται απομονωμένη σ’ ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά, βιβλία, φωτογραφίες, τσιγάρα κι αποτσίγαρα, και, πίνοντας μια γουλιά καφέ πριν ξεκινήσει το γράψιμο, να αναρωτιέται:
«Τι να πω για έναν κόσμο αγνώριστο και τρομακτικό, εφιαλτικό και απροσπέλαστο; («αδέσποτο σκυλί», τον ονομάζει στη σελ. 57).
Πώς να περιγράψω αυτόν τον “θαυμαστό καινούργιο κόσμο” με τους μεταλλαγμένους ανθρώπους- μια βάναυση κοινωνία σε μια αντιπνευματική εποχή; Και τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, όνειρα, παρελθόν και μέλλον;».
Την φαντάζομαι ακόμα, έτσι απρόβλεπτα τολμηρή που είναι, να πιάνει ένα μαχαίρι, να το βουτάει στα σωθικά της («ποιος πονούσε περισσότερο, η πληγή ή το μαχαίρι;», αναρωτιέται στο ΕΝΘΥΜΙΟ, σελ. 17) και να αρχίζει να γράφει ασταμάτητα. Κάθε ποίημά της και μια μαχαιριά για όλα αυτά που βίωσε αλλά δεν χάρηκε αρκετά («η παιδική ηλικία/ που δεν χόρτασα ακόμα», γράφει στη σελ. 90) και που την έχουν σημαδέψει ως άνθρωπο .
Σαν σκηνοθέτης αυτοβιογραφικής ταινίας, καρέ-καρέ, μάς ξεναγεί στα παιδικά της χρόνια και μας μιλάει για μια σειρά από καταστάσεις και γεγονότα, που όλο αλλάζουν κι όλο τα ίδια μένουν. Με ωριμότητα πλέον, μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο, την αγάπη και τα βάσανα, την υπαρξιακή αμφιβολία:
«το φοβισμένο παιδί που υπήρξα/ ως ύποπτη κηλίδα σε μια χώρα/ σώβρακο λερωμένο» (σελ. 34, ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ). Ή αλλού: «μέσα μου…,/ τρεις επιζώντες από τα συντρίμμια ενός τρένου, ένας άντρας με κουτσό ποδάρι, μια γυναίκα και ένα κουλουριασμένο παιδί/, που όλα τα αισθάνεται ως συνέχεια μιας άδικης τιμωρίας» (στο ΝΑ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ, σελ. 25). [ΣΗΜ.: Σε αυτό υποθέτω ότι το κίνητρο ήταν το έγκλημα των Τεμπών].
Μέσα από την εξομολογητική όσο και αναστοχαστική γραφή της, προσπαθεί να βάλει κάποια τάξη στα συναισθήματα και τις μνήμες που τη βασανίζουν από τα παιδικά της χρόνια: «μέσα μου άλογα τρέχουν, αφηνιασμένα καλπάζουν» (σελ. 85). Και η διαρκώς ταραγμένη ψυχή της που πασχίζει για την «Αλήθεια» λυτρώνεται μέσα από την ποίηση (π.χ. το καταπληκτικό ΤΡΑΥΛΙΣΜΑ, σελ. 57: «Είναι μια φράση/ που μέσα μου λιώνει/ ο κόσμος ένα αδέσποτο σκυλί/ που δεν αγαπήθηκε/ και τώρα βάλθηκε/ να δαγκώνει».
Κόρη και εγγονή κομμουνιστών (ο παππούς της εγκαινίασε, σαν πρώτος εξόριστος την Γυάρο), γεννημένη στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, μπορεί να μην πρόλαβε η ίδια την επταετία της χούντας, αλλά δεν παύει να στοιχειώνεται από τις εικόνες και τις μνήμες της – όπως στο ΚΟΣΤΙΖΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ, σελ. 30, όπου ο Μάλλιος, ο γνωστός αρχιβασανιστής, φωνάζει με την ντουντούκα στους έγκλειστους του Πολυτεχνείου το 1973: «σας μιλάω σαν πατέρας/ (και οι φωτογραφίες του) «να σου καίνε τις φράσεις/ μαζί και τα πέλματα». [Σημ.: θεωρώ ότι με αυτήν την περιγραφή (πέλματα ίσον φάλαγγα), το «κωλόπαιδο» της Αθανασίας, ίσως να συμφωνεί και με τη μετέπειτα δολοφονία του Μάλλιου από τη 17 Νοέμβρη – «Να αγιάσουν τα χέρια τους»!, όπως έλεγαν και έγραφαν τότε τα ΜΜΕ].
