Ποιητική του χώρου και του χρόνου και οι μικροϊστορίες ηρώων στο έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη, Ακροκεραύνια, εκδ. Κίχλη, Αθήνα, 2024
Ο Χρ. Μηλιώνης σε αυτό το έργο, τόσο με τον άμεσο λόγο του, που είναι κοντά στον προφορικό και τον λόγο του δημοτικού τραγουδιού, όσο και με την αναπαραστατική του δύναμη και τη μεταφερόμενη μνήμη συμβάλλει στην αυτογνωσία κάθε αναγνώστη. Πρόκειται, για ένα μυθιστόρημα που έχει ενιαίο μύθο και συγκροτείται από τρία δομικά μέρη, με σπονδυλωτές ιστορίες.
Η λειτουργία του χρόνου και κυρίως του χώρου (Βοστίνα/ σημ. Πωγωνιανή, Περιστέρι, Γιάννενα) και των μικροϊστοριών αποτελούν σημαντικό θέμα μελέτης σε αυτό το έργο. Ο χρόνος δίνεται με την τεχνική του ακορντεόν, ως αναδρομές στο παρελθόν ή προρρήσεις ή αναλήψεις στο μέλλον, μέσα από τη μνήμη ως ροή της συνείδησης, χωρίς να χάνει τη συνοχή του με το τώρα της αφήγησης, π.χ. «Αυτά ώσπου ν’ αρχίσει ο πόλεμος, που τ’ άλλαξε όλα» (σελ. 12). Με τις πολλαπλές αναδιηγήσεις ο χρόνος επεκτείνεται. Ο χώρος, επίσης, έχει πολλές χωρικότητες με τους ανθρώπους του[1], φορτισμένος ιστορικά και κοινωνικά. Ο Χαρίλαος -πλαστοπροσωπία του Μηλιώνη- με όσα έζησε ο ίδιος και οι συντοπίτες του και με όσα άκουσε, γίνονται φωνή του αφηγητή και φωνές των ηρώων του. Ο συγγραφέας είναι εντός, ως δρων ήρωας, και συγχρόνως βλέπει τα πράγματα από απόσταση στη σωστή τους διάσταση και αυτό είναι η υψηλή τέχνη του Μηλιώνη. Ακόμα, ο Μηλιώνης, μέσα από τη μυθοπλασία του, που συγκροτείται από τη φαντασία και την πραγματικότητα, γίνεται η φωνή του συνόλου, που ο Γ. Παγανός την αποκαλεί έργο- μαρτυρία: «Η ιστορικότητα και η τραυματική μνήμη είναι το στίγμα τους.[…]. Με τη Μουργκάνα/ Ακροκεραύνια, θέατρο σκληρών εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων»[2].
Δομικά, έχουμε τρία κεφάλαια, το τρίτο συγκροτείται από δύο μέρη. Το μυθιστόρημα, με σκηνοθέτη τον συγγραφέα, εναλλάσσει την εστίαση του κινηματογραφικού φακού του και δίνει τη μικρή και τη μεγάλη εικόνα των γεγονότων. Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο τον γεωγραφικό όρο «Ακροκεραύνια» (συνοχή και συνεκτικότητα με το περιεχόμενο), έχει διπλάσιες και κάτι σελίδες (66) συγκριτικά με τα άλλα κεφάλαια. Η λειτουργία του χώρου εστιάζει και σε πολλά τοπόσημα (π.χ. Άη-Νικόλας, καμπαναριό, πλαγιές, κάμπος της Δερόπολης, ελληνοαλβανικά σύνορα, χωριό, Γιάννενα, γέφυρα, σπηλιά κ.ά.). Σε αυτόν τον χώρο αναπτύσσονται οι δράσεις των ηρώων, πριν από τον πόλεμο, όπως η παραγωγή μεταξιού, που συνδέεται με την τραγική περίπτωση της Κατερίνας. Οι συναντήσεις των χωρικών, μέσα στον φόβο και την ανέχεια, δίνονται ποικιλοτρόπως, όπως η συνεταιρική εργασία του μεταξιού, π.χ. «Το μετάξι το βγάζουν μόνοι τους, η μάνα του με τη γειτόνισσα τη θεία Μαρίνα, συνεταιρικά. Όχι για πούλημα […] για να υφάνουν τις μπόλιες για την προίκα της Κατερίνας» (σελ. 10, 11).
