Ο Marius von Mayenburg, σύγχρονος Γερμανός θεατρικός συγγραφέας (γεν.1972) και σταθερός συνεργάτης της Shaubuehne του Βερολίνου, υπογράφει το έργο «Νάχτλαντ». Ο συγγραφέας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από το θεατρικό έργο του «Άσχημος» που παίζεται με μεγάλη επιτυχία, ενώ έχει πολλές τιμητικές διακρίσεις από θεατρικούς θεσμούς της πατρίδας του και του εξωτερικού. Η λέξη «Νάχτλαντ». προερχόμενη από τη σύνθετη κατασκευασμένη γερμανική λέξη «Nachtland» (Nacht και Land) σημαίνει η χώρα της νύχτας και ευρύτερα τόπος σκοτεινός. Το έργο γράφτηκε το 2022 και πρόκειται για μια προκλητική προσέγγιση-σχόλιο στο δύσκολο ιστορικό παρελθόν της Γερμανίας. Με τόλμη ο δημιουργός θέτει έμμεσα ερωτήματα για τη σχέση, ατομική και συλλογική, με αυτό το παρελθόν, για τη στρέβλωσή του, για το αποτύπωμά του στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ως προς την υπόθεση, παρακολουθούμε τη συνάντηση δύο αδελφών, της Νίκολα και του Φίλιπ, μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα τους, στο πατρικό τους σπίτι, για να ρυθμίσουν διάφορες εκκρεμότητες. Ενώ τακτοποιούν το σπίτι και μοιράζουν την κληρονομιά, βρίσκουν στη σοφίτα έναν ξεχασμένο πίνακα, μια υδατογραφία. Η υπογραφή του πίνακα, κάπως δυσανάγνωστη, αποκαλύπτει τον πιθανό καλλιτέχνη: Α. Χίτλερ ή και Α. Χίλερ;
Από το σημείο αυτό τα πράγματα δεν είναι εύκολα για τους κληρονόμους και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Δημιουργούνται αντιθέσεις, ρήγματα εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων που τα μέλη επιλέγουν. Παράλληλα, αποκαλύπτονται σκοτεινές πλευρές του οικογενειακού τους παρελθόντος, για τις οποίες οι απόγονοι δεν είχαν ιδέα. Ο ναζισμός και η διείσδυσή του στη γερμανική κοινωνία φαίνεται πόσο ήταν πολύ διαδεδομένες καταστάσεις και πόσο αποδεκτές. Το Ολοκαύτωμα επανέρχεται, όταν διαπληκτίζονται τα μέλη της οικογένεια, και αποκαλύπτεται ότι παρ’ όλες τις συζητήσεις, τις αναλύσεις, τις προσεγγίσεις με ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά κριτήρια, συνεχίζει να έχει ακόμη σκοτεινές πλευρές ως προς την ερμηνεία του και κυρίως την αντιμετώπισή του από τη γερμανική κοινωνία του 21ου μάλιστα αιώνα. Μια κοινωνία που δείχνει μεν να αποδέχεται τη διαφορετικότητα και να διέπεται από τις αξίες της δημοκρατίας, αλλά συγχρόνως πάσχει από ανεπούλωτα τραύματα και ατακτοποίητες πίστεις.
Τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα και τα προφανή αμφισβητούνται, όταν εισέρχεται ως παράγοντας ερμηνείας το χρήμα. Τότε η αλλοίωση γεγονότων, τεκμηρίων, προσώπων γίνεται πιο εύκολη και αγνοούνται ηθικά ζητήματα με διάφορες προφάσεις. Το κεντρικό θέμα της αντιμετώπισης του γερμανικού παρελθόντος σταδιακά διευρύνεται και αφορά στο ιστορικό παρελθόν κάθε λαού, καθώς η άνοδος της νέας δεξιάς σε όλη την Ευρώπη είναι πραγματικότητα. Συγχρόνως, εγείρονται και θέματα που αφορούν την τέχνη: πρέπει, για παράδειγμα, ή όχι να διαχωρίζεται ένα έργο τέχνης από την προσωπικότητα του δημιουργού του; Ή ποια είναι σήμερα η διαχείριση των έργων τέχνης; Πώς καθορίζεται η αξία τους; Ποια γνώση έχουν όσοι τα εμπορεύονται και με ποια κριτήρια το κάνουν;
Το έργο σκηνοθέτησε ο Ν. Χανιωτάκης και ο τρόπος που επέλεξε να το παρουσιάσει φωτίζει την αμφίδρομη σχέση παρελθόντος-παρόντος, εστιάζει στα μεγάλα ζητήματα που το έργο θέτει, χωρίς να τα διαταράσσει με «θορυβώδη» σκηνοθεσία και περιττά εφέ. Στην ίδια λογική κινούνται και οι σκηνικές επιλογές του Π. Μέξη. Ερμηνεύουν αλφαβητικά οι ηθοποιοί: Β. Ανδρεαδάκη, Κ. Γκουλιώνη, Γ. Στεφόπουλος, Σπ. Σταμούλης, Π. Τρικαλιώτη. Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με επιτυχία στις απαιτήσεις του ρόλου τους, αποδίδοντας πολύ πειστικά τους χαρακτήρες, την καταγωγή, ακόμα και το υποσυνείδητο των ηρώων, το οποίο βρίσκει ρωγμές για να φανερωθεί, με εξαίρεση την Κ. Γκουλιώνη που επέλεξε ένα ύφος όχι ταιριαστό με το έργο. Η μουσική είναι του Αν. Κατσιγιάννη και η παράσταση παίζεται στο θέατρο «Αποθήκη».
Τελικά, η παράσταση πλουτίζει τον θεατή που θέλει να στοχαστεί απολαμβάνοντας και όχι απλώς να διασκεδάσει με εύκολες αφορμές.