Μισεί «τους απάνω» για το καταστροφικό τους έργο και τους πολεμάει με λύσσα: «κι όσα οι ρουφιάνοι του καιρού πρόκειται να θάψουν» (σελ. 34), «που οι άνθρωποι/ μες την ιδέα τελειώνουν/ τους ανθρώπους» (ΜΠΟΦΟΡ, σελ. 100). Ωστόσο, πίσω από τον καταγγελτικό λόγο διαγράφεται η σκληρή επίγνωση του κοινωνικού κομφορμισμού και της πολιτικής ματαίωσης: «Γιατί το πλήθος/ δεν ενδιαφέρεται για ήρωες/ δεν ξεχωρίζει τους λύκους απ’ τα σκυλιά/ ένα χειροκρότημα επιθυμεί κι ύστερα/ συνεχίζει τη ζωή του» (σελ. 73) και παρακάτω (σελ. 75 «Οι άνθρωποι γύρω μου ξεφτίζουν εύκολα/ με δυο τυχαίες σταγόνες βροχής», ή τέλος «Που λέμε τα συνθήματα/ κι ύστερα πάμε σπίτια μας/ γυρεύοντας κέρματα για το αυριανό ψωμί» (ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ, σελ. 98), (που θυμίζει εκείνο το «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!» του Βάρναλη).
Και να πως το περιγράφει η ώριμη πλέον Αθανασία, πριν λίγες μέρες στο φβ: «Ως ώριμοι ενήλικες, τα βράδια στο σπίτι γελάμε σαρκαστικά με το παρελθόν μας,/ κατηχητικό, πρόσκοποι, ΚΝΕ, πατριαρχική οικογένεια, μυθοπλασίες, οικογενειακή ρίζα, αγράμματοι-εγγράμματοι, βιώματα, επιλογές, κατάρριψη, απόρριψη, επέκταση…./ Ήταν το Έθος των μωρών της Μεταπολίτευσης, ποικιλόμορφο και πολύπλοκο!».
Κι όμως, παρακολουθώντας το «κωλόπαιδο» της Αθανασίας στο δρόμο «της ατομικής του πανωλεθρίας» (σελ. 43), δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε κάποιες ρωγμές που προκαλούνται στο οικοδόμημα των κυρίαρχων αξιών – σημάδι μιας παρήγορης σκέψης ότι το παιχνίδι της κατανόησης των ανθρώπινων σχέσεων και αναζητήσεων δεν τελείωσε ακόμη, συνεχίζεται όσο οι άνθρωποι αλλάζουν κατανοώντας τον εαυτό τους.
Αυτή η μικρή ανοιχτή χαραμάδα αισιοδοξίας εκφράζεται στο ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ, (σελ. 78), που εμφανίζει «την αγάπη και τη γραφή» ως «μια παράδοξη αίσθηση δύναμης». Κι αμέσως μετά: «Μεταξύ μας, όλοι χαιρόμαστε/ τα καταπράσινα βλαστάρια/ της κάθε Άνοιξης». Όπως και παρακάτω, στη σελ. 81, ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ: «Ν’ αστράφτει ο ήλιος στο τραπέζι/ κανείς να μην μείνει νηστικός, ακόμα/ κι ο ετοιμοθάνατος διψά/ για γιορτές, χαρές και πανηγύρια».
Με λίγα λόγια, η ποίηση της Αθανασίας σημαδεύεται από μια συνεχή ένταση ανάμεσα σε δύο πόλους:
- Από τη μια, η βαριά κληρονομιά της ιστορίας πάνω σε ανθρώπινες υπάρξεις που δίνουν τον αγώνα τους σε όλα τα μέτωπα, από την πολιτική μέχρι τον έρωτα: «Κληρονομήσαμε μια ύστερη εποχή/ με τη λέξη αγάπη να αλυσοδένει/ τα σπλάχνα των ανθρώπων/ για την εξαγορά λίγων/ κόκκινων γαρύφαλλων απ’ τα ψυγεία/ της νεκροτόμου ιστορίας» (Η ΑΛΥΣΙΔΑ, σελ. 53).
- Κι από την άλλη, μια ιδιόμορφη ελευθερία, που οδηγεί στα όρια της κοινωνίας, αλλά και πέρα απ’ αυτά, στην άγρια φύση: «Εμένα, κύριοι, με αγαπούν/ τα πουλιά, θα πω, κι ύστερα/ δίχως επιστροφή θα πετάξω μαζί τους» (σελ.49, ΣΚΥΛΙΑ ΔΕΜΕΝΑ). Κι ακόμη: «τα ζώα…/ δεν γράφουν μανιφέστα/ για την ελευθερία, δεν συμπιέζονται/ σ’ ένα ποίημα για έρωτα, δεν σκοτώνουν/ στο όνομα του δημιουργού, δεν ονειρεύονται/ ζωές που δεν υπάρχουν», (σελ. 95, ΛΥΚΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ).
ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΡΩΤΗΣΗ:
Είναι τελικά το «κωλόπαιδο» της Αθανασίας ένα παραχαϊδεμένο, κακομαθημένο και γκρινιάρικο παιδί, κάποιος αλητάμπουρας, τσόγλανος ή καθίκι; Κατηγορηματικά ΌΧΙ! Μπορεί να είναι ο μάγκας του τελευταίου θρανίου, της κοπάνας, του εξώστη, του ροκ εν ρολ, του δρόμου και της πιάτσας. Μα είναι ταυτόχρονα το ατίθασο παιδί που μισεί, εξεγείρεται και παλεύει σ’ αυτήν εδώ την κοινωνία για το μεροκάματο, ζητώντας δίκιο, αξιοπρέπεια και αγάπη,_ ένα ανήσυχο, ανυπότακτο παιδί, μεγαλωμένο στη Μεταπολίτευση (τότε που πιστεύαμε ότι θα αλλάζαμε «συθέμελα» τον κόσμο), το οποίο αμφισβητεί, όσα στερεότυπα του φύτεψαν στο μυαλό από τη γέννα_ εκείνης «της κόκκινης κηλίδας/ ως πρώτη ύλη, που άξιζε να γεννηθεί/ στο μετά της καταιγίδας» (σελ.52, Η ΑΛΥΣΙΔΑ) και το οποίο, απέναντι στη βαρβαρότητα και την υποκρισία του κόσμου, προτάσσει την άρνηση, την περιφρόνηση και τη δική του «αντικουλτούρα» ζωής.
Για να τα πετύχει όλα αυτά, η Αθανασία βγάζει τον «πρωταγωνιστή» της από τους συνηθισμένους δρόμους και τον αφήνει να περιπλανηθεί μοναχικά σε αχαρτογράφητες περιοχές της ποίησης και της φαντασίας. Το γράψιμό της δεν διστάζει να πειραματιστεί τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενο: να δοκιμάσει τα όρια της έκφρασης, του αυθορμητισμού και της ελευθεριότητας, να καταπιαστεί με πολλά και σημαντικά θέματα, άλλοτε με τη σοβαρότητα και την περίσκεψη που τους αρμόζει κι άλλοτε με ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και πικρό χιούμορ. Στήνει έτσι έναν κρυφό και ιδιοφυή διάλογο με τον εαυτό της, ή με το alter ego της (το «έτερον εγώ» της): το ανήμερο θεριό αυτών των ποιημάτων!
Εν κατακλείδι, «Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου» της Αθανασίας Δρακοπούλου είναι μια συλλογή ποιημάτων που μας προκαλούν να σκεφτούμε και να αισθανθούμε έξω από τις καθημερινές μας συνήθειες, να βυθιστούμε μαζί τους στα μαύρα σκοτάδια του κόσμου τούτου -της ιστορίας, της κοινωνίας και της ψυχής- και να βρούμε, εκεί ακριβώς, τις ρωγμές και τις χαραμάδες του φωτός που ανοίγουν σ’ έναν άλλο κόσμο καλύτερο,_ ανάγκη και υπόσχεση του προσωπικού και του συλλογικού μας μέλλοντος!
Όλα αυτά όμως, οφείλει να τα ανακαλύψει ο ίδιος ο αναγνώστης αυτού του σκληρού, μα και τόσο τρυφερού βιβλίου.
Σας συνιστώ λοιπόν να το πάρετε, φίλες και φίλοι.
Γιατί διαβάζοντάς το, θα ζήσετε μιαν απρόσμενη αναγνωστική εμπειρία. Ακόμη κι αν σας παραξενέψει στην αρχή, ακόμη κι αν σας ζορίσει ή σας θυμώσει σε κάποια σημεία, το σίγουρο είναι ότι θα σας τσιγκλήσει το ενδιαφέρον, θα σας συγκινήσει, θα σας ραγίσει την καρδιά – και μάλλον τελικά θα σας κερδίσει.
Ας μου επιτραπεί να κλείσω με μια συμβουλή: το βιβλίο αυτό μπορεί κάλλιστα να συνοδεύεται με ένα ποτήρι κρασί ή όποιο ποτό προτιμάτε. Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, η ποιήτρια Αθανασία είναι μια «τρελή επαναστάτρια» που εμπνέει, ταράζει και αλλάζει τα πράγματα, σαν όλους εκείνους τους τρελούς που περιγράφει ο Τζακ Κέρουακ στο μυθιστόρημά του «Στο δρόμο», μ’ έναν τρόπο που της ταιριάζει γάντι:
«Ας πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών.
Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη.
Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις…
Γιατί αλλάζουν πράγματα.
Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν.
Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα…
Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες»!