Η ζωή στο χωριό δίνεται χρονικά με το πριν από τον Β΄ Π.Π., κατά τον πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και μετά με όλες τις συνέπειές του και κυρίως με εστίαση στον Εμφύλιο. Οι άνθρωποι εμπλέκονται στα γεγονότα ως μία κοινωνία που, μετά το πρώτο σάστισμα, κοιτάζει πώς θα σωθεί, ενώ άλλοι, σταδιακά, εμπλέκονται στα γεγονότα, με πολλές εναλλαγές καταστάσεων, συναισθημάτων και ρυθμών, που κλειδώνουν στην τραγωδία του β΄ μέρους του τρίτου κεφαλαίου «Αποκριά».
Παρατηρούμε ότι πρώτα δίνονται τα προμηνύματα και η έναρξη του Β΄ Π. Π. από τον πατέρα του Χαρίλαου, με τις φωτοβολίδες στον δρόμο προς το Αργυρόκαστρο, και μετά αρχίζουν τα ντουφεκίδια. Οι άνθρωποι σαστισμένοι τρέχουν να κρυφτούν, όσοι πήγαν στην «Γκρίζα» σκοτώθηκαν από τους Ιταλούς (Κατερίνες, γιαγιά και εγγονή, κλπ. -τοπόσημο θανάτου-), π.χ. «Ένας ιταλός πήρε την κοπέλα στην αγκαλιά του κι έκλαιγε σα μικρό παιδί». Εδώ, ο λυρισμός του συγγραφέα εκφράζεται τόσο με τον Ιταλό στρατιώτη που κλαίει, καθώς, αντί για στρατιώτες, σκότωσαν γυναικόπαιδα, όσο και με τον ήχο της καμπάνας του Άη Νικόλα κατά την κηδεία, που φώναζε κατά τον μικρό ήρωα και αφηγητή: «Κατε – ρίνα, Κατε – ρίνα» (ψυχολογία Ιταλού, χώρος κλειστός και ανοιχτός, σελ. 13,14). Ο ρεαλισμός δίνεται με πολλά, όπως και με τη σύληση των νεκρών στα σαμποτάζ (σ.14).
Η αφήγηση εναλλάσσεται με τον ευθύ λόγο, π.χ. η συζήτηση του Μάκη με τον Χαρίλαο για τον Ψακή τον δωσίλογο (πρόρρηση για τους μεν και τους δε, σελ. 15). Ακολουθούν μικροϊστορίες και συσσωρευτικός λόγος για τον Ψακή, για τη χιοστιβάδα -με flash back-, για τη γέφυρα (συχνό μοτίβο) και την εκεί δράση (αντίστιξη του τότε και τώρα), για τα ρίγη του Χαρίλαου, τον σκύλο και τις πέρδικες και για τον άνθρωπο με τα μαύρα γυαλιά (κώδικας για τον άλλο). Σύμφωνα με τον μνημονικό συνειρμό, όπως γράφει ο Αλ. Ζήρας[3], ο συγγραφέας έχει πισωγυρίσματα στον χρόνο και μικρά άλματα, που παραπέμπουν grosso modo στον Παπαδιαμάντη και τον Πόε. Η μνήμη και η επανάμνηση είναι βασικά στοιχεία ποιητικής του συγγραφέα, άλλωστε η μη μνήμη ή η σιωπή είναι λήθη. Ο Μηλιώνη με τη μνήμη καταγράφει όσα έζησε, δε δικάζει, αλλά διασώζει τη δική του αλήθεια, όπως τη βίωσε ως παιδί και έφηβος τότε.
