You are currently viewing Χρύσα Βλάχου: Δημήτρη Χριστόπουλου, 12η Φεβρουαρίου, εκδ. Ποταμός

Χρύσα Βλάχου: Δημήτρη Χριστόπουλου, 12η Φεβρουαρίου, εκδ. Ποταμός

                                          

Η γραφή του Δ. Χριστόπουλου έχει πλέον αφήσει τη σφραγίδα της τόσο  σε μακροσκοπική διερεύνηση όσο και σε εκτατή πολυμορφία.

Από τη συλλογή των πρώτων διηγημάτων «Δημόσιες ιστορίες» με αποτυπωμένη την εμβάθυνση στον ψυχισμό του ανθρώπου περνάμε στη «Σπουδή στο κίτρινο» με υπαρξιακής υφής διλήμματα, στο «Τζίντιλι», με οικολογική αντίστιξη μέσω της συστροφής της ιστορίας, στο «Έλα να παίξουμε» με ψυχαναλυτικές διαβαθμίσεις και απόπειρες συσχετίσεων χρόνου και χώρου.

 

Και φτάνουμε στην 12η Φεβρουαρίου. Η εισαγωγή του Κ. Φέρρη, το εξαιρετικό εξώφυλλο του Φ. Δουκάκη και οι στίχοι του Σαχτούρη δίνουν μια επιπλέον βαρύτητα στο προσεγμένο -από κάθε άποψη- βιβλίο.

Από το πρώτο κιόλας αφηγηματικό διήγημα «Και ο κλήρος έπεσε στο Σμάιλι» νιώθει κανείς πως μπορεί συνθετικά και αναγωγικά να μπει στις μεταπρατικές συνδέσεις χώρων και αναλογιών. Η αλήθεια είναι πως οι συνειδητές αναφορές κινηματογραφικών ταινιών, οι παράλληλες συνδέσεις με άλλες εποχές, οι πολιτικές συνθήκες, οι συσχετίσεις με πρόσωπα εξουσίας και την ανάλογη εποχή τους σε τραβούν από την μια στην απόλαυση του κειμένου και από την άλλη  σε μια διανοητική έλκυση ετερόφωτης αναλαμπής. Όμως, ο Δημήτρης Χριστόπουλος  έχει μια ζυγαριά στο πίσω μέρος της γραφής του. Εκεί που ο διανοητισμός εκπέμπει πληροφορία και τάξη, έρχεται το συναίσθημα να δώσει αταξία και συναίσθηση, σπαραγμό και αγρύπνια.

 

Η 12η Φεβρουαρίου είναι ένα βιβλίο με 21 αφηγηματικές σεκάνς -όπως τις προσδιορίζει ο συγγραφέας-. Η ιδιαιτερότητα των αφηγηματικών ενοτήτων είναι ότι οι ιστορίες και οι περιγραφές ζουν μέσα σε διαρκείς πτυχώσεις. Έτσι η διαφορική σχέση  από τη μια καθορίζει την αντίληψη της γενικής θέσης, από την άλλη καθορίζεται από αυτές.

 

« Έστω ο ρόχθος της θάλασσας: πρέπει δύο κύματα τουλάχιστον να είναι μικρο-αντιληπτά σαν να εκκολάπτονται και να είναι ετερογενή, ώστε να εισέλθουν σε μια σχέση ικανή να καθορίσει την αντίληψη μιάς τρίτης, που εξέχει ως προς τις άλλες και γίνεται συνειδητή.»[1]

Κάπως έτσι μιλά ο Ντελέζ για τις μικροαντιλήψεις του Leibniz και καθώς διάβαζα το βιβλίο του Δημήτρη οι εντυπωτικές συνδέσεις με τη βασική θέση της φιλοσοφικής προσέγγισης  ενδυνάμωνε νοηματικά αυτή την παραλληλία. Ο συγγραφέας τονίζει τα κεντρικά σημεία είτε αναφερόμενος σε  φυσικές καταστροφές είτε σε οικονομικές ακαμψίες είτε σε συμπεριφορικές καταστολές τα οποία  αναδεικνύονται με συγχωνεύσεις σημείων και καιρών από την σημερινή Ελλάδα. Η Αθήνα είναι ο χωροχρόνος της επένδυσης σε όλα σχεδόν τα εκτονωτικά ερεθίσματα.

