Η Αγγέλικα Κοροβέση γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, ζει κει αργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου αποφοίτησε με τρεις επαίνους, πήρε πτυχία από Εργαστήρια Ειδικών Σπουδών Κεραμικής, Γυψοτεχνίας και Χαλκοχυτικής, καθώς και από το Τμήμα Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών της Α.Σ.Κ.Τ. Η Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος της απένειμε τον τίτλο της «Ανθρωπολόγου – Γλύπτριας» για τις εργασίες διάσωσης, αναστήλωσης και αναπαράστασης ανθρωπολογικών σκελετικών ευρημάτων στο Σπήλαιο των Πετραλώνων Χαλκιδικής.
Αυτός ο σκελετός του εργοβιογραφικού της καλλιτέχνιδας γίνεται δείκτης μιας ευαισθησίας, πέρα από τα φαινόμενα, η οποία θα εκτυλιχθεί στις μέσα σελίδες του σημαντικού πονήματος που αναφέρεται στην προσφορά της στην Τέχνη και στον Πολιτισμό.
Το βιβλίο είναι δίγλωσσο. Στα Ελληνικά και στα Αγγλικά, πράγμα που σημαίνει πως απευθύνεται και στο αγγλόφωνο κοινό, αν και τα έργα της τοποθετημένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μιλούν για την αξία της. Επιπλέον, δείχνουν και την σπουδαία καταγωγή τους. Και η καταγωγή τους έχει τη ρίζα της στους αρχαίους προγόνους μας, σ’ αυτούς που αποτέλεσαν τον κανόνα για όλο τον κόσμο.
Η Κοροβέση συνομιλεί με τον Καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιάννη Κολοκοτρώνη, όπου οι δύο Καλλιτέχνες, καθένας με τον τρόπο του, ο ένας ρωτώντας συγκεκριμένα και η Γλύπτρια ερμηνεύοντας και εξηγώντας τις τεχνικές της, τους στόχους και τα μυστικά της τέχνης και της σκέψης της, φωτίζουν το έργο.
Η έκθεση των έργων της έγινε σε χώρο μεγάλης σημασίας και προβολής, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στη «σκιά των αγαλμάτων», για να είναι και προφανής η σύγχρονη σχέση με την πρόγονό της αρχαία ελληνική.
Ο υπογράφων το εισαγωγικό σημείωμα, Δρ Γεώργιος Κακαβάς (Γενικός Διευθυντής Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού), μεσολαβεί για να μας ενημερώσει για την πρόθεση της γλύπτριας να διερευνήσει πρωταρχικές έννοιες και καθοριστικές δομές της ανθρώπινης ιστορίας και δημιουργίας μέσα από τους ήχους της γλώσσας και τη διαλεκτική σχέση έννοιας και φυσικών υλικών, καθώς και τη χρήση ήχου και εικόνας.
Ο πολιτισμός είναι μνήμη και κιβωτός μνήμης είναι το Μουσείο.
Οι τόποι που επιλέγονται για να στηθούν τα έργα, δεν είναι τυχαία. Είναι με πολλή περίσκεψη επιλεγμένοι, ώστε να διευκολύνουν την συνομιλία του αρχαίου με το σύγχρονο και να καταστήσουν σαφή την επισήμανση της ομοιότητας και της διαφοράς.
Συγκεκριμένα:
Τα ερωτήματα του Κολοκοτρώνη προς την Κοροβέση αφορούν τη δυναμική της εκκίνηση, τα ερεθίσματα από την οπτικοκινητική τέχνη, τη σημασία των χώρων που έχουν στηθεί τα έργα της, τις συσχετίσεις με άλλους ομοτέχνους της, τις συγκρίσεις και τις αναφορές με επιφανείς ξένους καλλιτέχνες, το κενό του πλουραλισμού, τις δυνατότητες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία και πολλά άλλα.
