Ιππότες της Αθεϊας
Στα «ένδοξα» γυμνασιακά χρόνια («ένδοξα» γιατί σχετίζονται με τις αναστατώσεις που προκαλούσα μαζί με άλλους ως μαθητής στο Σχολείο) και σε μια εποχή κατά την οποία το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είχε εξασθενήσει τόσο όσο σήμερα, και το κατηχητικό σχολείο ήταν, μπορώ να πω, ακόμη σε ακμή, το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, Αχαρνών και Χέϋδεν γωνία, όπου τότε, στη χρυσή δεκαετία του ’50, φοιτούσα ως μαθητής, είχε επιβάλει υποχρεωτικό εκκλησιασμό τις Κυριακές για όλους τους μαθητές του σχολείου, ακόμη και για εκείνους που ήταν στις δυο τελευταίες τάξεις και ο χρόνος τους ήταν πολύτιμος, γιατί διάβαζαν και για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Δεν έχω, βέβαια, υπόψη μου τι γινόταν τότε στα άλλα γυμνάσια της Αθήνας τις Κυριακές. Στο δικό μου, πάντως, σχολείο, έπρεπε να είσαι για τη Θεία Λειτουργία στις οκτώ η ώρα το πρωί έξω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών, για να δώσεις το όνομά σου στον απουσιολόγο της τάξης σου. Διαφορετικά, αν σ’ έπαιρνε ο ύπνος και δεν πήγαινες, τη Δευτέρα έπρεπε να φέρεις δικαιολογητικό στον θεολόγο καθηγητή του σχολείου με την υπογραφή του κηδεμόνα σου. Αυτή ήταν η κατάσταση στο σχολείο, όταν μαζί με άλλους τρεις συμμαθητές μου, που ήταν όχι μόνο γεροί στα φιλολογικά μαθήματα, αλλά και διάβαζαν, όπως κι εγώ, εξωσχολικά βιβλία, δημιουργήσαμε μια ομάδα που της δώσαμε την προκλητική ονομασία Ιππότες της αθεΐας. Σκοπός αυτής της ομάδας ήταν όχι μόνο να εκπροσωπεί στην τάξη τη «θύραθεν παιδείαν» και με αφορμή τον θρησκευτικό αγνωστικισμό που μας ένωνε να είναι σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την ομάδα των συμμαθητών μας που πήγαιναν στο κατηχητικό, αλλά και να κάνουμε – κυρίως αυτό – , με θεολογικές παρατηρήσεις, όσο το δυνατό πιο δύσκολη την ώρα διδασκαλίας στον καθηγητή των Θρησκευτικών, που έβαζε άριστα μόνο σε παιδιά που πήγαιναν στο κατηχητικό, γιατί πίστευε ο λειτουργός αυτός του Χριστού πως, με το κατηχητικό και τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, θα έφερνε τον μαθητή στο δρόμο της Εκκλησίας. Τώρα θα μου πείτε τι το θέλαμε το άριστα στα Θρησκευτικά, που σήμερα είναι ένα μάθημα υπό διωγμόν και όλο λένε να το εξοβελίσουν και όλο με νύχια και με δόντια το κρατάνε ακόμα στο σχολικό πρόγραμμα των μαθημάτων. Παιδιά της δευτέρας ή τρίτης Γυμνασίου ήμασταν τότε και το παιδικό μας πείσμα έβραζε μέσα μας, γιατί δεν αντέχαμε να παίρνουν το άριστα μόνο οι «χριστιανοί» και όχι κι εμείς της «θύραθεν παιδείας» – το ίδιο μάθημα και καλύτερα απ΄ αυτούς λέγαμε. Όσο για μότο στο αθεϊστικό μας «κίνημα» είχαμε επιλέξει δυο στίχους ενός από τους μείζονες ποιητές μας, του Κώστα Καρυωτάκη:
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα λέγε το γελώντας.
Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού – που θα έκανε το σχολείο πιο ενδιαφέρον και πιο ευχάριστο – αρχίσαμε να διαβάζουμε προσεχτικά και μεθοδικά την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Και αυτό βέβαια όχι τόσο για το άριστα που δεν μας έβαζε ο καθηγητής, όσο για να τον φέρνουμε, όπως είπα και πιο πάνω, κάθε τόσο και λιγάκι, με τις παρατηρήσεις μας στα ιερά κείμενα, σε δύσκολη θέση και να νιώθει τη διδασκαλική του έδρα να κλονίζεται. Και όταν ο ένας από τους τέσσερις έβρισκε κάποιο δύσκολο θεολογικό κόμπο, οι άλλοι τρεις, που ήμασταν ενημερωμένοι πάνω στο θέμα, υποστηρίζαμε τη γνώμη του και προβάλλαμε αντιρρήσεις στις απόψεις του καθηγητή. Όσο για την ομάδα των παιδιών του κατηχητικού, ήταν απλοί ακροατές και ανίκανοι να βοηθήσουν, με τις γνώσεις του σχολικού βιβλίου, τον καθηγητή, που αντιμετώπιζε μόνος και αβοήθητος από τον Παντοδύναμο τους τέσσερις αυτούς «ιππότες του Εωσφόρου». Πρέπει να πω ακόμη ότι αν υπήρχε τότε κάτι πρωτοφανές στα σχολικά χρονικά, αυτό ήταν το γεγονός ότι οι ταραξίες στη δική μας τάξη ήταν άριστοι μαθητές, τουλάχιστον στα φιλολογικά μαθήματα, και όχι με χαμηλή επίδοση όπως συνήθως συμβαίνει… Και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να είναι συχνά σε δύσκολη θέση η διοίκηση του σχολείου, όταν επρόκειτο για παραπτώματα μαθητών με άριστη επίδοση στα μαθήματα..