Στις περιγραφές του τοπίου συχνά έχουμε μια τρυφερή-αγαπητική σχέση του συγγραφέα με αυτό, π.χ. οι μικροί ήρωες -Μάκης και Χαρίλαος- συζητούν στην πλαγιά του χωριού, αλλά σηματοδοτούνται και πολιτικά από τον αφηγητή, π.χ. ο Μάκης φοράει μεταξωτό πουκάμισο από γερμανικό αλεξίπτωτο, σε αντίστιξη με τα παλιοπάπουτσα από λάστιχα γερμανικού αυτοκινήτου από το σαμποτάζ του φτωχοντυμένου Χαρίλαου. Σταδιακά, αυτά τα πρόσωπα αναφέρουν και άλλα δρώντα πρόσωπα, π.χ. τους δωσίλογους Νότη, Ψακή και Κόκκινο, σε αντίστιξη με τον δάσκαλο- πατέρα του Χαρίλαου, τον θείο Νίκο, τη θεία Μαρίνα και τα παιδιά της, Κατερίνα και Γιάννη κ.ά.). Το σκηνικό και οι περιγραφές αλλάζουν με άλμα χρονικό, καθώς ο Χαρίλαος βρίσκεται στης σπιτονοικοκυράς του, της Λένης, που είναι χήρα από την Κατοχή (εστίαση στη Λένη, στην πείνα της Κατοχής και στη δράση των Γερμανών (έκαψαν το σπίτι του θείου Νίκου, με εγκιβωτισμό της μικροϊστορίας του στην Πόλη και μετά στο χωριό, με τη φλαμουριά που σκέπαζε και το σπίτι του Χαρίλαου κ.ά. (σελ. 25). Δηλαδή, ο συγγραφέας μάς συστήνει τους ήρωές του με αναδρομές στο παρελθόν και επιστροφές στο παρόν και στον πόλεμο, που ήρθε από τα Ακροκεραύνια και τον δρόμο του δράκου (κύκλωση θεμάτων, σ. 27).
Οι σπονδυλωτές ιστορίες πλέκουν και διαπλέκουν δράσεις και στάσεις των ηρώων, όπου εμπλέκονται και τα παιδιά, Μάκης και Χαρίλαος, που αργότερα η ζωή θα τα τοποθετήσει σε αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά τώρα ο Μάκης θα δανείσει στον φίλο του το βιβλίο του «Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνια». Βέβαια, όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το πού εντάσσονται οι γονείς τους, ζουν μια τραυματισμένη παιδική ηλικία από κάθε άποψη και κυρίως από την πείνα. Ο αφηγητής παρουσιάζει τα γεγονότα, άλλοτε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και άλλοτε μέσα από τον ευθύ, τον αυθεντικό λόγο των δρώντων ηρώων, π.χ. ο Μάκης λέει «Ο Κόκκινος είναι ρουφιάνος και δεν μπορεί να μη το ξέρει η Φανή». Όλα βρίσκονται σε ροή ζωής, μπλεγμένα και χωρίς κανόνες, με πάθη, με παθήματα και πόθους, ατομικούς και συλλογικούς.
Οι εποχές διαγράφονται μέσα από τις αλλαγές στη φύση και τις εξαιρετικές περιγραφές, με κινηματογραφική εστίαση στο κάθε φορά αξιόλογο σημείο και με τα ιδιόλεκτά τους (π.χ. ο φθινοπωριάτικος ήλιος, η περιγραφή της πλαγιάς όπου πήγαιναν τα παιδιά στον Άη-Νικόλα, η αγορά με τον πλάτανο και τα δεμένα εκεί ζώα, το μαγέρικο, η γέφυρα, η μικροϊστορία του Λάμπρου με το πρόσωπο μάσκα, της μαυροφορεμένης μάνας του Λάζου που κλαίει, του Χαρίλαου με τις θέρμες, της Λένης που τον περιποιείται, σσ. 33-37). Και η φύση συμπάσχει και προσωποποιείται, όπως στα δημοτικά τραγούδια, π.χ. «Σουρούπωσε. […]. Κι αντίκρυ η κοφτή πλαγιά του βουνού, […], έτοιμη να κυλήσει τις χιονοστιβάδες της από στιγμή σε στιγμή […]. τα Ακροκεραύνια κλωσούν τους κεραυνούς τους […]» (σελ. 37).
