Ο καταποντισμός εντός και εκτός μας
Αλήθεια, πόσο ειρωνική μπορεί να καταστεί μια ανάγνωση σε σχέση με την τρέχουσα καθημερινότητα; Πως στο γύρισμα κάθε σελίδας διατρέχεις ακόμη την προηγούμενη (γιατί άφησες ανοιχτούς λογαριασμούς) και ταυτόχρονα ανθίστασαι αιωρούμενος στο κενό της αλαζονικής και αυτάρεσκης φύσης σου; Πόσο εύκολα και σε ποιο βαθμό το ατομικό συνίσταται από το συλλογικό και τούμπαλιν; Πόση μαστοριά χρειάζεται, ώστε να φτάσει η γραφή στα όριά της, να εξαντλήσει δηλαδή τον εσωτερικό της ρυθμό, την ακουστική και ποιητική της σύσταση, αναζωογονώντας παράλληλα ό,τι κατονομάζουμε αλληγορική ομιλία;
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης λοιπόν, στον «Νώε» ανταποκρίνεται πρωτίστως σ’ όλα αυτά, τοποθετώντας τις ψηφίδες της αφηγηματικής πράξης με θαυμαστή στωικότητα, αλλά και απροκάλυπτο θάρρος, στοιχεία ανταποκρινόμενα σε μια φύσει εκπορευόμενη αιδώ. Αυτή ακριβώς η ιδιοσυγκρασία της γραφής φαίνεται να είναι εκείνη που συντελεί κατά πρώτον στη διακριτική υπενθύμιση του τραγικού μας παρόντος και κατά δεύτερον, μας καθιστά πανηγυρικά πια και κατά πλειοψηφία συνυπαίτιους με ή χωρίς δόλο σ’ αυτό, γιατί επιτέλους έφτασε η στιγμή να ομολογήσουμε την υποκρισία μας.
«Μέρα 62η, αν δεν κάνω λάθος, μετά καταποντισμόν: Τριγύρω άνθρωποι πνίγονται, πολεμούν, αυτοκτονούν, σκοτώνουν, σκοτώνονται, κάνουν τουρισμό, τραβάνε φωτογραφίες, τρώνε άλλους ανθρώπους. Κάποτε πίστευα στην επιστήμη, στην παιδεία, στην τέχνη, ακόμη και στην επανάσταση. Τώρα πια δεν ξέρω πού να εναποθέσω τις ελπίδες μου. Κάθε νέα μέρα επιβιώνω ποντιζόμενος βαθύτερα. Δεν έχω πια κουράγιο, ξέμεινα κι από ψευδαισθήσεις. Μια και καλή λιγόστεψε εντός μου η ανθρωπότης. Απόκαμα τελείως».
Πρόκειται επομένως για μια αφήγηση που με αφετηρία τον καταποντισμό κινείται αλγοριθμικά προς τα επόμενα στάδια του συλλογικού μας επαναπροσδιορισμού, ώστε να συγκλίνει πανηγυρικά σε μια εσχατολογική προφητεία, της συλλογιστικής εν προκειμένω πρακτικής και κανενός πεπρωμένου, εκπορευόμενης ευθέως από την ανθρώπινη ανοησία.
«Έζησα χρόνους πολλούς τις αλαζονείες και τις μεγαλομανίες, τις μικρές και τις μεγάλες ύβρεις, των άλλων και τις δικές μου, των σύγχρονων και των παλιών, του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος, μα δε φανταζόμουν ποτέ ότι σε τούτη δω τη βάρκα, που μονάχος κατασκεύασα μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή, θα ‘χα για συνεπιβάτη μαζί μ’ όλους τους λοιπούς και τον ημίτρελο βασιλιά των αρχαίων χρόνων με τα βγαλμένα μάτια και τα ξεσκισμένα ρούχα, που δεν έχει πάψει ούτε για μια στιγμή να επαναλαμβάνει μονότονα τα δυσοίωνα λόγια του μάντη Τειρεσία-τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει-,χωρίς καν να αντιλαμβάνεται ότι χιλιετίες τώρα κανείς δεν του ‘χει δώσει σημασία και ότι τώρα πλέον είναι πολύ αργά για να ακούσουμε το μήνυμά του».
