- Ποια ήταν η αρχική σας έμπνευση για τη συλλογή «Η περιοδεία του δέους»; Πώς σας επηρέασε προσωπικά η περίοδος της πανδημίας;
Η αρχική μου έμπνευση ήταν ασφαλώς… ιογενής. Θα έλεγε κανείς, αντιποιητική. Ώστε την παράδοξη επιμονή μου στην στιχουργική «πραγμάτευση» του θέματος της πανδημίας να την δικαιολογεί μόνο και μόνο η προσωπική μου κλίση στον στίχο. Πού και πού βέβαια η πεζή εχθροπαθογενής πραγματικότητα μού επέβαλε και τον πεζό λόγο, έστω ως σάτιρα μιας κατ΄ ουσίαν σουρεάλ κατάστασης. Τουλάχιστον πάντως η πανδημική περίοδος μάς στέρησε το προνόμιο του εθνικού διχασμού. Συνωμοσιολογικές θεωρίες και η διαμάχη για τα εμβόλια πήραν παγκόσμιες διαστάσεις. Η επίθεση του κορωνοϊού στα θύματά του (ο θάνατος των οποίων ωστόσο υπερέβαινε τις προθέσεις του, αφού θα συμπαρέσυρε και τον ίδιο) προκάλεσε, όπως κάθε πόλεμος, την ανάγκη της άμυνας. Με διαφωνίες έστω και παραφωνίες. Η επιστήμη επιβεβαίωσε την πανάρχαιη αρχή «Ο τρώσας και ιάσεται». Ας τη διακρίνουμε από την, αν όχι αθέμιτη, πάντως χρηματιστηριακού τύπου, κερδοφορία των φαρμακευτικών εταιριών. Στο πλαίσιο της άμυνας αντιλαμβάνομαι και τον (εξορκιστικό) ρόλο της τέχνης. Αυτή ήταν η δική μου άμυνα, κάνοντας όμως και χρήση, εν γνώσει των κινδύνων, και των όπλων, που η επιστήμη εσπευσμένως μάς διέθεσε.
- Η συλλογή θίγει ζητήματα όπως οι κοινωνικές διαμάχες και οι αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις. Ποια ήταν η πρόθεσή σας όταν προσεγγίζατε αυτά τα θέματα;
Όσο αξιοθαύμαστα είναι τα ανθρώπινα έργα, τα ανθρώπινα επιτεύγματα και στην επιστήμη και στην τέχνη, τόσο απογοητευτική αποδεικνύεται η ανθρώπινη φύση. Μοιάζει δυστυχώς μ’ εκείνη του σκορπιού, που υποσχέθηκε στον βάτραχο να μην του επιτεθεί, αν ο τελευταίος δεχθεί να τον περάσει στην απέναντι όχθη ενός ποταμού. Το τσίμπημα του σκορπιού στον βάτραχο κατά τη διαδρομή με τη μοιραία κατάληξη και των δύο, ο σκορπιός το δικαιολόγησε με τη φύση του. Η τέχνη παρατηρεί το δράμα της ανθρώπινης φύσης και προειδοποιεί, αλλά η σύμφυτη και αξεχώριστη με το περιεχόμενο του μύθου αισθητική του μορφή θα είναι πάντα το σκοπούμενο της τέχνης, που αποτελεί και την αυτοτελώς νοούμενη ηθική της δικαίωση. Αυτή είναι και η δική μου πρόθεση, όταν, όπως λέτε, προσεγγίζω (ποιητικά) τις ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά όπως γνωρίζετε, το αποτέλεσμα των (καλών) προθέσεων συχνότατα δεν τις δικαιώνει. Στην πολιτική είναι γνωστό το αξίωμα «Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Ως προς την ποίηση πάντως, ας μην υπερβάλουμε. Ένα κακό ποίημα δεν είναι δα και η κόλαση.
- Σε ποιον βαθμό πιστεύετε ότι η τέχνη, και ειδικά η ποίηση, μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά σε περιόδους κρίσης;
«Εις σε προστρέχω, τέχνη της ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα». Δεν είναι μόνο η «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού (φανταστικού) εν Κομμαγηνή (595 π.Χ.), που αναφέρεται ουσιαστικά στην περίοδο κρίσης ηλικίας του Καβάφη στα 58 του χρόνια. Αλλά η διαχρονική ισχύς του στίχου, που επιβεβαιώνεται σε κάθε περίοδο και κάθε είδος κρίσης (οικονομικής, πανδημικής ή άλλης, επιβαρυντικής της προσωπικής μας ζωής).