Με επαναλήψεις δίνονται διαφορετικές οπτικές από τα Ακροκεραύνια ή από την αγορά, που σηματοδοτούν ότι ο τόπος έχει περιέλθει στην εξουσία άλλων αφεντάδων, π.χ. οι χωροφύλακες, το κλειστό σχολείο, ο Κόκκινος, συνομιλία του Μάκη με τον Χαρίλαο στο σπίτι του Χαρίλαου -συζητούν για το βιβλίο, για τον έρωτα και για άλλες εφηβικές ανησυχίες-, ενώ έξω βρέχει ακατάπαυστα. Καταφθάνει το βράδυ κατάβρεχτη η Λένη, που πληροφορεί τον Χαρίλαο για την κατοχή των χωριών από τους αντάρτες (σ. 42). Εκείνο το βράδυ συντελείται και το μοιραίο ανάμεσα στη Λένη και τον Χαρίλαο (σελ. 43). Η Λένη είναι μια νέα χήρα γυναίκα και ο Χαρίλαος πήρε το πρώτο βάπτισμα του έρωτα «έγινες σωστός – άντρας» του είπε (σ. 45). Έτσι δίνεται από τον Μηλιώνη η ζωή, ως δρώσα δύναμη, με όλα όσα τη συνέχουν ή τη διαχωρίζουν και με εστίαση και σε λεπτομέρειες. Στην αφηγηματική τεχνική του καταγράφονται όλα όσα έρχονται στη μνήμη, μέσα από λέξεις- κώδικες και ονόματα που συνειρμικά φέρνουν στη σκέψη άλλες χρονικές καταστάσεις και γεγονότα. Δηλαδή το κείμενο δεν κείται απλά, αλλά συσσωρευτικά με όσα υπονοεί και όσα αποκαλύπτονται σε αυτό, που στην αφηγηματολογία λέγεται παραδειγματικό επίπεδο, στοιχείο που δίνει έκταση, ένταση και βάθος στο κείμενο και απαντάται κυρίως στη μοντέρνα ποίηση[4]. Πολλά γεγονότα θα φωτιστούν στα επόμενα τρία κεφάλαια, που αντανακλούν μια ολόκληρη εποχή, με εστίαση στη ζωή του Χαρίλαου στα Γιάννενα (διεύρυνση του χώρου και του χρόνου). Οι αφηγήσεις συνδέονται με το ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, άλλωστε πολλοί είναι γνωστοί από τα παιδικά χρόνια, τότε στο χωριό Β.
Τα δεινά έρχονται από τα Ακροκεραύνια, που κάποτε κατέστρεψαν το χωριό οι χιονοστιβάδες τους, αλλά τώρα ήρθε από εκεί ο πόλεμος. Οι άνθρωποι προσπαθούν να προφυλαχθούν σε κρυψώνες: κατώγια, σπηλιές, γέφυρες, αλλά στους κλειστούς χώρους συντελούνται και τα μεγάλα κακά του πολέμου ή άλλα σε συλλογικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Ο κλειστός και ανοιχτός χώρος διαπλέκεται, το σκοτάδι γίνεται φρικτό με τις επικίνδυνες περιπολίες και τους νεκρούς, που αποκαλύπτει το φως της άλλης μέρας. Οι δρόμοι είναι κλειστοί, «Κανένας δε φεύγει πια απ’ τη Β΄, κανένας δεν έρχεται. Όσοι ήταν να φύγουν φύγανε τις πρώτες μέρες, προτού κλείσουν οι δρόμοι […]. Έφυγε κι ο Μάκης» (σελ. 45).