Η Κοροβέση θα απαντήσει εκτενώς εφ’ όλης της ύλης, αλλά εγώ θα σταθώ ιδιαιτέρως στο ιστορικό περιεχόμενο του έργου της, την επίδραση της γενιάς του Πολυτεχνείου και στην αισθητική του δημοσίου χώρου, καθώς και τους κανόνες ένταξης των έργων της στο φυσικό τοπίο. Ιδιαίτερα με απασχολεί ο Δίας ή Ποσειδώνας, ο θεός-άνθρωπος, που δεσπόζει μέσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο με την ευρωστία του αθλητικού κορμιού του, παραπέμποντας στις υπερδυνάμεις του και τις ποικίλες συμπαραδηλώσεις του. Η Κοροβέση μου δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται σε διάλογο με τον Γιώργο Σεφέρη. Θυμίζω τις σκέψεις που καταγράφει ο ποιητής στις Μέρες Ε΄ σε. 39, 4 Ιουνίου 1946, στο Αρχαιολογικό Μουσείο:
«Ξεθάβουν τώρα –άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα- τα αγάλματα… Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων…Ο μπρούτζινος Δίας ή Ποσειδώνας, ξαπλωμένος σε μια κασέλα … Τον άγγιξα στο στήθος, εκεί που δένει το μπράτσο με τον ώμο, στην κοιλιά του, στα μαλλιά του. Μου φάνηκε πως άγγιζα το δικό μου σώμα. Σκέφτηκα πως θα του έδινα μ’ ευχαρίστηση να γλεντήσει τη γυναίκα που θ’ αγαπούσα. Συλλογίστηκα ακόμα πως ο τεχνίτης που έπλασε τούτο το σώμα είχε στα χέρια του τη συνείδηση πως έδινε ζωή σ’ έναν θεό που είχε πολύ μοιχέψει ανάμεσα στους θνητούς· μου φάνηκε παράξενο. Αυτός ο μεγάλος άντρας, πλαγιασμένος ανάσκελα, είχε μια διάταξη βρέφους».
Τα έργα της Κοροβέση είναι έργα για δημόσιους χώρους, έχουν αφόρμηση κοινωνική, η ίδια, άλλωστε ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου, οπότε η επαναστατικότητα της εποχής συνέβαλε στην επαναστατικότητα της τέχνης της. Όσο για το «κενό», αυτό είναι μια «ανοιχτή πληγή», είναι η «άγνοια για το πού βρισκόμαστε που οδηγεί στην αδυναμία μας να αγωνιστούμε έναν κοινό σκοπό, να ενωθούμε, να επικοινωνήσουμε, να ανήκουμε. Είμαστε μόνοι».
Οι τίτλοι των έργων της Κοροβέση και οι απόψεις της για την Τέχνη αποτελούν θέσεις, καταφάσεις, θέσφατα: «Η έρευνα και η γνώση των ορίων με ελευθερώνει. Η αναζήτηση για το εσωτερικό και το εξωτερικό καθορίζει τους όγκους και είναι η κινητήρια δύναμη για την έμπνευση», λέει. Σχολιάζω από τις «Ιπποδυνάμεις» το εκπληκτικό έργο με το κεφάλι του αλόγου που καταλήγει σε σώμα μοτοσικλέτας και αναβάτη έναν σύγχρονο ιππότη-μοτοσικλετιστή, εις τριπλούν. Μα το πιο ενδιαφέρον είναι αν τον παραβάλει κανείς με τον αναβάτη από το Αρτεμίσιο μέσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Κι άλλος αναβάτης με κεφάλι αλόγου, με τη χαίτη να ανεμίζει και σφιγμένες τις γροθιές στο τιμόνι, τρέχει και καταργεί την απόσταση από τον κένταυρο στον σύγχρονό του ιππέα -μοτοσικλετιστή.
Η Αγγέλα Ταμβάκη (Ιστορικός της Τέχνης) σχολιάζει ως ακολούθως: «ο σύγχρονος ιππότης που τρέχει με φρενήρη ταχύτητα ενσωματώνει την ταχύτητα της εποχής του». Ο Γιώργος Νικολαΐδης (Ομότιμος Καθηγητής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών) σχολιάζει τις «Ενδυνάμεις» ως εσωτερικούς δεσμούς με «δυνατότητα μεταφοράς». Είναι το έργο που δείχνει σε ψηλό κάθισμα αυτό που δεν φαίνεται απέξω: τη ραχοκοκαλιά του ανθρώπου που κάθεται (να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι , λέει ο Ελύτης, στα Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας), η οποία ραχοκοκαλιά στηρίζει την αθέατη σάρκα. Η Κοροβέση αφαιρεί αυτό που φαίνεται και όλοι ξέρουμε και μας δείχνει αυτό που εκείνη θεωρεί στήριγμα-δύναμη- αόρατη με όλα τα συμφραζόμενα κατά περίσταση.
