You are currently viewing Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Έκθεση ζωγραφικής της Άννας Μπελόκα στο Δημαρχείο Περιστερίου

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου: Έκθεση ζωγραφικής της Άννας Μπελόκα στο Δημαρχείο Περιστερίου

«Η τέχνη αναδεικνύει τις αόρατες δυνάμεις που ζωντανεύουν τον αόρατο κόσμο.»

                                                                                                                       ΖΙΛ ΝΤΕΛΕΖ

 

 

Πολύχρωμη παλέτα, ελάχιστος φυσικός φωτισμός, ποικιλία εκφραστικών τάσεων,

ανεξάντλητος συμβολισμός: Το νερό [το λίκνο της ζωής], το προπατορικό φίδι, το μήλο

της γνώσης και της γέννησης [η τομή του σχηματίζει τη γυναικεία μήτρα], η ανθρώπινη

μορφή που δεσπόζει στο κέντρο κάποιων έργων, είναι, μεταξύ άλλων, τα σύμβολα που

χρησιμοποιεί συχνά η ζωγράφος.

Η τεχνική πολυσύνθετη, χωρίς τη λογοκρισία της λογικής, δοσμένη ταυτόχρονα στις

ορμές του πηγαίου ορμέφυτου και στους προκλημένους παροξυσμούς του

υποσυνείδητου. Η απλούστευση των γραμμών, όπως στις εικόνες των κόμικς,

αναδεικνύει το συναίσθημα μέσω της έντονης, χρωματικής αντίθεσης και έντασης. Ο

αέναος κύκλος, το θαύμα του κόσμου που διαρκώς ξαναγίνεται, όχι σαν μυστική

υποβολή, αλλά απέραντα ξετυλιγμένο σε διαδοχικά θεάματα, καθρεφτίζεται

εδώ σε μια ξάστερη μεγεθυντική φαντασία. Ένα κολάζ καταιγιστικού ειρμού

συναισθημάτων, όχι φορέων ατομικών, υποκειμενικών επιχειρημάτων, αλλά

οικουμενικών, φαίνεται να ξεπηδά σαν ανάβρυσμα μέσα από μιαν Ύπαρξη

αλλοτριωμένη. Οι καταιγιστικές, σουρεαλιστικές πινελιές, μπλέκουν με την ενσυνείδητη

έγνοια μιας χαμένης αφοσίωσης προς στο περιβάλλον και τα άλλα όντα.

Εμφανής η έμφυτη ανάγκη ισορροπίας με το ένδον, ενεργεί σαν ελατήριο στις

αυτοματικές παρορμήσεις της υπερρεαλιστικά γυμνασμένης φαντασίας.  Ένας ελεύθερος

κι απροσδόκητος, κάθε στιγμή, συνειρμός εικόνων, συνδέεται περισσότερο με τον

ενδόμυχο ρυθμό παρά με την εξωτερική λογική. Το χέρι φαίνεται ν’ ακολουθεί την ίδια

μέθοδο με τον υπερρεαλιστή ποιητή, δηλαδή την αυτόματη απεικόνιση ενός

ψυχογραφήματος· σαν τη ροή ενός απέραντου ποταμού από τις εσχατιές της ψυχής.

Η Άννα Μπελόκα, όμως, καταφέρνει να κρατηθεί μακριά απ’ τη σύγχιση και την αοριστία

του σουρεαλισμού. Οι πίνακες, αν και αδερφωμένοι με τα όνειρα, σχηματίζονται

διάφανοι και μεταδοτικοί κεντρίζοντας το υποσυνείδητο, ταυτίζοντάς το με την χαμένη

μας ηθική αντίληψη.

