Ριζωμένη στην ιρλανδική παράδοση και ιστορία, η λιτή ταινία ‘’Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά’’ αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Claire Keegan, σε σενάριο της Enda Walsh, σκηνοθεσία του Tim Mielant και παραγωγή του πρωταγωνιστή της Cillian Murphy. Αφορμή της ιστορίας είναι τα γνωστά Πλυντήρια της Μαγδαληνής, ιδρύματα που τα διοικούσαν μέχρι το 1996 εκκλησιαστικά καθολικά τάγματα με τη συνεργασία και την επιδότηση του κράτους. Η καθολική εκκλησία έλεγχε στην Ιρλανδία όλους τους θεσμούς και φυσικά την εκπαίδευση, και ασκούσε ασφυκτική επιρροή στην κοινή γνώμη. Ο ‘’κοινωφελής’’ σκοπός των Πλυντηρίων να προσφέρουν άσυλο σε ‘’παραστρατημένες’’ κοπέλες (πολλές από αυτές εγκυμονούσες) – που τις παρέδιδαν εκεί οι ίδιες οι οικογένειες τους για να αποφύγουν την κοινωνική κατακραυγή – έκρυβε την πιο στυγνή εκμετάλλευση ακόμη και τον θάνατο για τις ίδιες και τα μωρά τους. Η δραματική αυτή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας γίνεται το πλαίσιο και ο μοχλός της πλοκής αλλά όχι η εστίαση της.
Η ταινία μεταφέρει τον θεατή στη μικρή πόλη New Ross, την δεκαετία του 1980. Η κλειστή κοινωνία, φτωχή, εργατική, ολιγαρκής και ενάρετη, αντιμετωπίζει τις δύσκολες συνθήκες αναπτύσσοντας μηχανισμούς επιβίωσης· συμμορφώνεται σιωπηλά στις επιταγές της εκκλησίας, συνένοχη εν γνώσει της στα εγκλήματα που συμβαίνουν στο γειτονικό καθολικό ίδρυμα. Ο Μπιλ Φέρλονγκ ζει με τη γυναίκα του και τις πέντε κόρες του και διατηρεί μια μικρή επιχείρηση διανομής κάρβουνου. Είναι ένας άνθρωπος εργατικός, έντιμος, εσωστρεφής και λιγόλογος, στοργικός σύζυγος και προστατευτικός πατέρας, που μοχθεί για να εξασφαλίσει ό,τι καλύτερο μπορεί για την οικογένεια του.
Κάποια μέρα κουβαλώντας κάρβουνο στο ίδρυμα, γίνεται μάρτυρας της βίαιης προσαγωγής μιας νέας κοπέλας, που θα τύχει να τη συναντήσει και αργότερα κλεισμένη στην αποθήκη του κάρβουνου για τιμωρία – σκηνές που ταράζουν τον εσωτερικό του κόσμο και την καθημερινότητα του. Τις άυπνες νύχτες του δε μπορεί να αποφύγει τις αναδρομές στην παιδική του ηλικία που αποκαλύπτουν το ανεπούλωτο παιδικό τραύμα του, την ‘’καλή τύχη’’ της ανύπαντρης μητέρας του να δουλεύει ως υπηρέτρια σε μια πλούσια καλοπροαίρετη κυρία, το στίγμα του νόθου, την πρόωρη στέρηση της μητρικής στοργής. Ο Μπιλ δε μπορεί να αποφύγει τις προβολές και τις συγκρίσεις του παρελθόντος του με την τύχη της έγκλειστης εγκύου κοπελίτσας.
Η γυναίκα του Αϊλίν, με την οποία μοιράζεται τις ανησυχίες του και την ανάγκη του ‘’να κάνει κάτι’’, προσγειωμένη και πραγματίστρια, τον αποτρέπει θεωρώντας ότι οποιαδήποτε παρέμβαση και ανυπακοή στα της εκκλησίας θα βάλει σε κίνδυνο το καλό όνομα της οικογένειας, την περιορισμένη οικονομική τους ευχέρεια και το μέλλον των θυγατέρων τους. Την ίδια αντίδραση εισπράττει και από την ιδιοκτήτρια της παμπ που τον συμβουλεύει να αγνοήσει τα γεγονότα, αν θέλει να επιβιώσει. Ο Μπιλ μένει μόνος να αντιμετωπίσει την εσωτερική του σύγκρουση, το δίλημμα να υποχωρήσει στις οικογενειακές και κοινωνικές πιέσεις ή να κάνει αυτό που θεωρεί ευθύνη και ηθικό χρέος του.
