Ο Ίταλο Καλβίνο υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ήταν ο πιο διάσημος και πολυμεταφρασμένος. Ο κατεξοχήν Ιταλός συγγραφέας. Το έργο του αποτελείται από μυθιστορήματα και διηγήματα στα οποία αφηγείται τον πόλεμο και την Αντίσταση, μέχρι τον πειραματισμό που επιχείρησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Ο Καλβίνο ενδιαφερόταν επίσης για το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τα κόμικς και τις τέχνες.
«Κάθε ζωή είναι μια εγκυκλοπαίδεια, μια βιβλιοθήκη, ένας κατάλογος απογραφής αντικειμένων, ένα δειγματολόγιο τεχνοτροπιών, όπου όλα μπορούν συνεχώς να αναμειγνύονται και να αναδιατάσσονται με όλους τους πιθανούς τρόπους»
«Το φεγγάρι το απόγευμα κανείς δεν το κοιτάζει, και τότε είναι που θα χρειαζόταν περισσότερο το ενδιαφέρον μας, αφού η ύπαρξή του είναι ακόμη αμφίβολη»
Παιδική ηλικία, νεανικά χρόνια και φασισμός
«Η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου είναι ένας σοσιαλιστής να χτυπιέται με κλομπ από τους squadristi [*][…] είναι μια ανάμνηση που μάλλον πρέπει να αναφέρεται στην τελευταία φορά που οι squadristi χρησιμοποίησαν το κλομπ, το 1926, μετά από μια απόπειρα κατά του Μουσολίνι. […] Αλλά το να αντλήσει κανείς από την πρώτη παιδική εικόνα όλα όσα θα δει και θα ακούσει στη ζωή είναι ένας λογοτεχνικός πειρασμός».
[[*] Οι squadristi αποτέλεσαν τους κύριους εκφραστές της φασιστικής βίας κατά την κινηματική περίοδο του φασιστικού φαινομένου].
«Η παιδική μου εμπειρία δεν είχε τίποτα το δραματικό, ζούσα σε έναν άνετο, γαλήνιο κόσμο, είχα μια ποικίλη εικόνα του κόσμου γεμάτη αντιθέσεις, αλλά όχι τη συνείδηση άγριων συγκρούσεων», γράφει ενθυμούμενος τα χρόνια του δημοτικού σχολείου εκεί γύρω στα 1929-1933.
Μόνο που να μια άλλη φασιστική οργάνωση:
Η Opera Nazionale Balilla (ONB) μια ιταλική φασιστική οργάνωση νεολαίας που λειτούργησε μεταξύ 1926 και 1937, όταν απορροφήθηκε από την Gioventù Italiana del Littorio (GIL), ένα τμήμα νεολαίας του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Πήρε το όνομά της από το Balilla, το παρατσούκλι του Giovan Battista Perasso, ενός γενοβέζου αγοριού που, σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, ξεκίνησε την εξέγερση του 1746 κατά των δυνάμεων των Αψβούργων που κατέλαβαν την πόλη στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής.
Αλλά ήταν ακόμη νωρίς. Ήταν πολύ μικρός για να τον επηρεάσουν τέτοια φαινόμενα. Αυτός ζούσε στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Διάβαζε παραμύθια. Αργότερα, όταν πια είχε ενηλικιωθεί λογοτεχνικά, αλλά και πολιτικά θα έγραφε κι αυτός τέτοια. Ας πούμε το Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων όπου καταστρέφει την εικόνα του ήρωά του, ενός ιππότη, γιατί πρόκειται μεν για ιπποτικό μυθιστόρημα που όμως δεν αναφέρεται στο Μεσαίωνα ούτε ακολουθεί τα ιπποτικά μυθιστορήματα σαν του Ουώλτερ Σκοτ που ο Ιβανόης του θα πρέπει να τον είχε μαγέψει όπως και τον γράφοντα. Ο δικός του ήρωας αναφέρεται στο παρόν. Οπότε κοροϊδεύει την αναχρονιστική μορφή του ιππότη λίγο περισσότερο ίσως από τον Αριόστο ή τον Θερβάντες. Ούτε αυτοί τον σέβονται βέβαια. Οι καιροί «ου μενετοί», όπως και οι άνθρωποι. Ο κόσμος είχε περάσει από τον Μεσαίωνα στη Αναγέννηση. Τα παραμύθια γράφονται πια αλλιώς, πόσο μάλλον στον αιώνα του Καλβίνο.
