You are currently viewing Μένη Πουρνή:  Το νεκρόδειπνο των Χριστουγέννων*

Μένη Πουρνή:  Το νεκρόδειπνο των Χριστουγέννων*

στην αγαπημένη μου δασκάλα, Λίνα Θωμά και τον σύζυγό της, που φέρνουν κοντά την Ελλάδα και τη Βαλτική.

 

Ποτέ δεν μου άρεσαν τα Χριστούγεννα.  Δεν μου άρεσαν οι μεγάλες συναθροίσεις, τα βεβιασμένα χαμόγελα, τα κακόγουστα δώρα και τα σπίτια λούνα παρκ να ξεφυτρώνουν ξαφνικά σε κάθε γειτονιά. Δεν μου άρεσαν και μπορούσα να επιλέξω… Είχα ακολουθήσει τον Αρτούρας ως το Κάουνας στηριζόμενη στη διαβεβαίωσή του πως τα Χριστούγεννα είχαν άλλο χρώμα, μακριά από τις υπερβολές που μας ήρθαν εκ μιμητισμού από την Δύση.

Πολύ αργά… Το Κάουνας είχε υποκύψει πανηγυρικά στις παγκοσμιοποιημένες χριστουγεννιάτικες τάσεις!

Η γενιά του Αρτούρας δεν είχε την πολυτέλεια να διαλέξει τι της άρεσε ποτέ δεν είχαν γιορτάσει Χριστούγεννα, όπως ο κόσμος στη δυτική Ευρώπη. Οι αρχές της δεκαετίας του ‘90 τους βρήκαν να ακολουθούν κάθε αναγεννημένη παράδοση με ενθουσιασμό και λατρεία. Παρά ταύτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, υποκρινόταν ότι διασκέδαζε τις ημέρες αυτές, προσαρμοσμένος στο γενικό πνεύμα του σπιτιού. Δεν έχει αποφασίσει μέσα του, αν μπορούσε να φιλτράρει το εμπορικό-αναγκαστικό εορταστικό πνεύμα με την έλλειψη της ευτυχίας και της προσμονής που ένιωθε στην παιδική του ηλικία.

Δεν είχαμε ταξιδέψει ποτέ ξανά μαζί στο Κάουνας μέχρι εκείνα τα Χριστούγεννα του 2012, όταν ο κόσμος βυθιζόταν σε μια ακόμη οικονομική κρίση στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του νέου αιώνα. Στο αεροδρόμιο συναντήσαμε πολλούς Λιθουανούς της διασποράς που έρχονταν για να περάσουν τις διακοπές με τις οικογένειές τους, εικόνα παρόμοια με εκείνη του 1991. Με την οικογένεια του Αρτούρας, τους γονείς, τον αδερφό, τη γυναίκα και τα παιδιά του, θα συναντιόμασταν νωρίς το βράδυ για το δείπνο της παραμονής.

Είχαμε γνωριστεί χρόνια πριν, όταν σπουδάζαμε μουσική στην Ρώμη. Φοιτούσα με υποτροφία, η οποία μου έδινε την δυνατότητα να μένω με χαμηλό ενοίκιο στην φοιτητική εστία. Στις διακοπές των εορτών οι περισσότεροι είχαν φύγει για τα σπίτια τους και ελάχιστοι μέναμε να περιφερόμαστε σαν φαντάσματα στους άδειους διαδρόμους. Περνούσα όλες τις ώρες της ημέρας στο δωμάτιο με τις πιτζάμες κάτω από τα σκεπάσματα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων με πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβα ανοιχτό το εστιατόριο για το εορταστικό γεύμα. Γύρισα πίσω εντελώς αποκαρδιωμένη σκεπασμένη με την κουβέρτα μου, όπως πήγα. Ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι και σκέφτηκα ότι θα σηκωθώ αργότερα, αν είχε κάτι το ψυγείο.

Δύο ώρες μετά δεν βρήκα τίποτα. Απαθής, γύρισα και πάλι στο δωμάτιο, σέρνοντας πάντα πίσω μου την κουβέρτα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου, διαπίστωσα ότι η άκρη της κουβέρτας είχε πιαστεί στο μεντεσέ. Πριν προλάβω να γυρίσω για να την ξεπιάσω, κάποιος άνοιξε την πόρτα και την ελευθέρωσε χωρίς καν να χτυπήσει.

-Πρόσεξε την άλλη φορά! Χρόνια πολλά!

Η προφορά του ήταν ξενική, όπως πολλών φοιτητών. Σε διαφορετική περίπτωση θα του είχα απαντήσει με μια ακατανόητη βρισιά στη γλώσσα μου ωμά. Όμως, ήμουν τόσο βαριεστημένη που ήθελα απλά να κοιμηθώ. Έτσι, δεν κλείδωσα ούτε αυτή τη φορά την πόρτα.

Λίγη ώρα αργότερα η πόρτα άνοιξε και πάλι. Κάποιος μπήκε μέσα και άφησε κάτι δίπλα στο μαξιλάρι αμέσως, μόλις έφυγε άναψα το φως και διάβασα από σημείωμα:

«Αν τυχόν σε ενδιαφέρει, κατά τις εννιά, θα μαζευτούμε όλοι στη μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου για μια μικρή γιορτή το πάρτι ονομάζεται τα Χριστούγεννα της Συμφοράς. Μπορείς να κουβαλήσεις μαζί σου όλη σου την κακή διάθεση και πικρία, αρκεί να μην κάνεις καμία παρατήρηση για το απαίσιο φαγητό που θα μαγειρέψω. Πάρε μαζί και την αγαπημένη μας κουβέρτα ακόμα την οποία μπορώ να σου πλύνω μεθαύριο που θα βάλω πλυντήριο».

Η αλήθεια είναι ότι μάλλον βαριόμουν να κατέβω, ακόμη κι ως τον πρώτο όροφο, αλλά είχα ασυγκράτητα μεγάλη περιέργεια να μάθω ποιος άνοιγε την πόρτα μου και άφηνε με χαρακτηριστική άνεση σημειώματα.

Κατεβαίνοντας τα τελευταία σκαλοπάτια ακούγονταν μία χαρούμενη φασαρία. Αγγλικές και ιταλικές λέξεις με ξενική προφορά έσκιζαν τον αέρα ανάμεσα σε γέλια και επιφωνήματα έκπληξης. Σε αντίθεση, με ό,τι φοβόμουν, κανείς δεν ήταν γιορτινά ντυμένος. Όλοι φορούσαν φόρμες, τζιν και ξεχειλωμένα t-shirt. Στην γωνία ένα άθλιο χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβόσβηνε στολισμένο με μισοκαμένα φωτάκια και προχειροφτιαγμένα χάρτινα στολίδια.

Η παρέα ήταν ξεκάθαρα πολυεθνική με ένα ξανθό κεφάλι να ξεχωρίζει υπερβολικά ανάμεσά τους.