- Έχετε εκδώσει δεκάδες ποιητικές συλλογές. Πώς εξελίχθηκε η προσέγγισή σας στην ποίηση με την πάροδο του χρόνου;
Αν (σύμφωνα με την ρήση του Τίτου Πατρίκιου, που αποτελεί και τίτλο συλλογής του), με βρίσκει πού και πού η ποίηση, η δική μου προσέγγιση έχει λίγο πολύ τεχνικό, ή, αν θέλετε, αισθητικό χαρακτήρα. Η πάροδος του χρόνου με βοήθησε ίσως να απαλλάξω τους στίχους μου από τα κατά Σεφέρη μαλάματα. Αν αυτό σημαίνει και ωριμότητα δεν το ξέρω. Άλλωστε δυσπιστώ στις δοκιμιακές και κριτικές θεωρίες. Το ποιητικό αποτέλεσμα, δηλαδή το συγκεκριμένο ποίημα μετράει. Ακόμη όμως και αυτό, ο καθένας το μετράει διαφορετικά.
- Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποίημα από αυτή τη συλλογή και γιατί;
Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω κάποιο, ασφαλώς ούτε σαν κριτικός του εαυτού μου, αλλά ούτε και σαν πατέρας, κατά την γνωστή άποψη, ότι και τα πονήματα ενός δημιουργού τέκνα του εισίν. Αν έβαζα πάντως κάποιο τίτλο ποιήματος σαν μότο της συλλογής θα διάλεγα την «γεγυμνωμένη μάσκα».
- Πώς βλέπετε τη θέση της ποίησης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Υπάρχει χώρος για ποιητική έκφραση σήμερα;
Όσο υπάρχει το έμβιο ον άνθρωπος, η ποιητική έκφραση δεν θα εξαφανιστεί. Μην τη μπερδεύουμε με τη μηδενική σχεδόν εμπορική απήχηση των ποιητικών βιβλίων. Είναι κι αυτά βέβαια υπεύθυνα, πολλά με τη δυσνόητη γραφή, αλλά δεν είναι αυτό το κύριο αίτιο. Η παιδεία, που βασίζεται σε ανέμπνευστη ξηρά φιλολογική προσέγγιση της νεοελληνικής, για να μην μιλήσουμε για την τραγική διδασκαλία της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, αποθαρρύνει τους μαθητές και τους απομακρύνει από το αναγνωστικό τους μέλλον ειδικά στην ποίηση. Αφού αντικαθιστά την απόλαυση με την ανάλυση. Την ερωτική σχέση προς ένα ζωντανό κορμί με ένα μάθημα ανατομίας επάνω στο ναρκωμένο ποιητικό σώμα. Αλλά αυτό κάποια στιγμή ξυπνά και δραπετεύει. Ακόμη κι από τις στήλες κριτικής. Ακόμη κι από τις αίθουσες των προς τιμήν του ποιητικών εκδηλώσεων. Συχνά συναντά την αδελφή ψυχή στην ποίηση των στίχων. Στο τραγούδι, το πάλαι ποτέ ελαφρό ή το ρεμπέτικο, το λαϊκό (συν καψούρικο) και το δημοτικό, το χορευτικό και το μοιρολόι. Δυό πόρτες έχει η ζωή. Η ποιητική έκφραση είναι παντού. Έτσι ήταν πάντα. Και η σπουδαία και η μέτρια. Και έτσι συμβαίνει το φαινομενικά αντιφατικό. Η αποχή των ανθρώπων από το διάβασμα της ποίησης (δηλαδή από την αισθητική απόλαυση, που προϋποθέτει κατανόηση, πνευματική και ψυχική συμμετοχή) να μην απονεκρώνει την ανάγκη της ποιητικής έκφρασης. Ιδιαίτερα, όταν αυτή προκαλείται είτε από την ερωτική απογοήτευση είτε από τον ακόμη πιο ακραίο ψυχικό πόνο. Πόσοι κοινότοποι έστω, αν και όχι πάντα άτεχνοι, στίχοι χαράζονται στους κορμούς δέντρων και στα μάρμαρα τάφων. Η ανάγκη ποιητικής έκφρασης αποδεικνύεται επίσης από τις εκατοντάδες κάθε χρόνο εκδόσεις ποιητικών βιβλίων, που ικανοποιούν έστω την (μωρο)φιλοδοξία της αναγνωρισιμότητας των αυτοαποκαλουμένων ποιητών (εμού συμπεριλαμβανομένου), αλλά και το εκ των αυτοχρηματοδοτήσεων ταμείο των εκδοτών. Τη μερίδα του λέοντος στη δημοσιοποίηση της αυτοποίησης κατέχει φυσικά το διαδίκτυο, στο ομιχλώδες τοπίο του οποίου το σπάνιο καλό (τουτέστι δημοσιεύσιμο) μπερδεύεται με το μεγάλης ποσότητας υλικό συρταριού (ελέω ιντερνετικού δημοκρατικού