Μεταξύ μας, οι τέσσερις Ιππότες της αθεΐας, όταν αναφερόμασταν στον καθηγητή των θρησκευτικών που ο θρησκευτικός φανατισμός του θύμιζε εποχές της Ιερής Εξέτασης, χρησιμοποιούσαμε αντί για τ’ όνομά του το παρατσούκλι «Γιουσουρούμ». Το έμαθαν όμως τα παιδιά του κατηχητικού και το κάρφωσαν στον Γυμνασιάρχη που ήταν επίσης θεολόγος. Το παρατσούκλι αυτό το είχε κολλήσει του καθηγητή ο Νίκος, ένας από τους τέσσερις της ομάδας μας, και, σύμφωνα με τον κανονισμό των Ιπποτών της αθεΐας, έπρεπε αυτός να απολογηθεί στον ταγό του σχολείου, όταν μας κάλεσε στο γραφείο για την εν λόγω κατηγορία. Βρήκαμε τον Γυμνασιάρχη, είναι αλήθεια, στα μπουρίνια του και αφού μας φίλεψε, προκαταβολικά, όπως το συνήθιζε, με ένα χαστούκι τον καθένα (στον εκπαιδευτικό μεσαίωνα των μαθητικών μου χρόνων, το χαστούκι ήταν η πιο ήπια τιμωρία), άρχισε την ανάκριση λες και ήταν ο Φουκέ Τενβίλ στο Επαναστατικό Δικαστήριο:
– Θέλω την αλήθεια γιατί αλίμονό σας αν μου πείτε ψέματα!» είπε και δίνοντας στη φωνή του ακόμα πιο αυστηρό τόνο, συνέχισε «Είναι αλήθεια ή όχι ότι αποκαλείτε τον θεολόγο του Σχολείου «Γιουσουρούμ»;
-Είναι αλήθεια, αλλά όχι ακριβώς «Γιουσουρούμ», απάντησε σιβυλλικά ο Νίκος.
– Τι θέλεις να πεις, δεν καταλαβαίνω, είπε ο Γυμνασιάρχης και γούρλωσε τα μάτια του που πέταγαν σπίθες απ’τον θυμό του, νομίζοντας πως τον ειρωνευόταν.
– Θέλω να πω ότι δεν τον αποκαλούμε «Γιουσουρούμ». Μας είναι πολύ αγαπητός και σεβαστός ο κύριος καθηγητής, για να του δώσουμε ένα τέτοιο όνομα, του είπε ο Νίκος όσο πιο ήρεμα και άφοβα μπορούσε. Απλώς τα παιδιά της τάξης μας δεν άκουσαν καλά και νόμισαν ότι τον αποκαλούμε «Γιουσουρούμ», που ήταν Αρμένης παλαιοπώλης ο άνθρωπος, και όχι Εβραίος σαράφης. Από αυτόν πήρε, αν έχετε υπόψη σας, η γνωστή πλατεία Δημοπρατηρίου στο Μοναστηράκι τη λαϊκή ονομασία Γιουσουρούμ.
Ο Γυμνασιάρχης, αν και δεν μπόρεσε να κρύψει τον εκνευρισμό του από τον τρόπο που του μιλούσε ο Νίκος, κατάφερε, ωστόσο, να συγκρατήσει τον θυμό του, για να ξεσπάσει μετά, αφού πρώτα εξακριβώσει ποια ήταν ακριβώς η προσωνυμία που δώσαμε στον καθηγητή.
– Και πώς τον αποκαλείτε, αφού, λοιπόν, δεν του δώσατε αυτή την προσωνυμία;
– Τον αποκαλούμε, κύριε Γυμνασιάρχα, «Γεσουρούν», πρόκειται για άλλο όνομα που, σύμφωνα με το εβραϊκό πρωτότυπο, έδωσαν οι Ισραηλίτες στον Ισραήλ. Η ονομασία αυτή αναφέρεται μόνο μια φορά στο Δευτερονόμιον, στην « Ωδή» που έγραψε ο Μωυσής, και άλλη μια φορά στον Ησαΐα (Μδ. 2), που οι εβδομήκοντα τη μεταφράζουν «αγαπημένος» Ισραήλ.
