ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ο φίλος του, ο Παύλος, λίγες μέρες πριν είχε αφήσει τα εγκόσμια. Δεν είχε προλάβει να ζήσει τα πρώτα χρόνια της σύνταξης, των γαλήνιων γηρατειών του. Οι δυο φίλοι γνωρίζονταν από τα παιδικά τους χρόνια και σαν πέρσι ήταν παραμονή των Χριστουγέννων, όταν συναντήθηκαν.
Τότε, είχαν καθίσει σε ένα μικρό καφενείο κοντά στο λιμάνι. Ήταν χειμώνας, μα έξω έμοιαζε με άνοιξη και φύσαγε ένα αχνό αεράκι. Έβλεπαν τα φέρι μποτ να έρχονται αργά και να φεύγουν, τους γλάρους να βυθίζονται ξαφνικά σαν να έπαιζαν με τη θάλασσα.
Ο Ανδρέας ήθελε να ακούσει σχόλια για ένα βιβλίο του. Είχε γράψει ένα βιβλίο με βιωματικό περιεχόμενο. Και με αφορμή αυτό το βιβλίο είχε καλέσει τον φίλο του σε συνάντηση για να μιλήσουν.
Στη συζήτησή τους αναφέρθηκαν σε γεγονότα της μακρινής εποχής των παιδικών τους χρόνων και σε βιώματα που περιέχονταν στο βιβλίο, μα δεν ήταν σίγουρο αν υπήρχε κάτι που τους συγκρατούσε, για να μιλήσουν ελεύθερα, για να γνωστοποιήσουν ο ένας στον άλλον τις ενδόμυχες σκέψεις τους.
Ο Παύλος κάποτε είπε: « Η ψυχή και η σκέψη μοιάζει σαν την κινούμενη άμμο. Πάντα υπάρχει ο διχασμός, τα διλήμματα κι ένα διαρκές ερώτημα για το ποιοι τελικά είμαστε. Οι μνήμες που μας καθορίζουν, μας ακολουθούν και άλλες φορές μας καταδυναστεύουν. Φαίνεται περίεργο, αλλά είναι αλήθεια ότι, τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50, εσύ στάθηκες κοινωνικά προνομιούχος όσο λίγοι. Αυτό όμως δεν σε εμπόδισε να γίνεσαι ένα με όλους».
Και ύστερα, σα να μη συνδεόταν με όσα προηγούμενα ειπώθηκαν, κατέληξε:
«Οφείλω να σου το πω….Τώρα που η κλεψύδρα αδειάζει την σκόνη της, δεν ξέρω αν προλαβαίνουμε να πούμε κάποιες συγνώμες και κάποια σ’ αγαπώ!».
Ο Ανδρέας ήθελε να μιλήσει κι αυτός, να πει αυτά που δεν ήξερε ο φίλος του, να του εξηγήσει ότι δεν έπρεπε να στέκεται στο απατηλό φαίνεσθαι, σε ό,τι ο φίλος του θεωρούσε κοινωνικό προνόμιο γι’ αυτόν.
Αλλά είπε μόνο: «Προπαντός έχουν σημασία τα συναισθήματα και οι ευαισθησίες του καθένα, προκειμένου να ενσωματώνεται, να δημιουργεί και να συμμετέχει, παρά την όποια κοινωνική διαφορά και την οικονομική άνεση, που μπορεί να τον αποπροσανατολίζουν. Είναι τα ιδιαίτερα βιώματα του καθένα, αυτά που τον πλήγωναν και τον απέτρεπαν στο να πραγματώσει το βαθύτερο εαυτό του, αυτά ταυτόχρονα τον καθόριζαν και τον ωθούσαν να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να ανελιχθεί ψυχικά». Αλλά μετά δεν θέλησε να αναπτύξει παραπέρα αυτή τη συζήτηση και σταμάτησε να μιλά.
Κάποτε η συνομιλία τους είχε φτάσει στο τέλος της, μα δεν τους είχε φανεί παράξενο το γεγονός ότι περισσότερο είχαν σιωπήσει κι ότι ελάχιστα είχαν και οι δυο μιλήσει γι’ αυτό που τους ένωνε, παρόλο που στο βάθος έμοιαζαν μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερού….
