Ο Λένιν πέθανε 54 ετών στις 21 Ιανουαρίου 1924
Την 1η Απριλίου 1924 ο Αδόλφος Χίτλερ καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκιση για τη συμμετοχή του στο “Πραξικόπημα της μπιραρίας”, αλλά θα εκτίσει μόνο εννέα μήνες στη φυλακή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γράφει το βιβλίο Ο Αγών μου.
Ο Κάφκα πέθανε 41 ετών στις 3 Ιουνίου 1924.
Στο θέατρο διαδραματιζόταν μια αυτοκρατορική γιορτή και μια επανάσταση στη συνέχεια κι ο Κάφκα μας δίνει τις σκηνικές οδηγίες: «Όλα ήταν θέατρο, εγώ πότε πάνω στον εξώστη, πότε στη σκηνή […] το σκηνικό ήταν τόσο μεγάλο ώστε δε φαινόταν τίποτα άλλο, ούτε η σκηνή ούτε η πλατεία ούτε το σκοτάδι ούτε τα φώτα της ράμπας». [από όνειρο του Κάφκα που αποδελτίωσε ο Φελίξ Γκουατταρί].
Κι όλα έμειναν στη μέση ή λίγο έπειτα απ’ αυτήν για τον έναν. Για τον άλλον ακριβώς στη μέση αν τότε το προσδόκιμο ζωής ήταν ανάμεσα στα εξήντα ή λίγο παραπάνω. Οι ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης πάντως ζούσαν ως τα βαθιά γεράματα. Ο ένας εβραίος, θρησκευτικά όχι πολύ επιμελής. Ο φίλος, και μετά θάνατον εκδότης του, τον ξεσηκώνει. Να πάμε του λέει τώρα που αρραβωνιάστηκες κιόλας μια Εβραία, και μάλιστα σιωνίστρια, στην Παλαιστίνη. Πολύ νωρίς ακόμα. Σήμερα ξέρουμε. Καμιά φορά η γνώση μας καθηλώνει. Και η καθήλωση σε μια ιδέα, σε μια πίστη μπορεί να φανεί καταστροφική.
Κανείς τους δεν είναι άκαρδος ωστόσο. Ο Φραντς δεν έχει λόγους να είναι. Αλλά πάσχει από μια δυσανεξία προς τους άλλους. Η ύπαρξή τους τον καταπιέζει. Τον ενοχλεί. Το γέλιο τους «θέ μου, το [φρικτό] γέλιο των ανθρώπων». Η αγαπημένη Ότλα, καλόκαρδη. Μαζί μεγάλωσαν. Ανταλλάσσουν επιστολές και αναμνήσεις. Θα πεθάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η αγαπημένη Μίλενα. Της γράφει. Ο Φραντς μόνο αυτόν τον τρόπο έχει, μόνο αυτόν τον τρόπο ξέρει. Μ’ αυτόν τις αγαπά. Και την Ότλα και τη Μίλενα και τη Ντόρα. Ακόμα και τη Φελίτσε που όταν χρόνια μετά το θάνατό του βρέθηκε σε μια οικονομική ανάγκη πουλά τις επιστολές του. Η Φελίτσε μετά που ο Κάφκα την εγκατέλειψε για δεύτερη φορά, διαλύοντας και τον δεύτερο αρραβώνα μαζί της, έκανε αυτό που φοβόταν εκείνος να κάνει μαζί της, παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Ο Κάφκα είχε για το γάμο μια εφιαλτική εικόνα. Τον έβλεπε σαν ικρίωμα.
Υποχρεώθηκε από την οικογένεια της να βρεθεί ενώπιόν της και να εξηγήσει τους λόγους της απόφασής του. Αυτή η σκηνή διαδραματίστηκε στο ξενοδοχείο Ασκανική αυλή όπου αποκαλύφθηκε η παράλληλη σχέση του με τη Γκρέτε Μπλοχ. Ο Κάφκα είχε το ταλέντο να ξεγλιστράει. Αυτή η σχέση έμεινε στο σκοτάδι και δεν διευκρινίστηκε αν αυτή ευθυνόταν για τη διάλυση του αρραβώνα με τη δεσποινίδα που το όνομά της δεν αρκούσε για να την κάνει ευτυχισμένη. Αυτή η νύχτα πάντως στην Ασκανική αυλή δεν ήταν μόνο η αφορμή της Δίκης αλλά και το περιεχόμενό της, όπως ισχυρίζεται σε μια εύστοχη μελέτη του ο Ελίας Κανέτι.
Για τον Εβραίο της Πράγας γράφω σήμαινε ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό. Ωστόσο δεν είχε χρόνο. Ήταν άρρωστος. Ένιωθε τόσο μικροσκοπικός, ενώ όλοι τους ήταν υπερβολικά ψηλοί καθώς στέκονταν τριγύρω μου και τον δίκαζαν.
