Βρέθηκα μακριά απ’ τη φυλή, το ορφανό
Δεν είχα φόβο
Πνεύμα μεγάλου ζώου κυνηγούσα
Πρόγονος μού παραστεκόταν, το τοτέμ μου
Κάτι ασώματο, που με προστάτευε ολόσωμο –
Δεν είχα φόβο
Κι ας γκρεμιζόταν το στερέωμα
Κι ας μαύριζε ο θόλος
Και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα από τη νύχτα
Οι αδελφοί αρχαιοπτέρυγες ερίζοντας
Σύννεφα τσαλακώνοντας
Και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα απ’ τη σαβάνα με βουή
Οι αδελφοί οι βόνασσοι, αγέλη
Τρομεροί σαν άγγελοι, σαρώνοντας τα πάντα
Κι ας σκόρπιζε η γραμμή του ορίζοντα
Σε σκόνη μνήμης θάβοντας τις χιλιετηρίδες –
Δεν είχα φόβο
Κι ας δέχτηκα, το άμοιρο
Αιχμή από οψιδιανό στο μέτωπο
Και λίθινο μαχαίρι στα πλευρά και ας γονάτισα –
Μετά, ανάβλυζε το αίμα μου
Φούντωνε το βουνό στη ράχη μου
Φυτεύονταν τα δόντια μου, τα κόκαλά μου –
Δεν είχα φόβο
Κρυβόμουνα στον ύπνο, γλίτωνα τον μεγάλο θάνατο-
Πάφλαζε σκοτεινά ο ύπνος, μ’ έγλειφε
Αποσυρόταν και σκουριά χρωμάτιζε τα βράχια
Αποτυπώνοντας σκηνές από αέναο κυνήγι-
Τι αποκάλυψη:
Ήμουνα θηρευτής, ήμουν τροφή, δεν είχα φόβο-