Η ζωγράφος, χωρίς να ταράξει την τάξη των πραγμάτων, δημιουργεί μια

φαινομενολογία με δικό της αισθητικό και συναισθηματικό ρυθμό. Η νέα αυτή αισθητική

πραγματικότητα δεν είναι παρά ο παλαιός, ο δικός μας κόσμος που αντιμετωπίζει τον

κίνδυνο της καταστροφής και της εξάλλειψης. Ο φανερά θλιμμένος δυναμισμός,

διακλαδώνεται με χίλιους τόνους ελευθερώνοντας συναισθήματα, θίγοντας συχνά

θέματα οικολογικής ευαισθησίας.

Μια αμιγής κοινωνία, ο κόσμος, που επικοινωνεί μέσω της ενσυναίσθησης·  μια κοινωνία

όχι φυλακισμένη στο Εγώ της, αλλά επικοινούμενη μυστηριακά με την απειρομορφία και

την απεραντοσύνη των πραγμάτων, των αντικειμένων, των στοιχείων, εισβάλλει από τα

λογκωμένα θυρώματα του νου και των αισθήσεων.

Έχουμε την εντύπωση πως η Μπελόκα κινητοποιεί τη φύση στην ολότητά της θέλοντας

να την ξυπνήσει, να υπενθυμίσει την ενότητά της. Η συχνή απεικόνιση του βυθού με τα

έντονα χρώματα, το σκούρο αλλά και το λευκό φόντο, παραπέμπει στον βαθύ ψυχισμό,

στο κρυφό και ανεξάντλητο ασυνείδητο.

Η ζωγράφος επιλέγει κυρίως την παραστατική και όχι την αφηρημένη τέχνη, χωρίς να

στοχεύει στην απλή απεικόνιση, την απομίμηση των εξωτερικών πραγμάτων, αλλά την

εξωτερική και εσωτερική συνάμα κατάσταση, δηλαδή προσπαθεί να οπτικοποιήσει ένα

μίγμα πραγματικότητας, ονείρων και ψυχικών καταστάσεων.

Και στους πίνακες που θυμίζουν αφηρημένο εξπρεσιονισμό, εδώ, ένα διερευνητικό

και επίμονο βλέμμα μπορεί να διακρίνει σαφή περιγράμματα. Οι πολύ μικρές και

πολύχρωμες, μέσα στα περιγράμματα πινελιές, είναι ενδεικτικές του πολύπλοκου

ψυχικού φορτίου που διατρέχει όλους τους πίνακες, οι παραμορφώσεις καθρεφτίζουν το

ωμό συναίσθημα, οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις συγχωνεύονται μέσα σε μιαν

απροσδιόριστη θλίψη.

Η Μπελόκα δεν μας μιλάει με απλές, επεξηγηματικές εικόνες· δίνοντας σημασία τόσο

στην εννοιολογική, όσο και στην εικονολογική διάσταση, φαίνεται να την ενδιαφέρει

περισσότερο η γέννηση εννοιών παρά νοημάτων. Επιδιώκει, δηλαδή, με το έργο της να

ξυπνά την εγκεφαλική δράση, να προβληματίζει, χωρίς να δίνει απαντήσεις.

Τα πινέλα της σχηματίζουν ένα παρόν που βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το

ανεπίστρεπτο παρελθόν, γι’ αυτό, νομίζουμε, και ο μελαγχολικός τόνος της συλλογής.

Τα πορτραίτα -όλα γυναικεία- με τις λευκές και χρωματιστές [σαν λεκέδες] σκιές στα

πρόσωπα, μεταλλάσσονται σε ψυχολογικά τοπία: Το κίτρινο που δίνει χρώμα στα μάτια

του συνοφρυωμένου κοριτσιού, μοιάζει με τον φθινοπωρινό αγέρα που αποξηραίνει

γρήγορα την πολύχρωμη φύση· οι λευκοί λεκέδες φαίνεται ν’ απλώνονται και να

σκεπάζουν το ανεπαίσθητο μειδίαμα στο εμβρυώδες αφρικανικό πρόσωπο. Έτσι η

ζωγράφος, αποτυπώνοντας μια μόνιμη έκφραση αμηχανίας, λύπης ή φόβου,

υπενθυμίζει το άλυτο θέμα της έμφυλης και της φυλετικής βίας. Αυτή, νομίζουμε, είναι

και η φανερή διαφορά από τα έργα των Φωβιστών, η απουσία, δηλαδή, της αισιοδοξίας

και της ζωντάνιας.