Οι Ιταλοί αποχωρούν, στη αγορά όλα είναι κλειστά, κανένας δε μιλάει του Χαρίλαου, όλοι τον κοιτάζουν παράξενα ή αλλάζουν κουβέντα. Οι κλειστοί δρόμοι φέρνουν έλλειψη από ψωμί και λάδι, στη γέφυρα είναι στρατιώτες με πολυβόλα. Ακολουθούν η μικροϊστορία του Χαρίλαου με τον αντάρτη, (σελ. 55), η μικροϊστορία της Λένης για τον άντρα της (Αλβανικό, επιστροφή, θάνατός του σε κάποιο σαμποτάζ κατά των Γερμανών, flach back, σ. 57). Η Λένη συμβουλεύει τον Χαρίλαο να μη βγαίνει καθόλου έξω, όπου παρελαύνουν τώρα οι αντάρτες, εκεί είναι και «ο καπετάν Λεφτεριάς» (σ. 59). Οι αντάρτες επέβαλαν υποχρεωτική αγγαρεία στον Χαρίλαο, χωρίς να ξέρει πού τον πηγαίνουν, π.χ. «μαύρα πουλιά που ξαναγύρισαν […] σε δυο πλαγιές δυο μαύρα αγριεμένα κοράκια, μα το πουλάρι ήταν κιόλας στην ρεματιά του χωραφιού και πήδησε στη ρεματιά— και το παιδί ακολούθησε.» (προρρήσεις, σ. 63).
Ακολουθούν εκρήξεις, αεροπλάνα, σκοτωμένοι άνθρωποι, καμένα σπίτια από τους Γερμανούς (1944), κουφάρια έγιναν ο μάγερας, ο κουρέας και ο ράφτης της αγοράς (σ. 65). Παντού κυριαρχεί ο θάνατος και ο φόβος, όλα δίνονται από τον συγγραφέα με την ταχύτητα που συνέβησαν: «Ανάθεμά τους όλους», «Ο ουρανός βουρκωμένος, ο δρόμος έρημος, τα παράθυρα της Φανής μανταλωμένα». Η Λένη του λέει «όλα είναι ψέματα» (σσ. 67-68) και ο Χαρίλαος νομίζει ότι τα όσα έζησε τα έβλεπε στον ύπνο του. Τελικά ζητάει από τη Λένη να τον ξυπνήσει χαράματα για να πάει να βρει τους δικούς του.
Δίνεται παραστατικά η δύσκολη διαδρομή του Χαρίλαου προς το σπίτι του, μέσα από απάτητους δρόμους, από δέντρα, από ρουμάνια και λύκους, όπου ξαφνικά εκεί που προχωράει «ξεπροβάλλει μπροστά του ο πατέρας του.» (σελ. 71). Έμαθε για την ανατίναξη της γέφυρας της Παναγιάς (σημειωτικός κώδικας), στην οποία έφτασαν μετά από χιλιόμετρα ποδαρόδρομου. Εκεί υπήρχε πλήθος ανθρώπων, εδώθε και εκείθε από τη γέφυρα, τελικά, καταφέρνουν και «στοιβάζονται στη σιδερένια σκαφίδα μαζί με τους χωριάτες. Κι όλους μαζί το ρέμα τους ξεβράζει στην άλλη όχθη». Γίνεται προσωποποίηση του υδάτινου στοιχείου, κώδικες ιστορικούς και κοινωνικούς αποτελούν οι γέφυρες και τα Ακροκεραύνια, καθώς όλα και όλοι βιώνουν τον πόλεμο (σελ. 75).
Με όλες τις δυνατότητες της γλώσσας, με το ήθος και το ύφος της γραφής του ο Μηλιώνης μάς συστήνει την Ήπειρο και τους ανθρώπους της σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ο ίδιος ως μαθών και μαθών τα μνημειώνει στο βιβλίο του, με τις πολλές φωνές του, για να μαθαίνουμε οι νεότεροι την ιστορία ως δρώσα δύναμη, να αποκτήσουμε αυτογνωσία και μέσα από το κοντινό παρελθόν μας, από το εικονοστάσι της Ηπείρου, με τους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες.