-Να η μυστηριώδης καλεσμένη σου, Ρας! είπε δείχνοντας προς το μέρος μου κρατώντας ένα γεμάτο πλαστικό ποτήρι η μελαψή Ινδή φοιτήτρια Σούρα.

Ο άχαρος ψηλός  ήρθε να με υποδεχτεί.

-Εσύ είσαι το φάντασμα; τον ρώτησα.

-Μόνο αν είσαι και εσύ η τρελή με την κουβέρτα!

Μου άρεσε που δεν χαριζόταν στα λόγια.

-Ε, Γκρέκα, γιατί δεν πήγες σπίτι σου; Δίπλα είσαι!

Ρώτησε με άψογη αγγλική προφορά ο Γιόνας, ο δημοφιλής και «φιλελεύθερος» Σουηδός της σχολής.

-You ask a lot!

Τον έβαλα στην θέση του με την κακή μου αγγλική προφορά του νότου.

Οι περισσότεροι είχαν διάθεση για συζήτηση και κοινωνικές συναναστροφές. Καθόμουν κάπου προς την άκρη απαντώντας κυρίως με νεύματα και πίνοντας κρασί.

Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού σηκώθηκα να βοηθήσω, όπως έκαναν όλοι, παραπάτησα μια-δυο φορές γιατί ήμουν νηστική από το μεσημέρι. Ο Ψηλός ήρθε να με συγκρατήσει στο παρολίγον τρίτο παραπάτημα.

-Κάθισε πέρα εκεί, μου έδειξε τον καναπέ. Θα βοηθήσεις στο συμμάζεμα.

Μωρέ, δεν μας κλάνεις τ’ αρχίδια!

-Όποτε θέλεις! Να κοιτάξω μόνο την ατζέντα μου να δω πότε είμαι ελεύθερος…

Φάγαμε. Στο τραπέζι επικρατούσε η ίδια χαλαρή ατμόσφαιρα με γέλια, δήθεν αντεγκλήσεις και πολλή κουβέντα. Το φαγητό δεν ήταν άσχημο, ούτε, όμως, είχα όρεξη να ασχοληθώ ιδιαίτερα με το θέμα.

Όταν άρχισε η αποχώρηση, σηκώθηκα να φύγω μαζί με τους πρώτους.

-Έι, πού πας; Είπαμε ότι θα μείνεις για το συμμάζεμα!

Δεν μας χέζεις, ρε μαλάκα;

-Φοβάμαι πως θα πρέπει να αποφασίσεις με ποια σειρά θέλεις να τα κάνω όλα αυτά…

Του έριξα μία φονική ματιά και προσπάθησα ξανά να φύγω. Με έπιασε από το χέρι και μου έδωσε να κουβαλήσω μία στοίβα πιάτα ως τον νεροχύτη. Τα ακούμπησα με νεύρα και ήρθε πίσω μου βάζοντας τα χέρια του πάνω στα δικά του σε μια προσπάθεια να μου συστήσει ηρεμία.

-Είμαι ήρεμη! Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου!

-Δεν το βλέπω και πολύ!

-Ίσως θα το έβλεπες, αν άφηνες το χέρι μου ελεύθερο!

Βοήθησα να μαζέψουμε τα υπόλοιπα πιάτα από το τραπέζι κάνοντας ξεκάθαρο ότι δεν είχα καμία διάθεση να βοηθήσω. Δεν με πίεσε περισσότερο και γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου σέρνοντας τα πόδια μου. Ο καιρός τις τελευταίες μέρες ήταν άστατος εναλλασσόμενος από το απόλυτο κρύο σε μια απατηλή ηλιοφάνεια με δόντια. Το κρεβάτι μου βρισκόταν ακριβώς κάτω από ένα παράθυρο από το οποίο είχα τη συνήθεια να σκαρφαλώνω με τα ακροδάχτυλα μου κάθε φορά που ήθελα να παρατηρήσω τις καιρικές εναλλαγές.

Όσο προχωρούσε η νύχτα, το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό, που δεν θα μου περνούσε ούτε κάτι σαν ιδέα να εξασκήσω το αγαπημένο μου αυτό παιχνίδι. Το πρωί είχε χιονίσει λίγο και μερικοί από τους ελάχιστους εναπομείναντες ενοίκους του κοιτώνα είχαν βγει έξω εμπλεκόμενοι σε έναν παιδιάστικο τύπο χιονοπόλεμου. Είχα αποφασίσει πως θα σηκωνόμουν έγκαιρα για όλα τα γεύματα και θα προσπαθούσα να αποφύγω ενοχλητικές συναναστροφές από το χθεσινό βράδυ.

Φτάνοντας στο εστιατόριο είχα την ευχαρίστηση να διαπιστώσω ήμουν η μοναδική θαμώνας, καθώς φαίνεται πως όλοι οι άλλοι είχαν ήδη πάρει το πρωινό τους. Η μοναδική υπάλληλος με παρακάλεσε, όσο πιο γρήγορα μπορώ, γιατί λόγω της ημέρας ήθελε να περάσει το υπόλοιπο στο σπίτι με την οικογένειά της. Με ενημέρωσε, προς έκπληξή μου, ότι δεν θα υπήρχαν άλλα γεύματα κατά τη διάρκεια των διακοπών τις υπόλοιπες μέρες για τις δεύτερες μέρες των Χριστουγέννων, επειδή οι υπόλοιποι φοιτητές δεν έδειξαν ενδιαφέρον για να φάνε στην λέσχη τις επόμενες μέρες των εορτών. Άρα θα έπρεπε να βρω μόνη μου λύση για το ζωτικό αυτό θέμα.

Πήρα ξανά το δρόμο της επιστροφής βρίζοντας για την κακή μου τύχη. Η παρέα του χθεσινού τραπεζιού με πέτυχε να βρίζω μόνη μου και με προσκάλεσαν να βγω μαζί τους έξω σε μια ακόμη ρουτίνα εξερεύνησης της νυχτερινής ζωής της Ρώμης. Είχα εξερευνήσει αρκετά τον κόσμο αυτό της πόλης τα πρώτα χρόνια φοίτησής μου στη σχολή. Είχα χάσει γρήγορα κάθε ενδιαφέρον και φρόντιζα να αφιερώνω τον περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο μου εξασκούμενη στο πιάνο.

-Θα έρθω μαζί σας, είπα βαριεστημένα.

-Εντάξει, τα λέμε το βράδυ!

Κατά τις εννιάμιση το βράδυ άκουσα χτυπήματα στην πόρτα μου. Άνοιξα μια χαραμάδα και είδα πως ήταν η Μάγκντα από την Πολωνία, μία εκ των φοιτητών που είχαν ξεμείνει στην σχολή.

-Γεια! Είσαι έτοιμη; Φεύγουμε σε μισή ώρα.

-Είμαι έτοιμη. Θα σας βρω στην είσοδο.