Το Αν μια νύχτα του χειμώνα…
Ο Ίταλο Καλβίνο ισχυρίζεται πως δυσκολεύεται να βάλει κάποια ετικέτα στον λογοτεχνικό εαυτό του. Αν και θα τον κολάκευε να βρίσκεται στην κομπανία των μεταμοντερνιστών.
Ένα βιβλίο που ούτε ο εκδότης του, όπως λέει δεν πίστευε πως θα πουλούσε, έγινε μπεστ-σέλερ. Στην Ιταλία το Αν μια νύχτα του χειμώνα πούλησε τους τρείς πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του πάνω από 100.000 αντίτυπα.
Ο ίδιος λέει για το δημιούργημά του:
«Είναι ένα μυθιστόρημα με θέμα την ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο Αναγνώστης που αρχίζει δέκα φορές να διαβάζει ένα βιβλίο και που λόγω κάποιων γεγονότων ανεξάρτητων από τη βούλησή του, δεν κατορθώνει να τελειώσει ποτέ. Χρειάστηκε επομένως να γράψω την αρχή δέκα μυθιστορημάτων γραμμένων υποτίθεται από δέκα συγγραφείς, που όλοι κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετικοί από μένα και διαφορετικοί μεταξύ τους…». Ένα ευφυές εύρημα που θυμίζει έντονα τον Τρίστραμ Σάντι του Λώρενς Στερν που η αφήγησή του «μακραίνει στα παρελθόντα και όταν φτάσει στο σημείο απ’ όπου θα ‘πρεπε ν’ αρχίσει την ιστόρηση της ζωής του δεν έχει τίποτα να πει».
Η γεωγραφική αταξία
Ο Καλβίνο πάσχει, εκτός των άλλων, από «γεωγραφική αστάθεια», λόγω των συχνών μετακινήσεων στην αρχή με τους γονείς του, ένα ζευγάρι γεωπόνων εγκατεστημένων στην Κούβα την εποχή της γέννησής του [15 Οκτωβρίου 1923], ύστερα μοναχός του.
Ο αστερισμός του Ζυγού κάτω από τον οποίο γεννήθηκε επηρέασαν τον χαρακτήρα του ώστε «η ισορροπία και η ανισορροπία αλληλοδιορθώνουν τις καταχρήσεις τους». Συνέχεια επιθυμούσε να εγκατασταθεί έναν άλλον τόπο αδιαφορώντας για το καβαφικό: «Καινούργιους τόπους δε θα βρεις δε θα ‘βρεις άλλες θάλασσες […] για τ’ αλλού μη ελπίζεις δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό…». Γι αυτόν «ο ιδεώδης τόπος ήταν αυτός στον οποίο θα ζούσε σαν ξένος».
Στο Σαν Ρέμο πρώτα έζησε περίπου 20 χρόνια. Ύστερα: Τορίνο, Μιλάνο, Παρίσι, ΗΠΑ, ενώ επισκέφθηκε την Ιαπωνία, το Μεξικό και τη Σοβιετική Ένωση. Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και κάποια χρόνια μετά η επιστολή παραίτησής του δημοσιεύτηκε στην Unita, την εφημερίδα του ΚΚΙ [PCI]. Γνώρισε τον Τσε Γκεβάρα και έζησε το γαλλικό Μάη του 1968. «Η πολιτική έπιασε ένα ίσως υπερβολικά μεγάλο μέρος των νεανικών μου ανησυχιών», λέει, αλλά « Εγώ γοητευμένος από την βλάστηση των γραμμένων φράσεων γύρισα την πλάτη σε όσα εκείνοι θα μπορούσαν να μου μάθουν [εννοεί τους γονείς του]. Εξίσου άγνωστη μου έμεινε και η γνώση του ανθρώπου».