Είμαι ένας άνθρωπος που ψεύδεται ασύστολα, δεν ξέρω άλλο τρόπο για να διατηρώ σταθερή την ισορροπία μου, το σκάφος είναι σαθρό, λέει.
Έπρεπε να μείνει ξαπλωμένος, έπρεπε να μη ματώνουν τα πνευμόνια του, έπρεπε να αναπνεύσει πριν η αρρώστια τον σκοτώσει. Έπρεπε να προλάβει να γράψει. Έπρεπε να ερωτευτεί, να νιώσει τον κατανοητικό έρωτα της Μίλενας που κι αυτή πέθανε από τις κακουχίες του εγκλεισμού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück, την πλέρια αγάπη της Ντόρας που το σπάραξε τόσο, μπροστά στους δυστυχισμένους γονείς του, που κάποτε φανταζόταν πως όταν ψόφαγε ως σκαθάρι θα τον σάρωνε το σάρωθρό τους στα χέρια της υπηρέτριας.
…ήταν κυρίως απαραίτητο, εάν ήθελε να φτάσει ως το τέλος, να εξαλείψει εκ προοιμίου κάθε ιδέα ενοχής, λέει στη Δίκη.
«Στο πρόσωπο του Λένιν έχουμε τον άνθρωπο που φτιάχτηκε γι αυτή τη σκληρή και ματωμένη εποχή».
Λέων Τρότσκι, Μόσχα, 1924
Εξαντλημένος ο Φραντς. Πάει να πει πιο πολύ από κουρασμένος. Ο κουρασμένος μπορεί να ξεκουραστεί. Ο εξαντλημένος όχι.
Ο άλλος είναι κάτι περισσότερο από εξαντλημένος. Τα αλλεπάλληλα εγκεφαλικά τον έχουν εξουθενώσει. Ο Κάμενεφ, ο Μπουχάριν κι ο Τρότσκυ προδίδουν την τελευταία επιθυμία του. Κάθονται και αδρανούν ροκανίζοντας το μελλον της επανάστασης. Συγκαλούν την Κεντρική επιτροπή και παίρνουν την απόφαση να μη δημοσιεύσουν στην Πράβδα την αλήθεια για τον βυσσοδομούντα Στάλιν. Έχουν αρχίσει να τον φοβούνται. Βλεπουν πως εκείνος θα πεθάνει οσονούπω κι ο Στάλιν θα τον διαδεχτεί. Ο Βλαδίμηρος σκέφτεται με όρους ανθρωπότητας αλλά δεν εξατομικεύει. Σκέφτεται πως αν δρα για το καλό της ανθρωπότητας παλεύει για την ευτυχία του ανθρώπου. Ξέρει καλά πως δεν είναι έτσι. Αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ακούει τους ψιθύρους των. Υποψιάζεται. Υποπτεύεται. Αλλά έχει χάσει τη φωνή του. Ο μόνος που μιλά με όλη του τη φωνή ακόμα είναι ο ποιητής συνονόματός του άλλωστε. Ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, το σύννεφο με παντελόνια φλέγεται από το πάθος για την επανάσταση:
[…]
Ένας βοθροκαθαριστής
και νερουλάς μαζί ‘ναι η αφεντιά μου,
που εκλήθηκα
κι επιστρατεύτηκα από την επανάσταση.
Από των αφεντάδων τους ανθώνες έφυγα
και στο μέτωπο τράβηξα.
. . .
[…]
ως ζωντανός προς ζωντανούς
θα σας μιλήσω.
. . .
Ο στίχος μου
τον όγκο των ετών
θα σκίσει
και θα προβάλει
βαρύς,
τραχύς,
μα κι ορατός ακόμη,
ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας
το υδραγωγείο πουχαν χτίσει
οι δούλοι κάποτε
στη Ρώμη […]
Οι στίχοι μου στέκουν βαρείς
σαν το μολύβι καμωμένοι,
για θάνατο έτοιμοι και για
την αθάνατη δόξα των ετών.
[Αποσπάσματα από το Μαγιακόβσκη, Ποιήματα
Απόδοση Γιάννη Ρίτσου 1930].
Κι έχουν περάσει μόλις επτά χρόνια από την Μεγάλη Σοβιετική επανάσταση και τέσσερα από τη λήξη του εμφυλίου. Σχεδόν τίποτα δεν πρόλαβε ο Βλαδίμηρος Ιλίτς ούτε ένα πεντάχρονο πλάνο, την ενδυνάμωση και την εδραίωση των Σοβιέτ. Ανησυχεί. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να κάνει. Ούτε τον Στάλιν να εμποδίσει. Ούτε διάδοχο να ορίσει.
Το 1905 ήταν αλλιώς. Όταν εκτέλεσαν τον αδελφό του ήταν αλλιώς. Ήταν αλλιώς κι όταν αυτοεξόριστος, κυνηγημένος περιφερόταν στην Ευρώπη στενεμένος, ψάχνοντας βοήθεια. Πάντως αν και κατοικούσε λίγο πιο κάτω από το Καμπαρέ Βολταίρ μυρωδιά δεν πήρε επαναστατικό νταντά. Είχε άλλα στο νου του.
