Η διαθήκη
Έσπρωξε με δύναμη τη μαύρη, σιδερένια πόρτα και όρμησε σαν θύελλα μέσα στο σκοτάδι. Γύρω οι τάφοι άσπριζαν παγερά μέσα στη σιωπή. Μόνο κάπου κάπου διακρίνονταν κόκκινες και κίτρινες πινελιές από φρεσκοκομμένα λουλούδια που στήλωναν μέσα σε αλαβάστρινα βάζα.
-Τι κάνεις εδώ; ξεφώνισε από απόσταση. Θα περάσεις από το πτώμα μου, συνέχισε πλησιάζοντας τον Τάκη. Στάθηκε κάτω απ΄τον πεύκο όση ώρα μιλούσε, και κοίταζε τον αδελφό του καθισμένο στην άκρη στο μνήμα με το ασπράδι. Φορούσε ακόμη τα ρούχα της δουλειάς.
-Εδώ από κάτω είναι η μάνα και ο πατέρας, και εμένα εδώ θέλω να με θάψουνε.
– Σ’ αγάπαγε ρε- δεν είχε πει ποτέ κακό λόγο, ούτε κουβέντα. Και ας την κορόιδευες, κι ας την ειρωνευόσουν : «η Ευδοξία με τα μεγάλα τα βυζά,η Ευδοξία με τον μεγάλο τον κώλο» και άλλα κοσμητικά που την έκαναν κομμάτια.
Το μάτι του τώρα γύρισε, και φάνηκαν οι φλέβες γύρω απ΄το λαιμό.
-Τον τάφο δεν θα τον πειράξεις, άκουσες; Να, εδώ θα κάτσω ως το βράδυ. Πάνω από το πτώμα μου θα περάσεις στο ξαναλέω.
……
Ο Γιώργης έδωσε τόπο στην οργή, όπως έκανε πάντα για να μη λερώσει το όνομά τους.
Η Ευδοξία στο φέρετρο, με σταυρωμένα τα χέρια, και μάτια σφαλιστά. Στέκονταν όλοι γύρω απ΄τον ανοιχτό τάφο της αδελφής της. Είχαν περάσει δεκατρία χρόνια που άφησε τον πάνω κόσμο.
……
Γύρισαν σπίτι. Ο Γιώργης έπιασε χαρτί και μολύβι. Ήταν ζερβός και τον δυσκόλευε από παιδί η γραφή. Και τις άλλες δουλειές με κόπο τις έκανε.
Έγραψε λίγες λέξεις. Άφησε κάτω το μολύβι και διάβαζε αργά συλλαβιστά.
«Ότι έχω το αφήνω εξίσου στα δυο μου παιδιά. Ακόμη, δίνω ευχή και κατάρα σε όποιον με θάψει, να είναι μακριά απ΄αυτό το σόι. Δε θέλω καμιά παρτίδα πλέον μαζί τους, αφού αρνήθηκαν τη γυναίκα μου. Είναι ζήτημα τιμής».