Ένα χρονικό 1934-1985
1934
Αφού πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις, φοίτησε στο λύκειο G.D. Cassini. Οι γονείς δεν δίνουν στα παιδιά τους θρησκευτική αγωγή και σε ένα κρατικό σχολείο το αίτημα για απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών και τις λατρευτικές ακολουθίες είναι αποφασιστικά αντικομφορμιστικό. Αυτό κάνει τον Ίταλο, κατά καιρούς, να αισθάνεται κάπως διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. «Δεν νομίζω ότι αυτό με έβλαψε: συνηθίζεις, επιμένεις στις συνήθειές σου, να απομονώνεσαι για τους σωστούς λόγους, να αντέχεις τη δυσφορία που προκύπτει, να βρίσκεις τη σωστή γραμμή για να διατηρείς θέσεις που δεν συμμερίζονται οι περισσότεροι. Αλλά πάνω απ’ όλα, μεγάλωσα με ανοχή στις απόψεις των άλλων, ιδίως στον θρησκευτικό τομέα […]. Και την ίδια στιγμή παρέμεινα εντελώς απαλλαγμένος από αυτή τη γεύση του αντικληρικαλισμού».
1935-1938
«Την πρώτη πραγματική απόλαυση της ανάγνωσης ενός πραγματικού βιβλίου την έζησα αρκετά αργά: ήμουν ήδη δώδεκα ή δεκατριών ετών, και ήταν με τον Κίπλινγκ, το πρώτο και (κυρίως) το δεύτερο Bιβλίο της Ζούγκλας. Δεν θυμάμαι αν ήρθα σ’ αυτό μέσω μιας σχολικής βιβλιοθήκης ή επειδή το πήρα ως δώρο. Από τότε ήξερα τι πρέπει να ψάχνω στα βιβλία: να δω αν επαναλαμβανόταν αυτή η απόλαυση της ανάγνωσης που βίωσα με τον Κίπλινγκ».
Για τη γενιά του ωστόσο, αυτή η εποχή έμελλε να τελειώσει πρόωρα και με τον πιο δραματικό τρόπο. «Το καλοκαίρι κατά το οποίο άρχισα να παίρνω μια γεύση για τη νεολαία, την κοινωνία, τα κορίτσια, τα βιβλία, ήταν το 1938: τελείωσε με τον Τσάμπερλεϊν και τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι στο Μόναχο. Η “belle époque” της Ριβιέρας είχε τελειώσει […]. Με τον πόλεμο, το Σαν Ρέμο έπαψε να είναι το κοσμοπολίτικο σημείο συνάντησης που ήταν για έναν αιώνα (έπαψε για πάντα – στη μεταπολεμική περίοδο έγινε ένα κομμάτι των προαστίων Μιλάνο-Τορίνο) και τα χαρακτηριστικά μιας παλιάς επαρχιακής πόλης της Λιγουρίας ήρθαν στο προσκήνιο. Ήταν, ανεπαίσθητα, επίσης μια αλλαγή οριζόντων».
1939-1940
Γράφει διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα: «Μεταξύ 16 και 20 ετών, ονειρευόμουν να γίνω θεατρικός συγγραφέας». Καλλιέργησε το ταλέντο και το πάθος του για τη ζωγραφική και τις γελοιογραφίες.
1941-1942
Αφού πήρε το απολυτήριο του λυκείου (οι εξετάσεις του λυκείου είχαν ανασταλεί λόγω του πολέμου) γράφτηκε στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορίνου, όπου ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος για την τροπική γεωργία, και πέρασε τέσσερις εξετάσεις στο πρώτο έτος, χωρίς ωστόσο να ενταχθεί στο μητροπολιτικό και πανεπιστημιακό περιβάλλον.
1943
Στις προσωπικές του σχέσεις, και ιδίως στη φιλία του με τον Εουτζένιο Σκάλφαρι (συμμαθητή του στο λύκειο), βρήκε ερεθίσματα για πολιτιστικά και πολιτικά ενδιαφέροντα που ήταν ακόμη ανώριμα αλλά ζωντανά.
Τον Ιανουάριο μεταφέρεται στη Σχολή Γεωπονίας και Δασολογίας του Βασιλικού Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, όπου δίνει τρεις εξετάσεις. Κατά τη διάρκεια των μηνών της Φλωρεντίας, επισκεπτόταν επιμελώς τη βιβλιοθήκη του Gabinetto Vieusseux. Οι πολιτικές του επιλογές γίνονταν όλο και πιο συγκεκριμένες. Στις 25 Ιουλίου, η είδηση της ανάθεσης στον Πιέτρο Μπαντόλιο του σχηματισμού νέας κυβέρνησης τον οδήγησε στο στρατιωτικό στρατόπεδο Mercatale di Vernio (Φλωρεντία)∙ στις 9 Αυγούστου επέστρεψε στο Σαν Ρέμο. Μετά τις 8 Σεπτεμβρίου, αρνείται να παρουσιαστεί στην επιστράτευση που οργανώνει η φασιστική Δημοκρατία του Σαλό και πέρασε αρκετούς μήνες κρυμμένος.