Εκτίμησα την αυτοσυγκράτηση του σκηνοθέτη για να αποφύγει τον μελοδραματισμό και την αποτελεσματικότητα του να φέρει σε πέρας με επιτυχία, αλλά χωρίς ριψοκίνδυνες επιλογές, το ρεαλιστικό και ουμανιστικό δράμα που ανέλαβε. Η δύσκολη για την Ιρλανδία δεκαετία 1980, όπως και αυτή του 1950 των αναδρομών, αποδίδεται πιστά με προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια. Τα μουντά χρώματα, η μελαγχολική παρτιτούρα σε συνδυασμό με τους ήχους – αναπνοές, χτυπήματα των σακιών του κάρβουνου, ένα κλάμα μωρού – τους λίγους διαλόγους και τις σιωπές, δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και εξασφαλίζουν την εσωτερικότητα της ταινίας. Αναμφισβήτητα η δύναμη της εντοπίζεται κυρίως στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων, και κυρίως του Cillian Murphy στον ρόλο του Μπιλ και της Emily Watson στο ρόλο της ηγουμένης Μαίρης, μιας γυναίκας ανελέητης που διοικεί το ίδρυμα αλλά και την κοινότητα με πυγμή. Στην κορυφαία μεταξύ τους τεταμένη σκηνή, η παραμικρή έκφραση και κίνηση έχει συναισθηματική βαρύτητα: η παγερή ευγένεια της Watson, το λανθάνον δηλητηριώδες ύφος της, η επίφοβα χαμηλή φωνή των υπόγειων απειλών της, απέναντι στην εκφραστικότητα του προσώπου του Murphy, στη γλώσσα του σώματος, στο βλέμμα του που αντανακλά την ήσυχη οργή που σιγοβράζει μέσα του, συνθέτουν μια σκηνή-υπόδειγμα εσωτερικών ερμηνειών.
Εντόπισα ως στοιχείο άξιο προσοχής στην ταινία τη στάση των γυναικών απέναντι στην εκμετάλλευση και κακοποίηση των ομοφύλων τους: ευθυγράμμιση με τα προτάγματα της εκκλησίας, αποσιώπηση, ανοχή, συνενοχή. Η ηγουμένη θεωρεί αυτονόητο ότι ο Μπιλ είναι δυσαρεστημένος που δεν έχει γιο για να διαιωνίσει το όνομα του. Στον αντίποδα των γυναικών, που έχουν εσωτερικεύσει τις πατριαρχικές αντιλήψεις και τις προασπίζονται, στέκεται ένας άνδρας, ο Μπιλ με ‘’τη μαλακή καρδιά’’…
Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δε λείπουν από την ταινία και κάποιες αδυναμίες. Σχημάτισα την εντύπωση ότι η εστίαση στον ήρωα είναι υπερβολική, η παρουσία του καταλαμβάνει υπερβολικά μεγάλο χώρο, εντύπωση που επέτειναν τα συνεχή κοντινά πλάνα του. Οι λογοτεχνικές αποσκευές της ταινίας είναι ορατές, ειδικά στους συμβολισμούς και τις μεταφορές: τα κοράκια πάνω από το μοναστήρι, ο εξακολουθητικός καθαρισμός των χεριών, το βάρος των σάκων του κάρβουνου, το ξυπόλητο αγόρι· όμως οι αναδρομές στο παιδικό παρελθόν παρουσιάζονται σχετικά αποδυναμωμένες, σχετίζονται μάλλον αόριστα με την κύρια πλοκή, και κάποιες είναι ιδιαίτερα σύντομες· τα άλματα στον χρόνο γίνονται κάπως απότομα – δεν ξέρω αν είναι ευθύνη του σεναρίου ή του μοντάζ.
Τέλος δεν κρύβω ότι η ταινία ανακίνησε μέσα μου ερωτήματα και απορίες διαχρονικές και εν πολλοίς αναπάντητες. Ήταν άραγε ο συσχετισμός της έγκλειστης κοπέλας με την μητέρα του και η ευαισθησία του πατέρα κοριτσιών, ο καθοριστικός παράγοντας που κινητοποίησε τη συνείδηση του Μπιλ; Απαιτείται κάποιο στοιχείο προσωπικής εμπλοκής, κάποια ίχνη ιδιοτέλειας για να αφυπνιστούν το ηθικό χρέος και η προσωπική ευθύνη; Είναι άραγε δυνατό να λειτουργήσει η ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη εντελώς ανιδιοτελώς, όταν αυτός που τις επιδεικνύει δεν έχει τίποτα κοινό με αυτόν που τις δέχεται; Και αν ναι, τι απαιτείται για να συμβεί αυτό; Η ταινία δεν ασχολείται με τέτοια σύνθετα ερωτήματα, αντίθετα με άλλες, κυρίως ιρανικές παρόμοιας θεματολογίας (θυμάμαι πρόχειρα τις ‘’Περίπτωση Συνείδησης’’ και ‘’ένας Ακέραιος Άνθρωπος’’)· αντιθέτως απλοποιώντας αρκετά το θέμα, ενδιαφέρεται να θέσει το δίλημμα μεταξύ της συνενοχής και του ηθικού χρέους και να καταλήξει στην απλή ανθρώπινη χειρονομία της τελικής σκηνής – καθόλου μικρή συνεισφορά σε ένα σύγχρονο κόσμο που η σιωπηρή συνενοχή στο κακό έχει ελάχιστες εξαιρέσεις.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν η ταινία θα προσέλκυε το ευρύ κοινό, τους διθυράμβους της κριτικής και το ενδιαφέρον των Φεστιβάλ, αν έλειπε η παρουσία του Cillian Murphy και η εξαιρετική ερμηνεία του· αλλά δεν παύει να είναι μια καλή ταινία.