Μακριά στο βάθος του ορίζοντα, έβλεπαν να υψώνεται η Βαράσοβα, λουσμένη στο πορφυρό χρώμα του ήλιου, που έδυε στο Ιόνιο Πέλαγος. Έτσι όπως κάποτε την είδε με τα μάτια του, περνώντας από την περιοχή, ο συγγραφέας Μιχαήλ Μητσάκης…. Μετά χώρισαν, ανταλλάσσοντας ευχές για υγεία με σφιχταγκάλιασμα και ασπασμούς.
Ήταν τέλη Οκτώβρη όταν ο Παύλος έστειλε στο φίλο του ένα μήνυμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: «Φίλε μου, σου είχα υποσχεθεί ότι σύντομα θα επανέλθω. Στις ιστορίες του βιβλίου σου διέκρινα αυτό που συμβαίνει και σε μένα. Είχες την τύχη να μείνεις για πολλά χρόνια στην γενέτειρα, οι εικόνες, τα πρόσωπα, τα γεγονότα έχουν καταγραφεί ξεκάθαρα στα γραπτά σου. Εσύ κατάφερες να κάνεις ένα γλυκόπιοτο λικέρ!
Είναι τα γραπτά μας που γίνονται ταξιδιάρικα πουλιά από την στιγμή που θα φύγουν από την θαλπωρή του γραφείου μας. Τότε μπορεί να γίνουν τραγούδια, πίνακες ζωγραφικής, μπορεί και συνθήματα σε κάποιο τοίχο.
Το σίγουρο είναι ότι μπορεί μετά ο καθένας να τα ερμηνεύσει όπως θέλει. Ενδεχομένως, ο δημιουργός να ανακαλύψει πλευρές του εαυτού του, που δεν κατόρθωσε ως τότε να γνωρίσει, ίσως αυτό είναι που θα τον κάνει καλύτερο.
Δεν έπαψα ποτέ να σε σκέφτομαι. Είσαι από τις πιο ευχάριστες βαθιές μνήμες μου. Και σε ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες να εκφράσω τα παραπάνω. Καλό συναπάντημα!». Και έμελλε αυτό να είναι το τελευταίο αποχαιρετιστήριο μήνυμα που έγραψε στον φίλο του.
Τώρα, ο Ανδρέας σκεφτικός, βάδιζε αργά στην κεντρική λεωφόρο, τη νοτισμένη από τη βροχή, ανάμεσα σε βιτρίνες στολισμένες και σε ανθρώπους που βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους. Δεν ήταν ένας από αυτούς που περίμεναν αδημονώντας τις γιορτές, αλλά και δεν ήταν ένας από αυτούς που προσπαθούσαν να είναι μόνοι.
Από μικρός δεν του άρεσαν οι μέρες αυτές και έβλεπε στοχαστικά τους άλλους να τρέχουν τριγύρω του. Αυτός μόνο έβρισκε καταφύγιο σε εσωτερικές αναδρομές και σε σκέψεις ανασκόπησης για το χρόνο της ζωής του που είχε περάσει.
Στην τσέπη του παλτού του είχε το τελευταίο μήνυμα του φίλου του. Το μήνυμα που τον έκανε να σκέφτεται, τα όσα δεν είχαν προλάβει να ειπωθούνε. Δεν ήταν σίγουρος πάλι, ότι θα μπορούσε να τον κατανοήσει ο φίλος του. Ένιωθε ότι η αλήθεια σε ό,τι ζούμε βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Και ότι θα πρέπει να ψάχνουμε το βαθύτερο νόημα, αλλιώτικα, δεν είναι σίγουρο, αν σε όλη μας τη ζωή δεν θα μοιάζουμε σαν υπνωτισμένοι.
Ύστερα, κατάλαβε ότι έπρεπε να επιταχύνει το βήμα του∙ ο ήλιος ήταν κρυμμένος μέσα σε μαύρα σύννεφα και ολοένα δυνάμωνε η βροχή, που έπεφτε ορμητικά πάνω στα κράσπεδα, πάνω στη υγρή άσφαλτο, που λαμπύριζε από τα φώτα των φανοστατών του δρόμου.