1944
Αφού έμαθε για τον θάνατο, σε μια μάχη, ενός νεαρού κομμουνιστή γιατρού, ζήτησε από έναν φίλο του να τον συστήσει στο IKK∙ στη συνέχεια, μαζί με τον δεκαεξάχρονο αδελφό του, εντάχθηκε στη δεύτερη μεραρχία εφόδου Garibaldi, η οποία επιχειρούσε στις θαλάσσιες Άλπεις, θέατρο επί είκοσι μήνες μερικών από τις σφοδρότερες συγκρούσεις μεταξύ των παρτιζάνων και των ναζιστών-φασιστών. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν συλληφθεί από τους Γερμανούς και κρατηθεί όμηροι για μεγάλο χρονικό διάστημα, επέδειξαν αξιοσημείωτη σταθερότητα πνεύματος κατά τη διάρκεια της κράτησής τους.
1945
Μετά την Απελευθέρωση εκμεταλλευόμενος τις διευκολύνσεις που παρέχονται στους βετεράνους, εγγράφεται στο τρίτο έτος της Φιλοσοφικής σχολής του Τορίνου, όπου μετακομίζει μόνιμα.
Έπιασε φιλίες με τον Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος στα επόμενα χρόνια θα γινόταν όχι μόνο ο πρώτος του αναγνώστης – «Τελείωνα μια ιστορία και έτρεχα σ’ αυτόν για να τη διαβάσει. Όταν πέθανε, μου φάνηκε ότι δεν θα ήμουν πλέον καλός στο γράψιμο, χωρίς το σημείο αναφοράς αυτού του ιδανικού αναγνώστη».
1946
Αρχίζει να «κυκλοφορεί γύρω από τον εκδοτικό οίκο Einaudi», πουλώντας βιβλία με δόσεις. Δημοσιεύει πολυάριθμα διηγήματα (l’Unità, Il Politecnico). Ενθαρρυμένος από τον Τσέζαρε Παβέζε αφοσιώθηκε στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, το οποίο θα είναι το πρώτο του βιβλίο, το Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές.
Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές αφηγείται την ιστορία του Πιν, ενός ορφανού παιδιού που ζει μαζί με την πόρνη αδελφή του, ανάμεσα σε ενήλικες που συχνάζουν στην ταβέρνα της γειτονιάς, οι οποίοι τον εμπλέκουν στην κλοπή ενός όπλου από έναν Ναζί• έτσι, ο Πιν συλλαμβάνεται, για να τον ελευθερώσει ο αντάρτης Κόκκινος Λύκος. Αργότερα ο Πιν εντάσσεται σε μια ομάδα ανταρτών, βιώνοντας από πρώτο χέρι τον πόλεμο αλλά και τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες αυτών των ανθρώπων.
1947
«Μια γλυκιά και ντροπιαστική διγαμία» είναι η μόνη πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του σε μια ζωή «πραγματικά γεμάτη δουλειά και επιδίωξη των στόχων μου».
1949
Η συμμετοχή του στο συνέδριο των Παρτιζάνων για την Ειρήνη στο Παρίσι τον Απρίλιο θα του κοστίσει την απαγόρευση εισόδου στη Γαλλία για πολλά χρόνια.
1950
Στις 27 Αυγούστου, ο Παβέζε αυτοκτόνησε. Ο Καλβίνο αιφνιδιάζεται.
1951
Το καλοκαίρι, σχεδόν αυθόρμητα, έγραψε το μυθιστόρημα Ο διχοτομημένος υποκόμης. Μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση («από τον Καύκασο στο Λένινγκραντ»), το οποίο διήρκεσε περίπου πενήντα ημέρες. Ο απολογισμός του) θα δημοσιευτεί στην Unità τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του επόμενου έτους σε περίπου είκοσι συνέχειες και θα του αποφέρει το βραβείο του Αγίου Βικεντίου.