Το 2ο κεφάλαιο με τίτλο το τοπόσημο, «Στην άκρη στο ποτάμι», καλύπτει 24 σελίδες. Αρχίζει η αφήγηση με εστίαση στον δάσκαλο, στο σχολείο, στο πού και πώς έγινε δάσκαλος (αναδρομική αφήγηση: Πόλη, ευρύτερος ελληνισμός, 1922, Μεγάλη Σχολή του Γένους, θείος Νικόλας) και φτάνει στο ΕΛΑΣ και στους πρασινοσκούφηδες: «Και τι σόι απελευθέρωση ήταν τούτη […]. Φεύγα του λέει […]. Τούτο θα ’ναι χειρότερο απ’ τ’ άλλα» (σσ. 81-82). Πράγματι τέτοιος ήταν ο Εμφύλιος (1946-9). Ένας κειμενικός ήρωας λέει στον δάσκαλο: «Φωτιά στη φωτιά, δάσκαλέ μου, φωτιά στη φωτιά.» (σελ. 88). Η φράση αποκαλύπτει τη φρίκη, όπως και η συζήτηση του δασκάλου με τον καπετάν Λαβίδα (σελ. 89), που τον φιλοξενεί. Ο λόγος του καπετάνιου έχει το άσπρο-μαύρο, για όλα φταίνε οι άλλοι, η υποκειμενικότητα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση, δίνεται με χαμηλόφωνα και είναι δείγμα, όπως επισημαίνει ο Δ. Χριστόπουλος στο επίμετρο, «στυλίστα συγγραφέα»[5].
Ο φόβος από ομοϊδεάτες και τους άλλους ταξιδεύει κυρίως τις νύχτες σε όλα τα σπίτια, όπως φαίνεται από τα μικροεπεισόδια που αναφέρει ο Μηλιώνης. Το προσκλητήριο την άλλη μέρα στους άντρες από τον καπετάν Λαβίδα απέτυχε, πήγαν μόνον γυναίκες, ο δάσκαλος, όμως, βρήκε τον μπελά του (σ. 97). Εκεί και ο λοχαγός «με τα σκούρα γυαλιά» (σημειωτικός κώδικας, σ. 98), στον οποίο ο δάσκαλος δεν προδίδει κανέναν, παρά την πίεση, οπότε ο λοχαγός θυμωμένος ξεσπάει: «έξω και θα τα βρούμε, κρυπτοκομμουνιστή», «βούλγαρο» (σ. 100). Την άλλη μέρα που έφυγαν οι πρασινοσκούφηδες, ο συγγραφέας περιγράφει με θεατρικότητα πώς όλοι οι χωρικοί κατευθύνονται στη γέφυρα της Παναγιάς (κώδικας και συχνό μοτίβο σε πολλά έργα του συγγραφέα) για να βρουν τρόπο να φύγουν απ’ το χωριό, μαζί τους και ο δάσκαλος.
Εδώ, ολοκληρώνεται και η δεύτερη πράξη του δράματος και αρχίζει η τρίτη, με τον ειρωνικό τίτλο: «Ξενοδοχείον “Η Ωραία Ελλάς”» (σκωπτικό στοιχείο στον Μηλιώνη). Το κεφάλαιο καλύπτει 29 σελίδες, στις οποίες δίνεται όλη η εικόνα των ανταρτόπληκτων, που κατέκλυσαν τα Γιάννενα. Στο τρίτο κεφάλαιο ανήκει και το τέταρτο μέρος ως προέκτασή του, σε 14 σελίδες, με τίτλο «Αποκριά». Κύριοι ήρωες είναι ο δάσκαλος και ο γιος του Χαρίλαος, η μικροϊστορία τους, η συζήτησή τους με τον ξενοδόχο για να τους δεχτεί, η περιγραφή του χώρου (τα κάδρα του Παύλου, της Φρειδερίκης και του Ζέρβα, σ.103). Η ανάκριση του πατέρα από τον επιθεωρητή, που τον στέλνει πάλι στο χωριό για να φρονηματίσει τους κατοίκους, ο οποίος φεύγοντας τονίζει στον Χαρίλαο ότι πρέπει να ρωτάει για το πότε θα ανοίξει το σχολείο, δηλ. το Γυμνάσιο (σ.108). ΄Ενας καθηγητής λέει στον Χαρίλαο ότι πρέπει ο πατέρας του να παρακαλέσει τον Δεσπότη Σπυρίδωνα (ο ρόλος της εκκλησίας).