Και όπως η αφήγηση προχωρά, ο αναγνώστης διερωτάται: Πόσο εύκολη στη διαχείρισή της είναι τελικά η επιλογή μιας μονήρους αφήγησης του ενός και μοναδικού ήρωα, που λάμνει εντός μιας δυστοπικής πραγματικότητας παρέα με τον σκύλο του; Και όμως παρά το ρίσκο που γεννά μια τέτοια επιλογή, που σε έτερη περίπτωση θα κατέληγε σε άσκοπες παλινδρομήσεις, εντούτοις στην περίπτωση του Χατζημωυσιάδη, η εν λόγω τεχνική θριαμβεύει να διαβάζεται ξανά και ξανά ως πρωτοειδομένη χάρη στην πολυπρισματική εσωτερική και εξωτερική σκηνοθετική της οπτική. Τουτέστιν στον «Νώε» ξανασυστήνεται η πρακτική του κατακτημένου εσωτερικού μονολόγου, ωθώντας έτσι στην αναγνωστική εμπειρία και όχι μόνον στην αναγνωστική τέρψη. Στήνεται δηλαδή εντός της γραφής, ένας χορός από παραισθήσεις και μνήμες που συνυπάρχουν με τη νέα υγρή πραγματικότητα του ήρωα, σε μια αφήγηση που μοιάζει με υπαρξιακό στροβιλισμό πλήρως εφαπτόμενο με την θεματική της ιδεολογικής διήθησης που πραγματεύεται, τακτοποιημένο ωστόσο με ευλάβεια σε μια διαρκή προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης και προσδοκίας.
«Το επόμενο πρωί ξεκινώ να φύγω. Ας υπάρχουν όσο θέλουνε οι λέξεις, σκέφτομαι, ας αντέχουν σαν ήχοι και σαν γράμματα στους αιώνες των αιώνων, ας τις λέμε και ας τις γράφουμε. Όταν ανθίσταται η πραγματικότητα, κενούνται , χάνουν το νόημά τους, γίνονται άδεια τσόφλια, πληγές που αιμορραγούν, νεκροταφεία εννοιών, προσώπων και πραγμάτων ή, ακόμη χειρότερα, γίνονται δόγματα, θρησκείες, μυστικισμοί και μαγγανείες».
Ωστόσο, τούτη η δίνη των λέξεων τείνει να επιμένει, διακριτή εδώ και συντελεσμένη ευφυώς μέσα στην πλατιά κλίμακα του χρόνου (παρά την όποια περιοδικότητα της αφηγηματικής πράξης), που δείχνει να υπαγορεύεται από την ίδια την συνθήκη της αγωνίας που παράγει το δυστοπικό αδιέξοδο της αφηγηματικής περσόνας.
«Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο. Παλιότερα πίστευα πως κάπως έτσι θα ‘ναι η ευτυχία, η αθανασία, ακόμη και ο θάνατος – μια αδιατάραχτη από τον χρόνο και από τους ανθρώπους κατάσταση μακαριότητας».
Και αυτό, γιατί παράλληλα η συνθήκη του Νώε προσομοιάζει ασφαλώς στη συνθήκη του ανθρώπου που προσεγγίζει τον θάνατο και προβαίνει σ’ έναν συλλήβδην απολογισμό με αντικείμενο την ίδια του τελικά την ύπαρξη και τους έσω φόβους. Παραθέτω εδώ ως εξής:
«Είναι όλα πιο βαθιά τη νύχτα – κι οι φόβοι κι η ησυχία κι η οδύνη κι η αλήθεια κι η μοναξιά κι η παγωνιά κι ο θάνατος. Νομίζω λοιπόν ότι υπάρχει κι άλλη ανάγκη πέραν της βιολογικής για να κοιμόμαστε τη νύχτα. Το όνειρο, ακόμη και όταν είναι εφιάλτης, δεν παύει να είναι όνειρο. Έρχεται και φεύγει. Αλλά η νύχτα είναι πάντα εντός μας. Την κουβαλάμε στις άκρες των βλεφάρων, στο νυσταγμένο πρόσωπο και κυρίως στους ένδον φόβους. Όποιος διαβάζει, γράφει, θρηνεί, καλλιτεχνεί, εργάζεται, πίνει και κυρίως όποιος κωπηλατεί το βράδυ δεν δικαιούται να είναι εγωιστής και αλαζόνας ή, αν επιμένει να είναι, τίποτα δεν ένιωσε απ’ τον μνημειώδη τρόμο της νύχτας».
Μα η πρόκληση τούτης της νουβέλας οφείλεται θαρρώ στην τελική αναμέτρηση με τον εαυτό μας, όπου ο Νώε ως το alter ego του αναγνώστη, καλείται να εξετάσει τη δοθείσα ευοίωνη λύση και εν είδει αναστοχασμού, με ειλικρίνεια, να απαντήσει στο αν η ανθρωπότητα χρήζει ακόμη μιας ευκαιρίας ή εναλλακτικά συντάσσεται με την δισημία του οράματος του αφηγητή ονόματι «Ούτις», για έναν κατά φαντασίαν «Ου Τόπο» (γιατί φοβάμαι πως όλες οι αφηγήσεις του ιστορητή-αφηγητή-ήρωα προς αυτό συγκλίνουν):
«Δεν αρκούν οι σεισμοί, οι λιμοί και οι καταποντισμοί για να αλλάξει κάτι. Θα πέφτουμε, θα γλείφουμε τις πληγές μας, θα σηκωνόμαστε και θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Τελικά το πιο μεγάλο λάθος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Ιδού πεδίον διαλόγου λαμπρόν!