1952
Ο διχοτομημένος υποκόμης, σημειώνει μεγάλη επιτυχία και προκαλεί ανάμεικτες αντιδράσεις από τους αριστερούς κριτικούς.
Καλοκαίρι: μαζί με τον Πάολο Μονέλι, ανταποκριτή της Stampa, παρακολουθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι γράφοντας άρθρα για την Unità.
1955
Την 1η Ιανουαρίου αποκτά τη θέση του διευθυντή στον Einaudi, την οποία θα διατηρήσει μέχρι τις 30 Ιουνίου 1961 – μετά την ημερομηνία αυτή θα γίνει σύμβουλος έκδοσης.
Δημιούργησε μια σχέση με την ηθοποιό Έλσα ντε Τζιόρτζι που έμελλε να διαρκέσει λίγο.
1956
Το 20ό Συνέδριο του ΙΚΚ ανοίγει μια σύντομη περίοδο ελπίδας σε μια μεταμόρφωση του κόσμου του πραγματικού σοσιαλισμού.
Παρεμβαίνει στο περιοδικό «Contemporaneo» στην έντονη συζήτηση για τη μαρξιστική κουλτούρα, που διεξάγεται μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου, αμφισβητώντας την πολιτιστική γραμμή του ΙΚΚ.
1957
Κυκλοφορεί ο Αναρριχώμενος βαρόνος.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το έχω αφιερώσει στα βιβλία των άλλων. Και είμαι ευτυχής γι’ αυτό».
1959
Δημοσιεύεται ο Ανύπαρκτος ιππότης.
Τον Νοέμβριο, χάρη σε μια υποτροφία του Ιδρύματος Ford, αναχωρεί για ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο θα τον οδηγήσει στις κυριότερες τοποθεσίες της χώρας. Το ταξίδι διαρκεί έξι μήνες, εκ των οποίων τους τέσσερις περνά στη Νέα Υόρκη.
Οι πειραματισμοί
Στις αρχές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970 άρχισε μια νέα φάση, που θεωρείται η πιο πρωτότυπη, κατά την οποία ο Ίταλο Καλβίνο έγραψε τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του. Η αναγνωρισιμότητα των έργων αυτών οφείλεται στην πειραματική τους φύση, δηλαδή στην επιθυμία να διευρυνθούν τα όρια της λογοτεχνίας προς νέες εμπειρίες που έρχονται σε ρήξη με τα πρότυπα του παρελθόντος. Η καμπή επήλθε στον Καλβίνο χάρη στη γνωριμία του με τους Γάλλους συγγραφείς της ομάδας Oulipo, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τη λογοτεχνία ως συνδυαστικό παιχνίδι. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η θεμελιώδης επιρροή του Αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Από αυτές τις επιρροές, ο Ίταλο Καλβίνο θα δημιουργήσει αργότερα πιο πρωτότυπα μονοπάτια. Ας δούμε εν συντομία τα σημαντικότερα έργα του:
Το κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων (1969), είναι το μυθιστόρημα που συνδέεται στενότερα με τον πειραματισμό της ομάδας Oulipo• σε ένα κάστρο, μια σειρά από επισκέπτες αφηγούνται ιστορίες χωρίς να μιλούν, αλλά χρησιμοποιώντας μόνο κάρτες ταρώ.
Οι αόρατες πόλεις (1972), μια συλλογή σύντομων κειμένων στα οποία ο Μάρκο Πόλο διηγείται στον Κουμπλάι Καν τις φανταστικές πόλεις που είδε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του.
Εάν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης (1979), αφηγείται την αναζήτηση ενός Αναγνώστη και μιας Αναγνώστριας για ένα μυστηριώδες μυθιστόρημα, του οποίου υπάρχουν μόνο διάφορες εκδοχές της αρχής.
Πάλομαρ (1983), αφηγείται τις παρατηρήσεις του κόσμου από την άτυπη ματιά του εκκεντρικού κυρίου Πάλομαρ.
1962
Τον Απρίλιο στο Παρίσι, γνωρίστηκε με την Έστερ Τζούντιθ Σίνγκερ, γνωστή ως Τσικίτα, μια Αργεντίνα μεταφράστρια που εργαζόταν για διεθνείς οργανισμούς.