Ο Χαρίλαος βγαίνει στην πόλη και την περιγράφει, με το άγαλμα του Μαβίλη, που, με όσα συμβαίνουν στα Γιάννενα, ηχεί ειρωνικά. Μαθαίνουμε για τα εβραίικα και την τύχη τους, για τη συνάντηση του Χαρίλαου με τον Μάκη, που του μιλάει τόσο για τη Λέσχη όπου διαβάζει όσο και για το συσσίτιο (εμφυλιακό κλίμα, σ.113). Επιστρέφει στο ξενοδοχείο και βλέπει τον Κόκκινο και τις ύποπτες συζητήσεις του με τον ξενοδόχο. Ο Μάκης ωστόσο τον συστήνει στον πάτερ Νικόδημο. Ο Χαρίλαος διαβάζει στη Λέσχη και συμμετέχει στο συσσίτιο. Δίνεται η περιγραφή της Λέσχης και η διαπίστωση του Χαρίλαου ότι ο Μάκης «ανήκε πια σ’ άλλον κόσμο» (σ.119). Ακολουθεί το επεισόδιο με τον κ. Νίκο, τον θρησκευόμενο υποκριτή (σ.120, υποκρισία και διαφθορά). Ο Χαρίλαος φοβάται και φεύγει από το συσσίτιο και από το ξενοδοχείο. Πήγε στο Χάνι όπου πήρε γράμμα από τον πατέρα του, έμαθε ότι η Λένη ζούσε σε παράγκα στα εβραίικα ως εκδιδόμενη για να επιβιώσει. Ακολουθεί το ύπουλο χτύπημα του Χαρίλαου από τον Κόκκινο, ο φόβος τον κάνει να αναζητήσει πρωί πρωί στους ανταρτόπληκτους άλλο σπίτι για να μείνει.
Στο πρώτο μέρος του 3ου κεφαλαίου δίνεται όλη η φρίκη της ζωής, συγχρόνως παρουσιάζονται πρόσωπα από το παρελθόν, που αποτελούν απειλή για τον Χαρίλαο, όπως ο Κόκκινος και η σκοτεινή δράση του (ονόματα με τη σημειωτική τους, ατμόσφαιρα φόβου).
Το δεύτερο μέρος του 3ου κεφαλαίου, με τίτλο «Αποκριά» και προμετωπίδα στίχο από το ποίημα «Αποκριά» του Μίλτου Σαχτούρη, που υπαινίσσεται ότι έλαβε χώρα σ’ έναν άλλο κόσμο, διότι ήταν τόσο επώδυνη που απωθείται, μας προετοιμάζει για όσα θα ακολουθήσουν (ανάληψη ήδη από τον τίτλο). Η γραφή του Μηλιώνη δεν αναπαριστά απλά τη ζωή, της δίνει χίλιες φωνές, με λόγο άμεσο καθημερινό, π.χ. «ΕΚΕΙΝΟΣ ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος» με τη σημειωτική του και την απάντηση που θα πάρουμε από τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν (σ.135). Εδώ, ο συγγραφέας και αφηγητής λειτουργεί ως Αγγελιαφόρος αρχαίας τραγωδίας, μπαίνει στη σκηνή ή στο αφηγηματικό επίκεντρο και, με ανάλογη φωνή και ύφος, μας πληροφορεί για όλα όσα συμβαίνουν στον έξω χώρο. Αρχίζει από τον χειμώνα, με την πρόρρηση ότι ήταν «ο πιο δύσκολος», ότι «Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαληθεί μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνια και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκκα-Σούλι» (σ. 136). Δηλαδή, δίνεται η φυγή στα Γιάννενα πολλών, λόγω του Εμφυλίου και όσων γίνονταν, και ακολουθεί η αφήγηση μέσα στην αφήγηση με το επεισόδιο του γύφτου και το σκωπτικό στοιχείο, καθώς οι παρευρισκόμενοι γέλασαν. Με αυτήν την εγκιβωτισμένη αφήγηση, ο συγγραφέας αφενός αναδεικνύει όλο το κλίμα και αφετέρου ελαφρύνει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα, π.χ. «”Αλήθεια, γέρο, εσείς οι γύφτοι με ποιους είστε;” [ …] “Μετ’ εσάς”. Χωριάτες και φαντάροι γέλασαν δυνατά. “Ε, τότε, λέει ο φαντάρος, παίξτε μας τον εθνικό ύμνο”» […]”Δεν κάνει, λέει ο γέρος, θα μας μαλώσει ο μεγάλος” […] κι άρχισαν να παίζουν το παλιό εμβατήριο του βασιλιά, “του αητού ο γιος”» (σ. 137).