Μου έριξε μία εξεταστική ματιά από πάνω ως κάτω σαν μηχάνημα που σκανάρει αποσκευές στον έλεγχο του αεροδρομίου. Αφού δίστασε κάπως, είπε:

-Χμ, είσαι σίγουρη; Θα πάμε για ποτό και χορό.

-Όχι, εγώ. Εσείς. Εγώ θα πάω μόνο για φαγητό.

-Δεν θα σου το συνιστούσα. Μπορείς να έρθεις με το δεύτερο γκρουπ, που θα φύγει μισή ώρα αργότερα.

Επειδή μάλλον δεν υπήρχε καλύτερη λύση για το θέμα του φαγητού, αποφάσισα πώς θα μπορούσα να ακολουθήσω μια σολομώντεια τομή για να ικανοποιήσω και τις δύο πλευρές. Υπήρχαν πάντα αποθέματα από τις προηγούμενες χρονιές ακόμα όταν συνήθιζα να βγαίνω στην πόλη μου με τις παρέες από το σχολείο η μόδα μπορεί να ήταν αρκετά περασμένη, αλλά θα ικανοποιούσε τις βασικές απαιτήσεις της τωρινής περίστασης.

Κατά τις δέκα και είκοσι πέντε ακούστηκε νέο χτύπημα στην πόρτα. Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί είχα ξαπλώσει και πάλι ξεκλέβοντας μερική ακόμη βαριεστημάρα από την έτσι κι αλλιώς κακή μου διάθεση. Η πόρτα άνοιξε με τον γνωστό τρόπο, όπως και την προηγούμενη ημέρα. Αυτό και μόνο αρκούσε για να καταλάβω ποιος ήταν ο εκπρόσωπος του δεύτερου γκρουπ που είχε έρθει για να με παραλάβει.

-Οι άλλοι πού μας περιμένουν; είπα.

-Έτσι πίστευα και εγώ, πως θα υπάρχουν κι άλλοι που θα φύγουμε μαζί. Φαίνεται, όμως, πως δεν κατάλαβα καλά.

Η απάντηση αυτή δεν με ικανοποίησε. Έδειξε κάπως ύποπτη, αλλά η πείνα μου ήταν μεγαλύτερη από την περιέργεια μου.

Τον χειμώνα η Ρώμη ήταν εξίσου κρύα με οποιαδήποτε άλλη μητροπολιτική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Θεωρούσα ότι ο Ψηλός που με συνόδευε μάλλον ήταν κάποιος κρυόκωλος Άγγλος, εφόσον άκουγε στο βρετανογενές «Ρας». Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούσε και το ελαφρύ του ντύσιμο και η άνεση που έδειχνε να έχει με το κρύο.

-Δεν είσαι στα κέφια σου, ε;

Είπε, αφού είχαμε περπατήσει ένα εικοσάλεπτο σε απόλυτη σιωπή.

-Μάντης είσαι!

-Όχι, αμήχανος από την στάση σου.

-Ε, τι να κάνουμε; Δεν είμαστε όλοι φινετσάτοι Εγγλέζοι σαν εσένα!

-Ποιος είναι Εγγλέζος;

-Εσύ δεν είσαι;

Έσκασε στα γέλια.

-Τότε τι «Ρας» είσαι, αν όχι Ράσελ;

-Αρτού-ρας! Η λιθουανική εκδοχή του Άρθουρ.

-Χριστός και Παναγία! Που είναι αυτό;

-Στην Βαλτική θάλασσα. Παλιότερα βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή. Ξέρεις ότι η Λιθουανία είναι χώρα, έτσι δεν είναι;

Φυσικά και το ήξερα! Μπορεί να μην έπαιρνα πάντα άριστα στη γεωγραφία, φροντίζω όμως να γνωρίζω τα βασικά για τον κόσμο που ζούσα και τις εξελίξεις που συνέβαιναν γύρω μου.

Αρχίσαμε να μιλάμε περπατώντας μέσα στην πόλη χωρίς κόπο. Στείλαμε ένα βιαστικό μήνυμα στους υπόλοιπους πως δεν θα τους βρίσκαμε σε κάποιο από τα ρουμανικά κλαμπ και προτιμήσαμε τις βόλτες στους κεντρικούς δρόμους, οι οποίοι ήταν άδειοι την ώρα εκείνη λόγω της χριστουγεννιάτικης αργίας.

Ο πρώην Άγγλος ήταν πρόθυμος να μιλήσει πολύ για τη χώρα του και τους λόγους που τον οδήγησαν για σπουδές μουσικής στη Ρώμη. Προερχόταν από μια μέση οικογένεια με μετρημένες ανησυχίες και προσδοκίες για το μέλλον, που αν και δεν ήθελαν να ακολουθήσει, δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν από το να ζήσει τη δική του ζωή. Τότε μου είπε πως δεν του άρεσαν οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί, αν και θα έπρεπε να χαίρεται ούτε τις τελευταίες δεκαετίες μπορούσαν αυτός και οι συμπατριώτες του να κάνουν πράγματα κόμματα, τα οποία απαγορεύονταν κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Είχε έναν αδελφό, που είχε αρραβωνιαστεί πριν λίγους μήνες και δεν είχαν πολύ στενή σχέση, επειδή δεν τον υποστήριξε στην απόφασή του να γίνει μουσικός. Δεν είχε ανέβει στη Λιθουανία για το γάμο, που θα γινόταν σε λίγες μέρες, Και οι δικοί του είχαν περικόψει μέρος των χρημάτων που του έστελναν κάθε μήνα για να ανταπεξέλθουν στα έξοδα του γάμου.

Σύμφωνα με τη λογική, δεν είχε πολλές πιθανότητες να γίνει ο Λιθουανός Άρβο Περτ, αλλά δε θα το μάθαινε ποτέ αν δεν προσπαθούσε. Αγαπούσε τη ζωή, του άρεσε που ήταν νέος και μπορούσε να πάρει ρίσκα και να κάνει απότολμα εγχειρήματα για να τα διηγείται αργότερα στα εγγόνια του.

Μέσα στα πρόσωπα που είχα γνωρίσει σχεδόν τρία χρόνια στη Ρώμη, έμοιαζε να είναι ο πιο φιλοσοφημένος και ισορροπημένος άνθρωπος, συμβιβασμένος με τις αδυναμίες και τις δυνατότητες του, έτοιμος να αξιοποιήσει αυτό που του δίνεται για να φτάσει σε αυτό που επιθυμούσε.

Φυσικά, ήταν περιττό να τον ρωτήσω, αν γνώριζε τη δική μου χώρα. Προσπάθησα να διηγηθώ την ιστορία μου με όσο το δυνατό μεγαλύτερη συντομία, επειδή θεωρούσα πως δεν παρουσίαζε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Του μίλησα και για τη μονοκατοικία που μεγάλωσα στα περίχωρα της Αττικής, την περηφάνια του πατέρα μου, που είχε καταφέρει να αναρριχηθεί στη μεσοαστική τάξη, την αυλή και τον κήπο, τον οποίο περιποιούνταν μόνος του και τη ρήξη στη σχέση μας όταν αποφάσισα να έρθω στη Ρώμη για σπουδές μουσικής και όχι νομικής, όπως επιθυμούσε.