1963
Ήταν η χρονιά κατά την οποία διαμορφώθηκε στην Ιταλία το λεγόμενο κίνημα της νεοπρωτοπορίας∙ ο Καλβίνο, αν και δεν συμμεριζόταν τα αιτήματά του, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις εξελίξεις.
Δημοσίευσε τη συλλογή Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη. Εκδίδεται Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου.
Τον Μάιο, περνά μια εβδομάδα στην Κέρκυρα ως μέλος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Formentor.
Πραγματοποιεί μακρά παραμονή στη Γαλλία.
1964
Στις 19 Φεβρουαρίου στην Αβάνα παντρεύτηκε την Τσικίτα.
Το ταξίδι στην Κούβα του έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί τη γενέτειρά του και το σπίτι όπου ζούσαν οι γονείς του. Ανάμεσα στις διάφορες συναντήσεις ήταν και μια προσωπική συνομιλία με τον Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα.
1965
Τον Απρίλιο γεννιέται στη Ρώμη η κόρη του Τζιοβάνα. Εκδίδει Τα Κοσμοκωμικά.
1967
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι, με σκοπό να μείνει εκεί για πέντε χρόνια. Αντ’ αυτού, έζησε εκεί μέχρι το 1980, κάνοντας συχνά ταξίδια στην Ιταλία, όπου περνούσε και τους καλοκαιρινούς μήνες.
1968
Το νέο του ενδιαφέρον για τη σημειωτική μαρτυρά η συμμετοχή του σε δύο σεμινάρια του Μπαρτ για το Sarrasine του Μπαλζάκ στην École des Hautes Études της Σορβόνης και σε μια εβδομάδα σημειωτικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Urbino, που χαρακτηρίστηκε από την ομιλία του Άλγκιρντας Τζουλιέν Γκρεϊμάς.
Στο Παρίσι, κάνει παρέα με τον Κενώ, ο οποίος τον συστήνει σε άλλα μέλη του Oulipo.
Όπως και με τα νεανικά κινήματα διαμαρτυρίας των αρχών της δεκαετίας του 1960, παρακολουθεί τη φοιτητική διαμαρτυρία με ενδιαφέρον, χωρίς όμως να συμμερίζεται τις συμπεριφορές και την ιδεολογία της.
Αρνείται το βραβείο Βιαρέτζιο για το Ταυ και το μηδέν.
Στο Παρίσι
«Εδώ και μερικά χρόνια έχω ένα σπίτι στο Παρίσι, και περνάω μέρος του χρόνου εκεί, αλλά μέχρι στιγμής αυτή η πόλη δεν εμφανίζεται ποτέ στα πράγματα που γράφω. Ίσως για να γράψω για το Παρίσι θα πρέπει να αποστασιοποιηθώ από αυτό, να είμαι μακριά: αν είναι αλήθεια ότι πάντα γράφει κανείς από μια έλλειψη, από μια απουσία. Ή να βρίσκομαι εκεί περισσότερο, αλλά γι’ αυτό θα έπρεπε να έχω ζήσει εκεί από τα νεανικά μου χρόνια: αν είναι αλήθεια ότι τα σκηνικά των πρώτων χρόνων της ζωής μας είναι αυτά που διαμορφώνουν τον φανταστικό μας κόσμο, όχι οι τόποι της ωριμότητας. Θα το πω καλύτερα: είναι απαραίτητο για να γίνει ένας τόπος εσωτερικό τοπίο, για να κατοικήσει η φαντασία σε αυτόν τον τόπο, για να τον κάνει θέατρό της. Τώρα, το Παρίσι έχει ήδη γίνει το εσωτερικό τοπίο τόσων πολλών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τόσων βιβλίων που όλοι έχουμε διαβάσει, που έχουν μετρήσει στη ζωή μας. Πριν γίνει μια πόλη στον πραγματικό κόσμο, το Παρίσι, για μένα, όπως και για εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε κάθε χώρα, ήταν μια πόλη που φανταζόμαστε μέσα από τα βιβλία, μια πόλη που οικειοποιούμαστε διαβάζοντας. Ξεκινάει κανείς ως παιδί με τους Τρεις σωματοφύλακες, μετά με τους Άθλιους∙ την ίδια στιγμή ή αμέσως μετά, το Παρίσι γίνεται η πόλη της Ιστορίας, της Γαλλικής Επανάστασης∙ αργότερα, καθώς προχωράει η νεανική ανάγνωση, γίνεται η πόλη του Μποντλέρ, της μεγάλης ποίησης πριν από εκατό και πλέον χρόνια, η πόλη της ζωγραφικής, η πόλη των μεγάλων κύκλων μυθιστορημάτων, του Μπαλζάκ, του Ζολά, του Προυστ…»