Στα Γιάννενα ο Χαρίλαος και η οικογένειά του βολεύτηκαν στο σπίτι του νεκροθάφτη Γιάννη Πλιάτσικα. Περιγράφεται το σπιτάκι, ο νεκροθάφτης και η οικογένειά του και το ξεφάντωμα κατά το βράδυ της αποκριάς, με τον νέο χορό της σάμπας, αλλά και με το ξαφνικό επεισόδιο μιας αποκριάτικης συνοδείας με τους μεθυσμένους φαντάρους πάνω σε γάιδαρο ξεσαμάρωτο. Όμως, η διασκέδαση μετατρέπεται σε φρίκη (μεταβολή στο εναντίον), καθώς οι στρατιώτες μπροστά στο Φρουραρχείο ζητωκραύγαζαν και σήκωσαν ψηλά «ένα ανθρώπινο κεφάλι κρατώντας το απ’ τα μακριά μαλλιά του. Οι άνθρωποι παγώσανε κι η βουή κόπηκε με το μαχαίρι» (σ.147). Μαθεύτηκε ότι το βράδυ ο στρατός έπιασε και σκότωσε αντάρτες. Το βράδυ της αποκριάς χτυπούν στο σπίτι του Πλάτσικα, όλα έγιναν μέσα στη νύχτα, ήταν μια άλλη αποκριά όλα όσα έγιναν. Πήραν το κεφάλι του γιου τους και το έθαψαν, με πνιχτά κλάματα και σιωπή στο εξής. Ήρθε η Καθαρά Δευτέρα ο Χαρίλαος δε βγήκε έξω, την Τρίτη έμαθε τα νέα από τους γείτονες. Έτσι, έφυγαν και από αυτό το σπίτι και βρήκε η οικογένειά του καταφύγιο σε μια παράγκα, ντυμένη με πισσόχαρτο, όπου μετακόμισαν προσωρινά. Έτσι πέρασε και ο υπόλοιπος χειμώνας, με την αποκριά και «την άλλη αποκριά».
Αξίζει να επισημανθεί ότι τόποι, άνθρωποι και γεγονότα, με παραλλαγές ιστοριών, επανέρχονται και σε άλλα έργα του Χρ. Μηλιώνη. Αναμένουμε να εκδοθεί η διατριβή του Δ. Χριστόπουλου, που θα φωτίσει πολλές άλλες οπτικές του συνολικού έργου του Μηλιώνη.
Η νέα έκδοση των Ακροκεραυνίων από τις εκδ. Κίχλη έχει πολύ καλή εκδοτική και αισθητική παρουσία, με την προσθήκη του επίμετρου από τον φιλόλογο και συγγραφέα Δημήτρη Χριστόπουλο.
Τέλος, ο Μηλιώνης με το έργο του ζωγραφίζει το εικονοστάσι επωνύμων και ανωνύμων ανθρώπων της Ηπείρου, μέσα σε χώρο και χώρους και στον χρόνο. Σκηνοθετεί με μαεστρία και απλότητα τη δράση τους, ανοίγοντας και κλείνοντας τις μικροϊστορίες των δρώντων ηρώων του. Η σκηνογραφία του έργου αυτού συγκροτείται από το ευρύτερο ηπειρώτικο τοπίο, με εστίαση σε χώρους και χωρικότητες, όλα καθαγιασμένα από τη δράση των κατοίκων του.
Και όταν τα όπλα σίγησαν, η μνήμη και η ανάμνηση συλλειτούργησαν και ο Μηλιώνης κατέγραψε με «λογισμό και μ’ όνειρο», όπως λέει ο Δ. Σολωμός, όλα όσα έζησε, άκουσε ή φαντάστηκε και μας τα άφησε ως παρακαταθήκη και ως ένα σημαντικό έργο λογοτεχνίας και αυτογνωσίας για όλες τις μελλοντικές γενιές.
Χριστίνα Αργυροπούλου, Επίτιμη Σύμβουλος του Παιδ. Ινστιτούτου, συγγραφέας και ποιήτρια