Του έκανε τρομερή εντύπωση πως είχαμε να μιλήσουμε σχεδόν από τότε, δεν μου έστελνε ποτέ χρήματα και πως είχε παραπληροφορήσει όλο το οικείο μας περιβάλλον ότι σπούδαζα στη Ρώμη για δικηγόρος και όχι για πιανίστρια.

-Η κρυοκωλίαση δεν είναι προσόν με γεωγραφικό προσδιορισμό! μου είπε κάνοντας με να γελάσω, όσο ποτέ χρόνια τώρα.

Εν τω μεταξύ, η ώρα είχε περάσει και η πείνα μας είχε γίνει πια αφόρητη. Μου είπε πως είχε κατά νου μια ιδιαίτερη λύση για το πρόβλημά μας αυτό, αρκεί να μην παρεξηγούσα τις προθέσεις του. Κάθε Χριστούγεννα από τότε που ήρθε στην Ιταλία συνέχισε την παράδοση που είχε αρχίσει στη χώρα του τρώγοντας τις μέρες αυτές, όχι στο σπίτι με την οικογένειά του, παρά σε δομές αστέγων, όπου βοηθούσε κάποιες φορές στην παρασκευή των φαγητών.

Αποφάσισα να τον εμπιστευτώ. Περπατήσαμε μέσα από σκοτεινά δρομάκια της κρύας και έρημης πόλης με υποφωτισμένα παράθυρα που μας κοιτούσαν σαν μάτια δράκου που παραμόνευαν το θήραμά τους. Μας έβγαλε σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα, στο οποίο μας υποδέχτηκαν με μεγάλη θέρμη. Πρέπει να είχε πάει αρκετές φορές εκεί, γιατί του χαμογέλασαν πολλοί άνθρωποι σαν να έβλεπαν ένα οικείο πρόσωπο. Πλήρωσε για το γεύμα μας και καθίσαμε κάπου ανάμεσά τους.

Ορισμένοι είχαν πιει λίγο κρασί παραπάνω για να ζεσταθούν για να ξεχάσουν τα βάσανα που τους είχαν φέρει ως εδώ να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα μεταξύ αγνώστων, μόνοι ή πεινασμένοι. Άρχισαν να τραγουδούν και  να χορεύουν. Ο υπεύθυνος γνωρίζοντας πως προερχόμαστε από κάποιο ωδείο της πόλης,  μας παρακάλεσε να παίξουμε κάτι για το καλό της ημέρας.

Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένα παλιό πιάνο. Είχε βρεθεί εκεί ως δωρεά από κάποιον βαθύπλουτο που πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. Δοκιμάσαμε να παίξουμε. Αν και λίγο ξεκούρδιστο, μπορούσε να κάνει τη δουλειά. Ο Αρτούρας σκέφτηκε πώς θα ήταν καλύτερα να παίξω εγώ ένα κομμάτι από την δική μας μουσική παράδοση, που ίσως να ταίριαζε καλύτερα στην ψυχοσύνθεση και το περιβάλλον που ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί.

Στοιχημάτισε πως αν του έδειχνα μια δύο φορές τις νότες θα μπορούσε να με συνοδεύσει. Δεν ξέρω πώς, αλλά το πρώτο που μου ήρθε στο νου ήταν το παλιό λαϊκό ρεμπέτικο Εφτά νομά σε ένα δωμά του Νταλάρα από τον Άκη Πάνου. Του σιγομουρμούρισε τη μελωδία και με άφησε έκπληκτη με το ιδιαίτερο μουσικό αυτί του .

Φύγαμε σχετικά αργά και έχοντας πιει λίγο παραπάνω για το καλό της ημέρας. Κατεβαίναμε τρεκλίζοντας τα σκαλιά στην Πιάτσα ντι Σπάνια τραγουδώντας.

-Απορώ πως δεν έχει βγει ακόμα κάποιος να μας φωνάξει!

-Δεν υπάρχει ψυχή! Κι αν βγει κανείς θα είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος!

-Κι αν είδαμε από αυτά απόψε…

Γι’ αυτό πρέπει να κοιτάμε μόνο μπροστά, Ραααααάς! Ακούς; Πρέπει να ζήσουμε το σήμερα!!! Η ζωή δεν είναι δίκαιη!

Στεκόμασταν δίπλα δίπλα και με περνούσε κάτι κεφάλια.

-Αχ, ούτε εδώ υπάρχει δικαιοσύνη! Κατέβα τρία σκαλιά για να σε φτάνω!

Όταν ήρθαμε στο ίδιο ύψος, κρεμάστηκα από πάνω του και αισθάνθηκα ότι για λίγο βρήκα ηρεμία και ασφάλεια.

-Θα σε φιλήσω τώρα, αλλά μην το δέσεις κόμπο ότι θα παντρευτούμε κιόλας!

Δεν είπε όχι, δεν με πήρε και στα σοβαρά. Ωστόσο, όταν ακούμπησα τα χέρια μου στο πρόσωπό του και τον φίλησα στην πραγματικότητα φάνηκε σαν να το περίμενε καιρό.

Δεν είπαμε τίποτα και συνεχίσαμε τον δρόμο μας γελώντας και παραπατώντας. Έμενα στον δεύτερο όροφο κι εκείνος στον τέταρτο. Μπορούσα να εγγυηθώ στον εαυτό μου πως θα έφτανα ως εκεί, αλλά δεν έβαζα το χέρι μου στην φωτιά για την νέα μου γνωριμία, εφόσον υπήρχαν σκάλες.

-Αντέχεις;

Τον ρώτησα μεταξύ τρανταχτών γέλιων.

-Θα φτάσω… Απλά δεν ξέρω πότε!

Βάλαμε ξανά τα γέλια.

-Κάνε ένα κουράγιο…

Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στηριγμένοι ο ένας στον άλλον, χαχανίζοντας, παραπατώντας και κάνοντας συχνές στάσεις για να γελάσουμε και πάλι. Στη μέση της σκάλας που οδηγούσε στον δικό μου όροφο, τον έριξα κάτω με μια τρικλοποδιά και τον φίλησα ξανά. Του ζήτησα να βάλει τα χέρια του μέσα από την μπλούζα μου, αν ήθελε και τον είδα να διστάζει.

-Σε διαβεβαιώνω πως δεν θα το μετανιώσω ούτε ξεμέθυστη!

-Είσαι σίγουρη;

-Εδώ γίνεται χαμός και εσύ αυτό έχει να μου πεις;

Δεν απάντησε και παραμείναμε στην ίδια θέση κοιτάζοντας ο ένας στον άλλο. Δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις στο βλέμμα του και σηκώθηκα εκνευρισμένη τρέχοντας με νεύρα και θυμό προς την κατεύθυνση του δωματίου μου.