Μιλάει η Ναταλία Γκίνσμπουργκ:
«Η τελευταία φορά που είδα τον Καλβίνο ζωντανό ήταν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου στη Σιένα, την επομένη της εγχείρησης στο κεφάλι του. Το κεφάλι του ήταν δεμένο με επίδεσμο, τα γυμνά του χέρια έξω από το σεντόνι, μαυρισμένα και δυνατά, και νύσταζε. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο και ήρεμο, η αναπνοή του ήρεμη και υγιής. Δεν είχε κανένα σημάδι πόνου στο πρόσωπό του. Σκέφτηκα ότι σύντομα θα συνέλθει, ότι θα σηκωνόταν από αυτό το κρεβάτι. Τις επόμενες ημέρες, οι εφημερίδες ανέφεραν φράσεις που είχε πει όταν ξύπνησε. Είχε κοιτάξει τα σωληνάκια του και είχε πει: «Μοιάζω με πολυέλαιο». Η κόρη του είχε μπει μέσα και είχε ρωτήσει: «Ποιος είμαι εγώ;». Είχε πει: «Είσαι η χελώνα». Ένας από τους γιατρούς του είχε κάνει μερικές ερωτήσεις και μετά τον ρώτησε: «Ποιος είμαι εγώ;». Είχε πει: «Ένας αστυνομικός διευθυντής». Για όσους τον αγαπούσαν, αυτές οι φράσεις ήταν ένα πολύτιμο δώρο, ένα σημάδι ότι ήταν ακόμα αυτός, ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει στον χαρακτήρα του, ότι οι χελώνες, οι πολυέλαιοι, οι αστυνομικοί διευθυντές εξακολουθούσαν να γυρίζουν στο μυαλό του».
1978
Τον Απρίλιο, σε ηλικία 92 ετών, πεθαίνει η μητέρα του.
Το τέλος
1985
Στις 6 Σεπτεμβρίου υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, νοσηλεύτηκε και χειρουργήθηκε στο νοσοκομείο Santa Maria della Scala της Σιένα. Πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία τη νύχτα της 18ης προς τη 19η Σεπτεμβρίου.
Το τέλος
«Το πρωί της Παρασκευής 20 Σεπτεμβρίου 1985, η πρώτη ισημερινή καταιγίδα του έτους ξέσπασε πάνω από την πόλη της Ρώμης. Ξύπνησα από τον ήχο των κεραυνών και των αστραπών∙ και νόμιζα ότι βρισκόμουν, για άλλη μια φορά, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο πριν από το μεσημέρι, έφτασε ένα αυτοκίνητο με σοφέρ για να με μεταφέρει κατά μήκος της μεσογειακής ακτής σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, το Castiglion della Pescaia, όπου, στη μία η ώρα, ο Ίταλο Καλβίνο, ο οποίος είχε πεθάνει την προηγούμενη ημέρα, θα κηδευόταν στο νεκροταφείο του χωριού. Ο Καλβίνο είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία δύο εβδομάδες νωρίτερα, ενώ καθόταν στον κήπο του σπιτιού του στην Πινέτα ντι Ροκαμάρε, όπου είχε περάσει το καλοκαίρι δουλεύοντας πάνω στις διαλέξεις για τον Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον που θα έδινε το φθινόπωρο και το χειμώνα στο Χάρβαρντ».
[Αποχαιρετισμός από τον Maurizio Zuccari
μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς]
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-περιοδικό χάρτης, τχ. 11, Μάιος 1984, σελίδες για τον Ίταλο Καλβίνο σελ. 550-601
– Αφιέρωμα στα 100 ΧΡΌΝΙΑ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ 1923-2023, του ηλεκτρονικού περιοδικού Bookpress.-