Για την «Αναπάντεχη αλληλουχία των μορφών» κάνει λόγο η Ταμπάκη και μια σειρά από υλικά συνθεμένα σε ποικίλες εκδοχές, πραγματικά «αναπάντεχες» μορφές που κρύβονται σε γήινα υλικά με μη προφανή τίτλο που λίγο να σκεφτεί κανείς βλέπει το κρυμμένο θαύμα: πώς το πρόσωπο, μικρό και ασήμαντο, ξεπροβάλλει από τον τεράστιο ξύλινο κορμό άνδρα-δέντρου-αγάλματος, σαν «Άγιος Σεβαστιανός», ή «Η γραμμή της ζωής» σε μια παλάμη που είναι γη και τρικάταρτο και ό,τι ακόμα αστράψει στον νου του θεατή.
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης θα σχολιάσει τις «Συνάλληλες διαδρομές» και ειδικά την ισορροπία και την ηχομορφή, αφού ο ήχος και η ισορροπία, όπως λέει, ήταν πάντα «στο κέντρο της ελληνικής σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας: στις αρχαϊκές κόρες και τους Κούρους, στην κλασική γλυπτική του Φειδία, στον Κανόνα του Πολυκλείτου, στη λυρική ποίηση, στην εκφορά του λυρικού ή φιλοσοφικού λόγου». Και παραπέμποντας στον Οδυσσέα Ελύτη τεκμηριώνει τη σύλληψη της φαντασίας που είναι «αναπόσπαστα δεμένη με την ύλη όπου πρωτοτυπώθηκε».
Τα έργα της Κοροβέση οδηγούν και πάλι στον Δία ή Ποσειδώνα του Αρχαιολογικού Μουσείου, για τον οποίο ο Δημήτρης Παυλόπουλος μας δίνει τη χρονολογία του 460-450 π. Χ. και τη θάλασσα του Αρτεμισίου όπου βρέθηκε. Αυτός, λέει ο Παυλόπουλος, «ο χιασμός του σώματος συμπυκνώνει, μαζί με το θεϊκό κεφάλι, όλο το ψυχικό σθένος της μορφής, προσφέροντας την αφορμή στην Αγγέλικα Κοροβέση να τον δει … στα δικά της έργα «Ισορροπιστής ίσως» … σε μια «οδυνηρή ακροβασία ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο». Ισορροπιστής, πάνω στο τεντωμένο νήμα, στην κορυφή της πυραμίδας, στο σφαίρα της γης και σε πολλές ακόμα ευφάνταστες εκδοχές, στη στεριά, στη θάλασσα, στον αέρα.
Φυσικά δεν λείπει κι εκείνη η «Ισορροπίστρια στο φτερό», σαν ανάμνηση της άλλης του Νίκου Καββαδία -«χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία»- ή της «κολυμβήτριας», στη δίνη μιας θάλασσας που μοιάζει να βγαίνει από το κολλάζ του Ελύτη, τη «Γοργόνα» (1979) που χαιρετάει το τρικάταρτο.
Η «Ηχογλυπτική» είναι μια ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα ενότητα, στην οποία ο Κολοκοτρώνης επισημαίνει ότι «ο ήχος αποκτά για πρώτη φορά, τουλάχιστον στην ελληνική τέχνη, ισότιμη σημασία με τη γλυπτική φόρμα…». Κοιτάζοντας το πρώτο και πολύμορφο έργο με τον τίτλο «Αγών» έχουμε την εντύπωση πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια στρατιά με όλα τα στρατιωτικά σώματα σε ώρα επίθεσης, ενώ παράλληλα με την ορμή της επίθεσης ακούμε τις ιαχές από «Ίτε παίδες Ελλήνων» του Αισχύλου στη Σαλαμίνα, στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. Συγχρόνως θα έλεγα πως βλέπω και αθλητές σε εκκίνηση. Δεν είναι αστήρικτη αυτή η σχέση αφού οι καλοί αθλητές ήταν καλοί πολίτες και στρατιώτες. Πρόκειται για μια «ηχητική κυματομορφή σε δυναμική οπτική αναπαράσταση».
Κοιτάζω το έργο στην ανάπτυξή του και δεν βρίσκω ποιο μουσικό όργανο μου θυμίζει· μου θυμίζει όμως ένα ζωγραφικό έργο φτιαγμένο από χρυσά πορτοκάλια σε σχηματισμό σαλιγκαριού, στην παραλία, ενώ στο βάθος σε μια θάλασσα αφρισμένη, ένας άγγελος από ψηλά σέρνει με λουλουδένιο σχοινί ένα ιστιοφόρο…έργο του Τάσου Ζωγράφου. Η αναλογία με συγκινεί γιατί με «εμπλέκει στο απελευθερωτικό παιχνίδι της Τέχνης» (παραφράζω ελαφρώς τα λόγια της καλλιτέχνιδας).