Είχα αφήσει το δωμάτιο ακατάστατο ακόμα με τα ρούχα πεταμένα εδώ και εκεί και μερικές συσκευασίες έτοιμων τροφίμων ξεχασμένες πάνω στο γραφείο στο πάτωμα και στο κρεβάτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ πολύ σύντομα κι αυτό σήμαινε πως μάλλον ήταν η καλύτερη περίσταση να συμμαζέψω την ακαταστασία

Η επιλογή μας να γυρίσουμε τη συγκεκριμένη ώρα αποδείχθηκε πολύ σωστή. Αν κανείς είχε ακούσει το τελευταίο δελτίο της μετεωρολογικής υπηρεσίας, θα ήξερε αρκετά έγκαιρα πως αναμενόταν ξαφνική επιδείνωση του καιρού που θα κρατούσε αρκετές ώρες. Αγνοούσα, αν οι άλλοι είχαν προλάβει να γυρίσουν ή ταλαιπωρούνταν κάπου μέσα στο χιόνι με την ελπίδα να βρουν ταξί.

Μισή ώρα αργότερα έκλεισα τα φώτα και έπεσα για ύπνο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ ποτέ καλά αυτές τις ημέρες και στριφογύρισα αρκετά στο κρεβάτι. Στη μέση της νύχτας άκουσα έναν γδούπο από τον διάδρομο, σαν κάτι να έπεσε ακριβώς πάνω στην πόρτα μου.  Σηκώθηκα πάνω έντρομη. Άρπαξα ένα μικρό βάζο που βρήκα μπροστά μου άναψα το φως άνοιξα την πόρτα με τεράστια φόβου επιφύλαξη. Νόμισα πως είδα κάποιον πεσμένο στο διάδρομο και προσπάθησα να του πετάξω το βάζο, το οποίο χτύπησε στον τοίχο απέναντι και έσκασε τελικά με πάταγο στο πάτωμα.

-Τι κάνεις; Θες να με σκοτώσεις;

-Εσύ τι κάνεις έξω από την πόρτα μου, καθίκι;

-Φοβάμαι για σένα! Έχουν φύγει όλοι και η είσοδος δεν κλειδώνει.

-Κι εσένα τι σε νοιάζει; Είσαι κανάς περιπλανώμενος ιππότης;

-Μπα, μόνο ένας περιπλανώμενος μαλάκας που σ’ έχει ερωτευτεί…

Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν οι πραγματικά τρομακτικοί θόρυβοι. Με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε στο δωμάτιο. Κλείδωσε την πόρτα και κάθισε πίσω της ως ανάχωμα.

-Από πού γνωρίζεις εσύ τι είναι ο μαλάκας;

Μου έκανε νόημα να σωπάσω.

Η παρέα των φασαριόζων φοιτητών που έκανα τελικά αυτούς τους απρόσμενους θορύβους πέρασε έξω από το δωμάτιο σαν μια διονυσιακή πομπή και αναρωτήθηκε από πού να προήλθαν τα γυαλιά.

-Μην ανησυχείς! Δεν είμαι κανένας stalker! Έχω καταγράψει βρισιές και από άλλες χώρες για να μελετήσω την τονικότητα των ήχων για εργασία μου. Πώς εκδηλώνεται τονικά και φωνητικά ο θυμός και η εχθρικότητα μέσω του λόγου;

-Να σε πιστέψω;

-Αυτό είναι δική σου απόφαση!

-Αρκετά έχω στο κεφάλι μου. Δεν μπορώ να ασχολούμαι με την εργασία σου! Τουλάχιστον, εξηγείται γιατί σε έβριζα στα ελληνικά και με καταλάβαινες.

-Το πρόσεξες;

Ένιωσε κολακευμένος.

Κατόπιν δικής του επιμονής, έμεινε λίγο παραπάνω σε περίπτωση που τα πράγματα δεν ηρεμούσαν σύντομα.

Το προηγούμενο διάστημα ορισμένα δωμάτια αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Τα φώτα τρεμόπαιζαν, γίνονταν συχνές διακοπές ρεύματος και αν τραβούσες ή έβαζες μια πρίζα κινδύνευες να γίνεις κάρβουνο. Επειδή τα νεύρα μου είχαν τσαταλιάσει, έβαλα τον βραστήρα στην πρίζα για να φτιάξω λίγο χαμομήλι.

Επακολούθησε ένας μικρός χαμός με τα φώτα να σβήνουν, το καλώδιο να πετάει σπίθες και μύριζε καμένο!

-Αυτό ήταν! Τα μαζεύουμε και έρχεσαι πάνω!

-Γιατί; Η ασφάλεια έπεσε. Ας την σηκώσουμε πρώτα να διαπιστώσουμε το μέγεθος της ζημιάς… Εξάλλου, η θέρμανση λειτουργεί μια χαρά.

-Καλά, τραγούδα…

Με άφησε να πάρω μόνο τη ζακέτα μου, τις κουβέρτες που είχε στρώσει έξω από την πόρτα και ανεβήκαμε στο δικό του δωμάτιο αλαφροπατώντας σαν συνωμότες.

Μπαίνοντας είδα πως δεν είχε ξαστερώσει στο κρεβάτι του επικρατούσε κι ένας μικρός πανικός και κατάλαβα πως μάλλον έπρεπε να είναι αρκετά δημοφιλής κρίνοντας από τα πολλά ποτήρια στο τραπέζι και τα αποτσίγαρα στο τασάκι.

-Έχεις πολλούς φίλους, βλέπω.

-Α, όχι και τόσους. Είμαστε όροφος που μπαινοβγαίνει κόσμος.

-Για να μπαίνει, πρέπει και να τον αφήνετε.

-Ο καθένας λειτουργεί με την διάθεσή του.

Μου είπε να κοιμηθώ στο κρεβάτι του και πως ο ίδιος θα κοιμόταν στο πάτωμα, όπως είχε σκοπό να κάνει εξαρχής απόψε. Δεν δεχόταν αντιρρήσεις και αναγκάστηκα να υποκύψω. Τα σεντόνια του ήταν καθαρά και ανυπόφορα άοσμα. Πάνω από το κρεβάτι ήταν κρεμασμένος ένας σταυρός, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι του ανήκε.

Είχε ήδη περάσει μισή νύχτα, ωστόσο, υπήρχε ακόμη το περιθώριο να κοιμηθούμε κάποιες ώρες για να μην κουτουλάμε την  σπουδαία αυριανή σαν ζόμπι. Το μεθύσι είχε περάσει. Άλλαζα συνεχώς θέση στο στρώμα τις περισσότερες φορές το χέρι μου κρεμόταν έξω από το κρεβάτι και τα σκεπάσματα. Το δωμάτιο ήταν μικρό κι εκείνος κοιμόταν κατάχαμα λίγα εκατοστά πιο πέρα. Εντόπισα το χέρι του μέσα στο ημίφως και το έπιασα χωρίς να τον ρωτήσω. Δεν αντέδρασε, αλλά το κράτησε σφιχτά μέσα στο δικό του.