Οι κινηματογράφοι  Αττικόν και Απόλλων που καίγονται την 12η Φεβρουαρίου του 2012 σηματοδοτούν την αρχή μιας κατηφόρας σε όλα τα επίπεδα (οικονομική κρίση, πανδημία, ανεργία, αποξένωση). Οι αναγωγές στο παρελθόν, οι προλήψεις και οι συγχρονικές αρρυθμίες  ενισχύουν μια ρεαλιστική απεικόνιση ενός σύνθετου πλέγματος που κάθε τόσο κόβεται από τις φυγόκεντρες διαταράξεις πολιτικών και οικονομικών δυσπραγιών. Οι αναδιπλώσεις με στοιχεία όχι τόσο μαγικού ρεαλισμού αλλά μιας φαντασιακής πολυτροπίας που υποστασιάζει το άφατο, δεν είναι λίγες. Οι μεταφορές ενεργοποιούν το ακατάληπτο και τα αντικείμενα είναι σε διάθεση υποκειμενοποίησης. Αυτή η διπλή γραμμή γραφής του Δημήτρη είναι οι αγωγοί συμβολοποίησης και υπερβατικότητας.

 

 

 

 

  1. G. Deleuze: Η πτύχωση, ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ σελ.185
Αυτό το βλέπουμε σε διάφορα κείμενα:
Στο 3. Ελλάς η χώρα των ονείρων: Η ανθυποφορά των ονομάτων και η αλλόκοτη συνάντηση δύο γυναικών από δύο διαφορετικούς κόσμους.
Στο 5. Φύλακες του Γαλαξία: Η απομυθοποίηση ανθρώπων και πράξεων.
Στο 9. Radio days: Η ποιητική λειτουργία της αντίστιξης.
Στο 10. Επιχείρηση Απόλλων:  Συνειδησιακή ροή και ετεροτοπίες.
Στο 11. Η πριμαντόνα των Εξαρχείων. Σκηνοθετικές τεχνικές σε λογοτεχνικό περιβάλλον. Η συνδετική έννοια του «cut».
Στο 14: Ο κυνηγός της χαμένης κιβωτού: μια σαγηνευτική αφηγηματική πολυτροπία με νοηματικές συνδέσεις  (play, voice over, pause).
Στο 16: Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται. Αποκοπές, συγκοπές, ολοκληρώσεις. Μια σεκάνς σε τεκτονικές μετακινήσεις. Μονολογικοί διάλογοι και διαλογικοί μονόλογοι. «Αν φύγεις, κλείσε την πόρτα. Δεν περιμένω πια κανέναν».
Είναι αλήθεια πως οι διακυμάνσεις αυτών των πληθωρικών αναφορών εμφανίζουν τις εκδοχές μιας υποκειμενικής αλήθειας που παράγεται κάθε φορά από την ρεαλιστική δυναμική ενός οπτικού νοήματος. Οι καθημερινοί χαρακτήρες, πραγματικοί ή φανταστικοί είτε ήταν θεατές, αρχαιολόγοι, ιστορικοί ή εργαζόμενοι γυρίζουν στον ερημικό τόπο σαν τη νυχτοπεταλούδα στην λάμπα. Μόνο που το φως δεν καίει και «η οθόνη σκοτεινιάζει».
Η υποκειμενοποίηση μιας οντολογικής εκκρεμμότητας ανάμεσα στο περατό και το άπειρο είναι που καθορίζει και την ποιότητα της υπαρξιακής μας κίνησης. Και ο Δημήτρης Χριστόπουλος αποβλέπει σ’ αυτήν με την πιο δυνατή αίσθηση της συνομιλίας του ανθρώπου με την ιστορία, την πραγματικότητα, τις χωροχρονικές ενδείξεις, την αλήθεια, τον χρόνο, την παρουσία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1]

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.