Η Κοροβέση παρατηρεί την κυματογραφή του ήχου, το ηχογράφημα της λέξης και δίνει στα γλυπτά της μορφή και νόημα… «Η κινητήρια δύναμη που με ωθεί να μεταμορφώσω το ηχογράφημα σε γλυπτό είναι πάντα “η διαλεκτική σχέση” έννοιας και υλικού», μας λέει. Είναι μια οπτική του ήχου, θα λέγαμε.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη του Μεγακλή Ρογκάκου (Ιστορικού Τέχνης και επιμελητή Εκθέσεων), ο οποίος παίρνει τη λέξη, σχολιάζει την έννοια και την συνδέει με το σχήμα. Το «φίδι», το «ψάρι», το «σκουλήκι», η «μέλισσα», η «μύγα», είναι λέξεις που μεταφέρουν την οπτικοποίηση του ήχου κάθε γράμματος… Τα έργα της Κοροβέση, υποστηρίζει ο Ρογκάκος, «αποδεικνύουν ότι το ανθρώπινο αυτί και το μάτι έχουν ανεξάντλητες δυνατότητες που ο νους δεν μπορεί να υποψιαστεί, παρά μόνο μέσω της Τέχνης». Δεν αντέχω να μην αναφέρω την «Κωπηλασία» αλλά και την «Ειρήνη», έργο σε πάρα πολλές παραλλαγές- που σαν σπείρα απλώνει στα άκρα, σαν τρυπάνι από τη μία μεριά και σαν αλυσίδα από την άλλη. Προεκτείνοντας σε βάθος παρελθόντος χρόνου αλλά και σε βάθος μέλλοντος, το γλυπτό μοιάζει με αέτωμα σε μπρούτζο, με φόντο τα αποσπάσματα των αρχαίων αγαλμάτων «Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών /Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου», όπως λέει ο Ελύτης στο ποίημα «Μικρή πράσινη θάλασσα».
Το «Δίκτυο Ανατροπής» είναι γεμάτο πουλιά σε πάμπολλους σχεδιασμούς, ενωμένα και συνεργαζόμενα στο πέταγμά τους, χρώματα και υλικά που υπαινίσσονται Νέους ορίζοντες, Ελευθερία, Μεγάλο ταξίδι… Κάπως έτσι μας το δίνει ο Οδυσσέας Ελύτης, στις «Αιθρίες» XIV
Πουλιά στα χίλια χρώματα των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
που αγγίζουνε
Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.
Το παρασημαινόμενο ενός αποχωρισμού υπολανθάνει στους «ανοιχτούς ορίζοντες» της Κοροβέση …
Και φτάνουμε στα «Δημόσια Έργα» που κανένα μας δεν αφήνει ασυγκίνητο. Πρόσωπα, ιστορικές μνήμες, το Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, σ’ ένα βαθύ γαλάζιο φόντο, φωτογραφημένο από όλες τις πλευρές και σε περίοπτη θέση για να το βλέπουν όλοι και να θυμούνται τους αγωνιστές και θύματα που βγαίνουν μέσα από το λευκό υλικό, γέννημα της γης για την οποία έδωσαν τη ζωή τους.
Άλλα έργα της Κοροβέση, όπως «Οι δρόμοι του νερού» στο Παρίσι, «Το Ολυμπιακό Πνεύμα» στο Πεκίνο, το αριστουργηματικό «Πέρασμα των πολιτισμών» στην Κω, η «Ματωμένη Πέμπτη του ’27», στην Αθήνα Πανεπιστημίου 42, όταν έγινε το Επαγγελματικοβιοτεχνικό κίνημα για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ένα γλυπτό που μας υποχρεώνει να σταθούμε και να θυμηθούμε ότι «η συλλογικότητα είναι το ισχυρότερο μέσο για την προστασία της ατομικότητας και η συνεργασία το μέλλον της ανθρωπότητας»…
Το βιβλίο –λεύκωμα της Αγγέλικας Κοροβέση δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για την τέχνη της, αλλά ένα έργο για την ιστορική μνήμη και τη μεγάλη και μακρά συνέχεια μιας Τέχνης υψηλής που άρχισε κάποτε και συνδέει εμάς με τους προγόνους μας, αλλά και την παγκόσμια κοινότητα για πάντα…