-Άντε, έλα πάνω! Δεν είναι δυνατόν να είσαι εδώ και να μην κοιμάσαι στο κρεβάτι σου!

-Εντάξει ακόμα είμαι μια χαρά και εδώ, είπε.

-Αυτά να μου το πεις το πρωί θα έχεις σκεβρώσει από την ψύξη.

-Δεν έχω ανάγκη! Είμαι γυμνασμένος!

-Έλα πάνω κι άσε τα πολλά λόγια! Δεν είσαι και κανένας δον Ζουάν!

Πείστηκε τελικά να ανέβει και από τη στιγμή που ξάπλωσε δίπλα μου, κοιμήθηκα αμέσως.

Το πρωί το χιόνι είχε φτάσει γύρω στα είκοσι εκατοστά. Σηκωθήκαμε με τον Αρτούρας από το κρεβάτι και ρίξαμε μία ματιά έξω σκεπασμένοι, πάντα, κάτω από τα σκεπάσματα. Στη σχολή επικρατούσε πραγματικά απόλυτη ησυχία. Κανείς μας δεν ήθελε να σηκωθεί, όμως, η αγωνιστική μας αξιοπρέπεια επέβαλε εφεύρουμε κάποιου είδους φυσική δικαιολογία για να καλύψουμε τις εσώτερες επιθυμίες μας τέλειο είχα γυρίσει από το άλλο πλευρό και είπα πως ήθελα να κοιμηθώ λίγο ακόμα.  Δεν ξέρω, αν με πίστεψε, πάντως φάνηκε και εκείνος να έχει την ίδια πρόθεση.

Η θέρμανση άναψε ξανά και έκαιγε, ως είθισται, στο φουλ. Έβγαλα τη μία κουβέρτα και την έριξα προς το δικό του μέρος. Ο Αρτούρας με τον θιγμένο εγωισμό του Σκανδιναβού που τον ρωτάνε, αν κρυώνει, πέταξε με κάποια ενόχληση την κουβέρτα προς τα πόδια μας.

Βέβαια, είχα τα δικά μου σχέδια κατά νου. Μουρμούρισα κάτι για την ζέστη. Που ζήτησα ακόμα αν μπορούσε να πάει λίγο πιο πέρα γιατί η ζέστη είχε γίνει πραγματικά αφόρητη. Χωρούσαμε μετά βίας το στενό στρώμα στο εξαιρετικά μικρό κενό ανάμεσά μας τοποθέτησα την μπλούζα μου ακόμα την οποία είχα βγάλει ακριβώς λόγω της ζέστης. Με ρώτησε, αν μπορούσε να κάνει το ίδιο και απάντησε θετικά με κάποια αδιαφορία. Πέταξε την μπλούζα πάνω μου και εγώ την έριξε με την σειρά μου στο πάτωμα σαν να ήταν σφουγγαρόπανο.

-Ζούμε σε εποχές  ενεργειακής ανασφάλειας. Τι θα γίνει; Θα εκμεταλλευτούμε την δοθείσα ευκαιρία;

Και κάπου εκεί, νομίζω, πως λύσαμε το ενεργειακό μας.

 

Ένα πρωί, αργά γύρω στα τέλη Μαρτίου,  ο Ρας με περίμενε να τελειώσω το μπάνιο μου για να βγούμε. Το κινητό μου χτυπούσε επίμονα με ρώτησε αν μπορεί να το σηκώσει. Του απάντησα πως αυτό βρισκόταν στη διακριτική του ευχέρεια.

Το σήκωσε και βρέθηκε να μιλάει με μία έκπληξη στην άλλη άκρη της γραμμής:

-Ναι, μήπως θα μπορούσα να μιλήσω με την κόρη μου;

-Ποιος την ζητεί;

-Ο πατέρας της!

-Θα μπορούσατε να καλέσετε λίγο αργότερα γιατί είναι στο μπάνιο;

-Και εσείς ποιος είστε;

-Το αγόρι της.

-Αποκλείεται! Κι εγώ πως δεν το ξέρω;

-Γιατί; Είναι υποχρεωτικό;

-Έχετε μεγάλο θράσος νεαρέ μου! Πείτε της να με πάρει αργότερα να μιλήσουμε, αν και θα ξαναπάρω ο ίδιος.

Μίλησα αργότερα με τον πατέρα μου την ίδια μέρα. Έδειξε απρόσμενο ενδιαφέρον για τη ζωή μου, με ρώτησε πώς τα πήγαινα, αν ήμουν ευχαριστημένη και αν θα δεχόμουν να πάω το Πάσχα στην Ελλάδα για να τους δω μαζί με τους φίλους μου.

-Την πατήσαμε… είπα στον Αρτούρας, μόλις έκλεισα το τηλέφωνο.

-Εσύ, όχι εγώ! Μπορώ πάντα να βασιστώ στον Σκανδιναβό μέσα μου!

Του έριξα την πετσέτα που μόλις είχα βγάλει από τα μαλλιά μου στο κεφάλι.

***

Είχε φροντίσει να μας κλείσει εισιτήρια και να μας καταθέσει ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό για τα έξοδα του ταξιδιού, αν σκεφτεί κανείς την πλήρη άρνησή του ως τότε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές μου.

Θα φεύγαμε την μεγάλη Τετάρτη το πρωί και θα μέναμε μέχρι εκεί που θα αντέχαμε. Εννοείται πως δεν θα ερχόταν κανείς στο αεροδρόμιο να μας παραλάβει, μιας και ο πατέρας μου είχε φροντίσει να εξαγοράσει την δυσαρέσκεια μου στέλνοντας αρκετά παραπάνω χρήματα.

Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς. Μας είχαν αφήσει σημείωμα πως θα επέστρεφαν την επομένη το μεσημέρι  έχοντας κατέβει για ψώνια στην πόλη. Ο Αρτούρας ούτε καν διαμαρτυρήθηκε. Τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο να δει το σπίτι που μεγάλωσε και με ρωτούσε συνεχώς για τις παιδικές μου αναμνήσεις προσπαθώντας να καταλάβει πώς με επηρέασαν τα βιώματα που με έκαναν τον άνθρωπο που συνάντησε.

Η μάνα μου μας είχε στρώσει στο παιδικό μου δωμάτιο έχοντας φαινομενικά αμελήσει να προσθέσει ένα δεύτερο κρεβάτι για τον φιλοξενούμενο ή-γιατί απλά-δεν είχε ποτέ συμφιλιωθεί με την ισχυρή αντίσταση που πρόβαλα κάνοντας το δικό μου.

Τελικά, οι δικοί μου επέστρεψαν απρόσμενα νωρίς το πρωί, παρά τη διαβεβαίωση τους για το αντίθετο, στο σημείωμα. Κοιμόμασταν ακόμη με την άνεση που θα το κάναμε στην Ιταλία, βέβαιοι πως δεν υπήρχε κανείς άλλος στο σπίτι. Η μάνα μου έψαλλε κάτι γαλλικά σχετικά να την αναισχυντία μου να κουβαλήσω ξένο γκόμενο στο σπίτι και να μην φροντίσω να τον φιλοξενήσω σε άλλο δωμάτιο και την χυδαία μας ημίγυμνη εμφάνιση στο κρεβάτι.