δικαιώματος). Μονότονα επαναλαμβανόμενο ακούγεται και γράφεται «Οι Έλληνες γράφουν, αλλά δεν διαβάζουν». Θα δούμε άραγε σύντομα και ποιητικά κείμενα στα greeklish του διαδικτύου από τη σημερινή γενιά του κινητού; Το τελευταίο πάντως φαίνεται να καταφέρει το τελειωτικό πλήγμα στο γόνιμο διάβασμα. Η καταχρηστική χρήση του κυρίως από τα παιδιά και τους εφήβους, που συσσωρεύει πληροφοριακά και μόνον σκουπίδια στον αδιάπλαστο ακόμη εγκέφαλό τους. Από την άλλη πλευρά, πέρασε βέβαια ανεπιστρεπτί η εποχή της «Διάπλασης των παίδων», αλλά, όπως είπα, δεν εξαλείφθηκε η ανάγκη της (ποιητικής) έκφρασης. Το αν θα βρει δημιουργική ανταπόκριση η ποιότητά της, αυτό θα εξαρτηθεί και από τους λίγους έστω εκείνους επαρκείς και ευαίσθητους και απαιτητικούς αναγνώστες, η ύπαρξη των οποίων είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση και τη λειτουργία του ποιητικού εγχειρήματος. Δεν μπορώ πάντως να φαντασθώ, ότι το έμφυτο ποιητικό ταλέντο θα εκλείψει. Τότε θα μιλάμε για ένα άλλο έμβιο ον, όχι για άνθρωπο. Όσο για την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία, απ’ ό,τι ακούω μπορεί να σου φτιάξει στο πι και φι ένα (καβαφικό ας πούμε) ποίημα, σύμφωνα με τις ανθρώπινες εντολές (προδιαγραφές) που θα της δοθούν, το πολύ πολύ να επιβαρύνει τα δικαστήρια με μηνύσεις κατά των εντολέων της, με τον τρόπο δηλαδή, που διώκεται σήμερα ένας (ικανός αλλά απατεώνας) αντιγραφέας ζωγράφος. Θα δυσκολευτεί βέβαια ο δικαστής, αν το (ποιητικό) προϊόν της μηχανής ενσωματώνει, πάντα κατά τις ανθρώπινες οδηγίες, διαφορετικά στοιχεία μη υπαγόμενα στο ύφος και την τεχνοτροπία συγκεκριμένου δημιουργού, αλλά αποτελεί μείγμα διαφόρων, ακόμη και αυτού του εντολέα. Προσποιείται δηλαδή κάτι το αυθεντικό και πρωτότυπο, ενώ αποτελεί εκ πολλαπλών αντιγραφών κατασκεύασμα. Θα επιτύχει σε αυτή την διάγνωσή του ο δικαστής, αν αποτύχει στην ενσυναίσθησή του με αυτό το φρανγκενστάϊνικό δημιούργημα. Έστω και αν, αδυνατώντας να εντοπίσει τον ανθρώπινο παράγοντα (εντολέα), αποδείξει σε αυτή τη δυσοίωνη (μάλλον όχι πολύ μακρινή) εποχή τη δική του ανθρώπινη φύση. Σκοτεινή, όπως είδαμε, αλλά προτιμότερη από την άψυχη μιας ανθρωπομηχανής.
- Τι σας συγκινεί περισσότερο όταν οι αναγνώστες σας μοιράζονται τις εντυπώσεις τους για το έργο σας;
Το μονολεκτικό τους σχόλιο για ένα ποίημα «μου αρέσει». Το «δεν μου αρέσει», με στενοχωρεί ασφαλώς, πολύ περισσότερο μάλιστα κι απ’ όσο ένα προηγηθέν «μου αρέσει», άλλου ή άλλων αναγνωστών για το ίδιο ποίημα. Συγκίνηση επίσης μού προκαλεί το γεγονός να βρεθεί έστω κι ένας αναγνώστης, που δεν με γνωρίζει προσωπικά.
8.Η σχέση σας με την ποίηση είναι μακρόχρονη και βαθιά. Αν μπορούσατε να επιστρέψετε στον νεότερο εαυτό σας ως ποιητή, τι θα του λέγατε;
Δεν θα ‘σαι ευτυχής, που θα γεράσεις, αλλ’ ας μην είσαι κι αχάριστος.
- Υπάρχει κάποια δημιουργική ιδέα ή νέο έργο που βρίσκεται σε εξέλιξη και μπορείτε να μας μιλήσετε για αυτό;
Υπάρχει μία συλλογή, αλλά δεν έχω ιδέα, αν και πότε θα εκδοθεί.
Βιογραφικό
Ο Θεόδωρος Π. Ζαφειρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Κατάγεται από τη Λάρισα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Έχει εκδώσει 22 ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά και αλβανικά.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα του: zaphirioutheodoros.com