Ο Γυμνασιάρχης χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθει από το ξάφνιασμα που του προκάλεσε η απάντηση του Νίκου. Τέτοια θεολογική ευρυμάθεια πρώτη φορά επισήμαινε στο «μαγαζί» του, όπως συνήθιζε ν’ αποκαλεί το σχολείο που διοικούσε. Χωρίς να πει άλλη κουβέντα κατέβασε την Αγία Γραφή από ένα ράφι του γραφείου του και διάβασε, βαθιά εντυπωσιασμένος, στον Ησαΐα: «μη φοβού, παι μου Ιακώβ και αγα π η μ έ ν ο ς Ισραήλ, ον εξελεξάμην». (Μδ,2 ). Παρά τον ενυπωσιασμό του η αμφιβολία υπήρχε ακόμη μέσα του, και ρώτησε:
– Και πώς θα ξέρω ότι το όνομα « Γεσουρούν » είναι το σωστό που αναφέρεται στην «Ωδή» ή στον Ησαΐα;
Και ο Νίκος – λες και ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια ερώτηση – του έδωσε τη χαριστική βολή που έβαλε τέρμα στη συζήτηση:
– Μπορείτε να βεβαιωθείτε, αν διαβάσετε την « Ωδή» ου Μωυσή σε μετάφραση Κώστα Φριλίγγου. Εκεί το όνομα « Γεσουρούν» δεν μεταφράζεται.
Αφωνία και θαυμασμός τώρα από την πλευρά του Γυμνασιάρχη για τον μαθητή που λίγο πριν είχε, με βαρύ χέρι, χαστουκίσει. Αμέσως μετά κοίταξε το χαρτάκι με τα ονόματά μας, που του είχαν δώσει οι συμμαθητές μας του κατηχητικού, και άρχισε να διαβάζει φωναχτά το κάθε όνομα και να σηκώνει τα μάτια για να δει σε ποιον από τους τέσσερις αντιστοιχεί το όνομα. Και αφού μας κοίταξε για τελευταία φορά καλά για να συγκρατήσει τις φυσιογνωμίες μας, είπε, καθώς ένα σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του:
– Τώρα κατάλαβα: είσαστε οι μαθητές που ενοχλείτε με θεολογικές ερωτήσεις και παρατηρήσεις τον καθηγητή και χάνεται η ώρα του μαθήματος με θεολογικές συζητήσεις. Να σταματήσει αυτό που κάνετε και οι θεολογικές συζητήσεις να γίνονται μεταξύ σας. Πηγαίνετε τώρα στην τάξη σας και θα μιλήσω εγώ στον καθηγητή.
Αυτή τη φορά η έκπληξη ήταν για μας. Δεν περιμέναμε, σε καμία περίπτωση, πως θα φεύγαμε από το «πραιτώριο», όπως συνηθίζαμε να λέμε μεταξύ μας το γραφείο του Γυμνασιάρχη, σαν Ρωμαίοι στρατηγοί που επιστρέφουν νικητές στη Ρώμη. Και πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί η «ευαγγελική δικαιοσύνη» του θεολόγου καθηγητή σχετικά με το βαθμό του άριστα, από εκείνη τη μέρα και μετά, συμπεριλάμβανε – θέλοντας και μη – και τους Ιππότες της αθεΐας στην ίδια κατηγορία με τους μαθητές του κατηχητικού- και τα εικοσάρια στο μάθημα των Θρησκευτικών πέφτανε ως μάννα εξ ουρανού. Τον σχολικό αυτό θρίαμβο στο «πραιτώριο» (δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς) τον γιορτάσαμε ένα βράδυ στο σπίτι ενός από τους τέσσερις «ιππότες», ανάβοντας ένα κερί στη χάρη Του και απαγγέλλοντας, σε δική μου για την περίπτωση απόδοση, αυτούς τους στίχους του Γάλλου ποιητή Μπωντλαίρ:
Δόξα και τιμή για σε, μεγάλε Σατανά,
Όπου στα ύψη τ΄ Ουρανού βασίλεψες εσύ
Και κει, στης Κόλασης τα βάθη τα σκοτεινά,
Νικημένος τώρα ρεμβάζεις μέσα στη σιωπή!
Παιδιά του Διαβόλου ήμασταν και ησυχία δεν είχαμε… Το μάθημα των θρησκευτικών είχε χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε για μας, προτού ο Γυμνασιάρχης μάς καλέσει στο γραφείο του. Η μόνη πόρτα που έμενε τώρα ανοιχτή, για να ξεφεύγουμε πότε-πότε από την πλήξη των μαθημάτων και να βιώνουμε πάλι «ημέρας σχολικής δόξης», ήταν το σκασιαρχείο κάθε Δευτέρα. Αλλά οι περιπέτειες που ζήσαμε οι Ιππότες της αθεΐας σε αυτές τις σχολικές αποδράσεις είναι, όπως λέει κι ο Κίπλινγκ, «μια άλλη ιστορία».
———————-