-Και ποιος είναι αυτός, είπαμε; Ο  ματσωμένος Σουηδός που έλεγες;

-Όχι, Σουηδός, Λιθουανός!

-Μάλιστα! Για το μάτι καλός είναι! Σιγά μην έβρισκες ποτέ κανέναν της προκοπής με λεφτά… Κλείσ’ τον, τουλάχιστον, σε κανένα άλλο δωμάτιο να μην το βλέπω και μου ανέβει η πίεση!

Είχαμε συμφωνήσει να αφήσει εμένα να κάνω τη διαχείριση της επίσκεψης και να περιορίζεται σε αυτά που, εξ ορισμού, ήταν ο ρόλος του ως επισκέπτη. Μας επέτρεψαν να ντυθούμε και να καθίσουμε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στο τραπέζι για το πρωινό. Η φάση μεταξύ μας με πειράγματα και χαμηλόφωνα γέλια συνεχιζόταν μέχρι να καθίσουμε στο τραπέζι. Αυτό ενόχλησε την υπόλοιπη οικογένεια, η οποία είχε ήδη πάρει τη θέση της γύρω από το τραπέζι ως πειθαρχημένη στρατιωτική ομάδα, κάνοντας μορφασμούς και χαμηλόφωνα σχόλια.

Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που προτιμούσε να γνωρίζει τους άλλους από κοντά και να συζητά μαζί τους, προτού βγάλει τα συμπεράσματά του. Άρχισε να τον ρωτάει την οικογένειά του, την καταγωγή του περιουσιακή του κατάσταση και τις προοπτικές θα μπορούσε να έχει ως μουσικός στο μέλλον.

-Δουλεύεις ή πληρώνουν οι γονείς σου για τις σπουδές;

Είχε βάλει την αδελφή μου να του μεταφράζει τις ερωτήσεις στα αγγλικά για να είναι σίγουρος πως δεν θα τον συμβούλευα τι να απαντήσει.

-Βοηθούν, δουλεύω κιόλας. Στην δική μας περίπτωση η δουλειά βοηθά στην δημόσια έκθεση, είπε με σταθερό τόνο.

-Το ξέρεις πως αυτές οι σπουδές είναι χόμπι και όχι πραγματική δουλειά, έτσι δεν είναι;

-Καμιά δουλειά δεν πραγματική παρά μόνο αν προσπαθήσεις σκληρά.

-Κι εσύ μπορείς;

-Μπορώ να προσπαθήσω για να δω, αν θα τα καταφέρω. Ακόμη και περιουσία να είχα, δεν θα μπορούσα να την διατηρήσω ή να την αυξήσω, αν παραμείνω ανενεργός.

-Σωστά!

Δεν άρεσαν και πολύ στον πατέρα μου οι απαντήσεις του. Ήταν πολύ ετοιμόλογος και πνευματώδης για τις προσδοκίες του, λακωνικός και ακριβής.

Στο μεσημεριανό τραπέζι τον έβαλαν να καθίσει δίπλα στον πατέρα μου, σε σημείο που δεν είχαμε καλή βλεμματική επαφή. Έφαγε με μέτρο και ευγένεια, ενώ παράλληλη όποιος ήξερε αγγλικά ή νόμιζε ότι ήξερε τον ρωτούσε άσχετα πράγματα.

Του είχα υποσχεθεί πως θα πηγαίναμε μαζί στον εσπερινό της Μεγάλης Πέμπτης για να δει από πρώτο χέρι, αν θα ένιωθε πραγματικά την μυσταγωγία του ελληνικού Πάσχα, όπως του την είχα περιγράψει. Γυρίζοντας στο σπίτι μιλούσαμε δυνατά για την αίσθηση που αποκόμισε, ενώ η μάνα μου επέμενε πιεστικά να φάμε πριν παρακολουθήσουμε τον στολισμό του Επιταφίου. Συμμετείχαν και πάλι όλοι οι συνδαιτυμόνες του μεσημεριανού. Σέρβιραν σε όλους και άρχισαν να τρώνε εκτός… εμού! Ο Ρας με ρώτησε τι γίνεται και του είπα να το αγνοήσει. Περίμενα λίγο ακόμη και σηκώθηκα να βάλω μόνη μου φαγητό.

Την χρόνια εκείνη θυμήθηκαν να στολίσουν ξανά τον Επιτάφιο οι ενορίτες και όχι τα ανθοπωλεία. Οι γυναίκες που κυρίως ασχολούνταν ενθουσιάστηκαν με την παρουσία ενός ψηλού άντρα που ήθελε να βοηθήσει. Ο Ρας βοήθησε με τον στολισμό και πέρασε λουλούδια στις κλωστές για γιρλάντες.

Το σκηνικό με το φαγητό επαναλήφθηκε ξανά το μεσημέρι. Ο Ρας τσαντίστηκε και μου έδωσε το δικό του βάζοντας νέα μερίδα για τον εαυτό του. Παράλληλα, είχαν ήδη διασπαρεί οι φήμες για το εκλεπτυσμένο γούστο του στα άνθη.

Το βράδυ στην περιφορά ο Αρτούρας είχε συγκεντρωμένα πάνω του τα βλέμματα, τα οποία δεν ήμουν σίγουρη, αν πρόσεχε, καθώς τον απορροφούσε το εξωτικό (γι’ αυτόν) στοιχείο των ορθόδοξων τελετουργικών. Του έκαναν πολλά κομπλιμέντα για το ντύσιμό του και ρωτούσαν από πού ακριβώς, τέλος πάντων, είναι.

Με το πέρας της λειτουργίας του Επιταφίου, αναρωτιόταν πώς μπορούμε μετά να πάμε για ούζα και τσιπούρα έχοντας, πραγματικά, ζήσει την λιτάνευση του νεκρού θεού στα βάθη της ύπαρξής μας!

-Αν το σκεφτείς καλύτερα, πρέπει να πάνε οι πίκρες κάτω! Εσείς, δηλαδή, τι κάνετε; Διαλογισμό και γιόγκα;

-Μπορεί να περνάμε πιο ξενέρωτα, αλλά δεν δουλευόμαστε και μεταξύ μας πως είμαστε δήθεν ευσεβείς…

Οπότε μείναμε σπίτι, όπου ανέλαβε ο ίδιος το σερβίρισμα για να βεβαιωθεί ότι θα με θυμηθούν αυτή την φορά. Η πρώτη ανάσταση, το επόμενο πρωί τα στασίδια να προκαλούν κρότο, τον έκαναν να μειδιάσει με έκπληξη και πειθαρχημένο ενθουσιασμό.