Αλλά όταν πέρασε από το Παρίσι επισκέφτηκε το Λούβρο όπως κάθε σοβαρός τουρίστας. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν καν το έπος του οποίου υπήρξε πρόξενος και δημιουργός. Κάποιοι άλλοι δεν παραδέχθηκαν την επικράτησή του, το τραγικό μεγαλείο του.
Αυτούς και τους προηγούμενους είχε στόχο ο Μαγιακόφσκι όταν έλεγε:
Τώρα-
τον Λένιν
να ιστορήσω ήρθε καιρός·
όχι πως έχει
το πένθος
απολείψει,
είναι γιατί
μεμιάς
ο πόνος ο σκληρός
συνειδητή,
καθάρια έγινε θλίψη.
Χρόνε,
βρόντα
τα συνθήματά του κεραυνούς-
μήπως
θα το ρίξουμε στα κλάματα;
Λένιν –
ζωντανότερος
κι από τους ζωντανούς,
είν’ η γνώση μας,
η δύναμη
και τ’ άρματα.
Αυτό είναι απόσπασμα από ποίημα για τον Λένιν που έγραψε ο ποιητής το 1923/1924, αν και ο Λένιν καθόλου δε σεβόταν τον Μαγιακόφσκι για τα ποιήματά του αλλά και τους Ρώσους φουτουριστές. Τους έβρισκε ακατανόητους κι επιτηδευμένους που οι εργάτες δεν καταλάβαιναν. Έτσι ο Μαγιακόφσκι δυσκολεύτηκε πολύ να τυπώσει το ποίημα 150.000.000. κι αυτό χάρη στον φωτισμένο επίτροπο Ανατόλι Λουνατσάρσκι. Κι όταν το διάβασε ο Λένιν ξεσπάθωσε: «Δεν είναι ντροπή να ψηφίζετε υπέρ της έκδοσης του 150.000.000 του Μαγιακόφσκι σε 5.000 αντίτυπα. Βλακείες, μωρολογίες, επιτήδευση, μεγαλομανία, έργο παράλογο κι εξωφρενικό… όσο για σας Λουνατσάρσκι σας χρειάζεται μια μομφή για το φουτουρισμό σας».
Αλλά ο ποιητής που δεν είχε ούτε μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μένει πάντοτε χρεώστης απέναντι στον κόσμο συμβούλευε:
Μην κάνετε τον Λένιν στάμπες.
Μην τυπώνετε το πορτραίτο του σε πλακάτ
[…]
Μην κάνετε τον Λένιν μπρούντζο.
Μην του αφαιρείτε το ζωντανό του βάδισμα
και το ανθρώπινό του πρόσωπο
που ο ίδιος μπόρεσε να διαφυλάξει
ποδηγετώντας την ιστορία.
Ακόμα ο Λένιν είναι της γενιάς μας άνθρωπος
Ζωντανός με τους ζωντανούς
αφήστε τον να είναι ζωντανό όχι πεθαμένος-
[…] αλλά μην τον αγιοποιήσετε. […]
- μην εμπορευτείτε τον Λένιν.
Κι οι δικοί του τον ταρίχευσαν σαν να ήταν ένα ατίθασο ζώο και τον μετέτρεψαν σε έκθεμα σε μουσείο, από κείνα που ο μακαρίτης δεν επισκέφθηκε ποτέ. Και η προτροπή του Μαγιακόφσκι πήγε περίπατο.
Όσο για τον Κάφκα πέθανε 4 περίπου μήνες μετά το θάνατο του Λένιν στην αγκαλιά της Ντόρας Ντυμάντ.
Ή όπως τον αποχαιρετά ο Μίλτος Σαχτούρης:
Ο Φραντς Κάφκα […] τώρα μες τον τάφο του/δε λέει ακόμα να ησυχάσει./Κάθε βράδυ βγαίνει/και δε γνωρίζει πια αυτή την Πράγα./ Ρωτάει για κάποιον Κάφκα δεν τον γνωρίζουμε, λένε/ για κάποιον Κάφκα-πουλί που έζησε εδώ/και πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, ρωτάει./ Όχι του λένε ο Choucas το πουλί/ έχει χρόνια πολλά να φανεί σ’ αυτή/ την πόλη και άι στο διάβολο του λένε». [Kavka: Choucas, πουλί από το οποίο πήραν το όνομα οι Κάφκα].
Σημείωση:
-Φελίξ Γκουατταρί, 65 όνειρα του Φραντς Κάφκα, μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, Πατάκης 2012
-Elias Canetti, Η άλλη Δίκη, Τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Scripta, 2002
-ΕΛΕΝ ΚΑΡΕΡ ΝΤ’ ΕΝΚΩΣ, Λένιν, μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004β’ έκδοση.