Διακρίνεται εύκολα η καθολικότητα των εικόνων, από την ατομικότητα της ζωγράφου.

Τα φυσικά στοιχεία συνενούνται, συμπλέκονται και δρουν αναμεταξύ τους όχι σαν

άνθρωποι, αλλά σαν ένα Ον, σαν μία απαράλλακτη ουσία που, όμως, δεν έχει πλέον την

ιδιότητα του αέναου και αμετάβλητου. Η αμετάβλητη οντότητα των Ελεατών

φιλοσόφων, μοιάζει άλλοτε να ραγίζει στα θεμέλιά της, η φύση σχεδόν αδρανεί,

παγώνει, παραμένει ασάλευτη κι ανήμπορη. Στις δίχως συνέχεια κινήσεων εικόνες, στην

δίχως εντατική οργανική ζωή και εσωτερικό συμβολικό βίο, φαίνεται να κινείται και να

ολοκληρώνεται μονάχα το συναίσθημα και ο ψυχισμός της ζωγράφου. Μια μυστική

εμπειρία που δεν αφορά μόνο τη ψυχή, το πνεύμα, αλλά και το σώμα που ενώνεται με τη

φύση, πάντα διαμέσου του ενστίκτου. Η μητέρα γάτα με τα μωρά της στο στόμα,

εγκυμονεί την αγωνία της διάσωσής τους, τον τρόμο και το άγριο ψυχόρμητο της

επιβίωσης, σ’ έναν δυστοπικό κόσμο.

Αν έμπαινε κάποιος πίνακας σαν προμετωπίδα όλης της συλλογής, αυτός θα ήταν

σίγουρα ο πίνακας με την κόκκινη, βίαια αποκομμένη από το σώμα καρδιά.

Σαν επιλογικό, θα επιλέγαμε εκείνον με τη μικρή αλεπού, στην πλάτη του μικρού

κοριτσιού με το σκυλάκι. Κυριαρχεί το θλιμμένο βλέμμα και των τριών. Το κοινό,

κατάφορτο από απροσδιόριστες εικόνες, ανθρώπινο σώμα παιδιού και σκύλου,

προβάλλει την ανόητη, μονόπλευρη και εγκληματική συνθήκη του ανθρώπινου γένους με

την χλωρίδα και την πανίδα. Το βαθύ πράσινο συμβολίζει την αφοσίωση, την

ανεξαρτησία, την ηθική και την αρμονία του σύμπαντος. O πίνακας μας θύμισε έντονα

τον El Perro του Goya, με το κεφάλι του σκύλου που κοιτάζει με δέος έναν μεγάλο ίσκιο,

ίσως του εσωστρεφή, αφέντη-ανθρώπου.

 

 

Τα έργα της Άννας Μπελόκα, πέρα από τις φαντασμαγορικές απεικονίσεις,

επανατοποθετούν τη ζωή στην πραγματική της διάσταση και πολυτιμότητα·

φωτίζουν δρόμους εξιλέωσης του ανθρώπινου είδους και έχουν σίγουρα θεραπευτική

ισχύ. Στη θέασή τους, δηλαδή, συντελείται μια αυτοψυχανάλυση: οι εικόνες προικίζουν

με ‘’δεύτερες αισθήσεις’’ κάθε αδρανή, άπραγο και ανύποπτο θεωρό, που, χωρίς να

πάψει να είναι άτομο, τον ενώνουν με το χαμένο κάλλος και το νόημα του εννιαίου,

αδιαίρετου σύμπαντος. Κι αυτή η ένωση με τον ολόγυρα κόσμο, καταξιώνεται σαν η

υψηλότερη ποιητική δημιουργία.

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.