Το μεσημέρι το πράγμα χειροτέρεψε. Δεν έλειπε μόνο το πιάτο με το σερβίτσιο. Έλειπε και μια καρέκλα. Όταν μπήκαμε στην τραπεζαρία είχαν καθίσει όλοι και μας περίμεναν. Είπα στον Αρτούρας να καθίσει και αντί να υποχωρήσω στην απαίτηση της μάνας μου να βοηθήσω να βάλουμε φαγητό, έβαλα διπλή μερίδα σε ένα μεγαλύτερο πιάτο και φάγαμε μαζί, αφού κάθισα στην αγκαλιά του.

Το απομεσήμερο μαζέψαμε τις βαλίτσες μας και βγήκαμε στον δρόμο να φύγουμε περιμένοντας το ταξί να περάσει. Η μάνα μου βγήκε στο μπαλκόνι και φώναξε:

-Πού πάτε; Δεν θα μείνετε για την Ανάσταση; Τι θα πω στον πατέρα σου;

-Εδώ δεν υπάρχει ελπίδα ανάστασης. Οι νεκροί θέλουν να ξαναπεθάνουν! της είπε ο Ρας σε άψογα ελληνικά.

Η μάνα μου δεν μας τηλεφώνησε παρά ένα εξάμηνο μετά. Ήταν ξεκάθαρο πως το πτώμα είχε σκουληκιάσει…

 

Οι γονείς του Αρτούρας έμεναν στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας του Μεσοπολέμου. Προτιμήσαμε να πάμε από τις σκάλες για να συμβιβαστούμε με την ιδέα μίας ακόμη αγχωτικής επίσκεψης. Οι σκάλες και οι κουπαστές ήταν μικρά αριστουργήματα από μόνες τους. Τα διαμερίσματα είχαν μεταλλικές εξώπορτες, εξίσου περίτεχνα διακοσμημένες. Η πόρτα του πατρικού του Ρας είχε απλωμένο έναν κισσό που ελισσόταν με φύλλα και έφερε επίχρυσες λεπτομέρειες.

Μας άνοιξε ο πατέρας του. Φορούσε τα γιορτινά του και μια ζακέτα χαρακτηριστική των ανθρώπων της ηλικίας του. Ρώτησε πώς ήταν το ταξίδι μας και πώς του φάνηκε η πόλη στο πέρασμα των χρόνων που είχε να έρθει. Ο Αρτούρας με ξενάγησε στο σπίτι. Είδα το δωμάτιο του με τελείως διαφορετική, πια, διακόσμηση, καθώς εκεί κοιμούνταν τα ανίψια του, όταν έρχονταν για διανυκτέρευση. Ήταν ακριβώς, όπως το είχε περιγράψει. Μουντό, αλλά ταυτόχρονα ένα θερμοκήπιο ονείρων, ένα σακουλάκι γεμάτο χώμα απ’ όπου θα έβγαινε η φύτρα ενός σπόρου που θ’ άπλωνε τα γυαλιστερά, αχνοπράσινα φύλλα του στον κόσμο.

Ο αδερφός του με την οικογένειά του ήρθαν μισή ώρα αργότερα. Χαιρετηθήκαμε με συγκρατημένη χαρά και ευγένεια. Τα παιδιά μετά την πρώτη περιέργεια για την νέα γνωριμία είχαν περισσότερο τον νου τους στα δώρα κάτω από το δέντρο.

Ήταν ολοφάνερα ακόμη θυμωμένος μαζί του για την προσωπική του επανάσταση, που εκείνος, ως μεγαλύτερος, δεν έκανε ποτέ. Απέφευγε να μου μιλήσει και να με κοιτάξει. Τον πείραζαν ο αυθορμητισμός και η ελευθερία που είχε η συμπεριφορά μου και προτίμησε να καθίσουν απέναντί μας και όχι δίπλα μας στο δείπνο. Έδειχνε μπερδεμένος. Ήθελε να βρίσκεται εκεί που βρισκόμασταν εμείς χωρίς να είναι σαν εμάς.

Η μητέρα του και η νύφη του επέμεναν να στρώσουν το τραπέζι θέλοντας να κάνουν το καλύτερο δυνατό στην πρώτη μου συνάντηση με την οικογένεια. Είχαν στρώσει το τραπέζι με τέτοιο τρόπο σαν τις γιορτινές διακοσμήσεις που βλέπουμε στις φωτογραφίες των περιοδικών. Ήταν  τέλειο!  Αναρωτήθηκα, αν ήταν κάποιου είδους ψυχαναγκασμός ή επρόκειτο κάτι που για εκείνους αποτελούσε εορταστική ρουτίνα.

Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τα έθιμα των Λιθουανών κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που δεν μου φάνηκε παράξενο που υπήρχαν τόσα σερβίτσια στο τραπέζι, όσα και οι παριστάμενοι. Λίγο πριν ξεκινήσουμε το φαγητό η μητέρα του Αρτούρας σηκώθηκε πάνω έντρομη. Είχε ξεχάσει να προσθέσει ένα σερβίτσιο για τους νεκρούς στις οικογένειες, όπως γινόταν τις μέρες αυτές στις Βαλτικές Χώρες, προκειμένου να τιμήσουν τους ανθρώπους που αγαπούσαν και κάθονταν άλλοτε μαζί τους εορταστικό τραπέζι.

Θεωρητικά, το σερβίτσιο αυτό αντιστοιχούσε στη δική μου θέση, μιας και ήμουν η νεοφερμένη της οικογένειας. Η μητέρα του στεναχωρήθηκε υπακούοντας, ίσως, σε κάποιες αρχέγονες αντιδράσεις των ανθρώπων μπροστά σε έναν οιωνό που θεωρούνταν δυσοίωνος, αναρωτήθηκε τι μπορούσε να κάνει για να ξορκίσει το κακό. Τότε θυμήθηκα την ιστορία με το πιάτο των κολλύβων  που έσπαζαν στην ελληνική επαρχία πάνω από τον τάφο  με το πέρας τέλεσης της θρησκευτικής κηδείας, μία αποτροπαϊκή τελετή που είχε σκοπό να ξορκίσει το κακό και να εξευμενίσει τους νεκρούς, προκειμένου να αργήσει πολύ ο επόμενος θάνατος στην τοπική κοινωνία.

Η αφήγησή μου τούς φάνηκε ενδιαφέρουσα. Έμοιαζε σαν να τους ξύπνησε απρόσμενα μύχιες, υπαρξιακές σκέψεις.  Αφού παρέμεινε για κάποιες στιγμές σκεπτική, η μητέρα του Αρτούρας πήρε το άδειο πιάτο και το έσπασε στο πάτωμα. Στη θέση του τοποθέτησε ένα καινούργιο κι εγώ έφαγα από το ίδιο πιάτο με τον Ρας.

 

*Παραμονή των Χριστουγέννων στις Βαλτικές Χώρες: στο τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων στην Βαλτική υπάρχει πάντα μία θέση στο τραπέζι για να τιμούν και να θυμούνται τους νεκρούς κάθε οικογένειας.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.