Ένα ανώνυμο χέρι ρίχνει μια-μια σφαίρες σε ένα τραπέζι, ένα άλλο χέρι τις παίρνει και υπογράφει σε ένα χαρτί. Είναι το χέρι του Ιμάν, που μετά από 20 χρόνια υπηρεσίας προβιβάστηκε επιτέλους σε Ανακριτή του Επαναστατικού Δικαστηρίου της Τεχεράνης και τώρα παραλαμβάνει το όπλο που του δίνεται για αυτοπροστασία. Η οικογένεια αναβαθμίζεται οικονομικά και κοινωνικά, αλλά η γυναίκα του Ναϊμέ και οι κόρες του Ρεζβάν και Σάνα, οφείλουν – όπως η γυναίκα του Καίσαρα – να υιοθετήσουν συμπεριφορά συμβατή με το πατρικό αξίωμα. Η προαγωγή του Ιμάν συμπίπτει με τις κοινωνικές αναταραχές και φοιτητικές κινητοποιήσεις των ετών 2022-2023, που, με σημείο εκκίνησης τη δολοφονία της Μάχσα Αμινί και με το σύνθημα ‘’Γυναίκες. Ζωή, Ελευθερία’’, καταγγέλλουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του καθεστώτος.
Αυτό είναι το πλαίσιο της νέας ταινίας του σπουδαίου Ιρανού σκηνοθέτη Ρασούλοφ (‘’ένας Ακέραιος Άνθρωπος’’ 2017, ‘’Δεν Υπάρχει Κακό’’2021), που γυρίστηκε κρυφά σε 70 μέρες, κάτω από απαγορεύσεις και διώξεις, σε εσωτερικούς κυρίως χώρους και απομονωμένες τοποθεσίες και στοίχισε στον σκηνοθέτη μια ακόμη σύλληψη, φυλάκιση 8 χρόνων και μαστίγωση. Η δραπέτευση του, η διάβαση των συνόρων με τα πόδια τον οδήγησαν στη Γερμανία, την οποία εκπροσωπώντας έκανε τη θριαμβευτική εμφάνιση του στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών.
Ο Ρασούλοφ ζωγραφίζει προσεκτικά το ψυχολογικό προφίλ των μελών της οικογένειας επιδιώκοντας να αναδείξει τη δυναμική της. Ο Ιμάν, έντιμος και θεοσεβούμενος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης και συνεπής υπάλληλος, στην αρχή θεωρεί ότι είναι εφικτός ο συνδυασμός των νέων του καθηκόντων με τις αξίες του και τη δεοντολογία. Όταν σύντομα διαπιστώνει ότι οφείλει να εγκρίνει χωρίς έρευνα ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό αυθαίρετων θανατικών ποινών, ανησυχεί, δυσφορεί, αγχώνεται, αλλά καταλήγει να συμμορφωθεί από τον φόβο της τιμωρίας και της απώλεια των προνομίων του.
Οι κόρες του, ειδικά η Ρεζνάν που είναι φοιτήτρια, αλλά και η έφηβη Σάνα, έχουν άμεση γνώση των συγκρούσεων αστυνομίας και διαδηλωτών στα πανεπιστήμια και στους δρόμους και βρίσκονται σε συνεχή σύνδεση με τις πραγματικές εξελίξεις μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, που διαδραματίζουν ρόλο ενημερωτικό, αφυπνιστικό και συσπειρωτικό. Είναι αναμενόμενο λοιπόν να έρχονται σε αντιπαράθεση με τους νόμους, τους κανόνες και τις απαγορεύσεις του συστήματος αλλά και να αμφισβητούν την αυθεντία του πατέρα τους, δηλαδή την ίδια τη δομή της πατριαρχικής οικογένειας.
Ανάμεσα σε σύζυγο και κόρες, η Ναϊμέ, ο πιο σύνθετος χαρακτήρας της ταινίας, γυναίκα δοτική και υποχωρητική, στηρίζει άνευ όρων τον άνδρα της έχοντας εσωτερικεύσει απολύτως τον ρόλο που της επιφυλάσσει η ευνουχιστική πατριαρχία και προσπαθεί να εξισορροπήσει την υποταγή της στην ανδρική εξουσία με την ανάγκη να προστατεύσει τις κόρες της και να καλύψει τις συναισθηματικές ανάγκες τους. Η έξοχη σκηνή όπου περιθάλπει την τραυματισμένη φίλη της Ρεζνάν αποτελεί νύξη των πρώτων ερωτημάτων που σχηματίζονται μέσα της.
Η αιφνιδιαστική εξαφάνιση του όπλου του Ιμάν μέσα από το ίδιο του το σπίτι γίνεται το αφηγηματικό πρόσχημα που πυροδοτεί τη δράση, αλλάζει το ύφος και τον ρυθμό της ταινίας και κινητοποιεί νέες συναισθηματικές αντιδράσεις. Ο προϊδεασμός του θεατή με την παράδοση του όπλου στην αρχική σκηνή βρίσκει τώρα την ερμηνεία του. Το όπλο, από μέσο αυτοάμυνας θα αποκτήσει τώρα τον πραγματικό συμβολισμό του ως μέσο βίας και καταστολής. Ο Ιμάν, θύμα και μαζί εργαλείο του συστήματος, φοβούμενος την τιμωρία και την έκπτωση από το αξίωμα, γίνεται καχύποπτος προς την οικογένεια του και την υποχρεώνει σε εκφοβιστική και ταπεινωτική ανάκριση από ειδικό (συγκλονιστική σκηνή), οι κόρες αντιδρούν έντονα, η Ναϊμέ προσπαθεί να εμποδίσει τη διάλυση. Όταν ο Ιμάν νοιώθει ότι χάνει πια την εξουσία, πανικοβάλλεται, ο τρόμος κλιμακώνεται μέχρι την εκρηκτική κορύφωση.
Το πολιτικό μετατοπίζεται στην προσωπική σφαίρα, η ιδεολογία και οι πρακτικές του καθεστώτος μεταφέρονται μέσα στην οικογένεια και την καταστρέφουν: ο Ιμάν εφαρμόζει στην οικογένεια του τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της κρατικής εξουσία, και το πολιτικό δράμα συνυφαίνεται με το προσωπικό και οικογενειακό. Στα πλαίσια του θεοκρατικού, ηθικά και δομικά διεφθαρμένου καθεστώτος αντιπαρατίθεται ο ιδεαλισμός των νέων προς τον πραγματισμό και συντηρητισμό των ενηλίκων, η γυναικεία εξέγερση προς την πατριαρχική, σεξιστική εξουσία, η αδιάψευστη αλήθεια των αιματηρών συγκρούσεων, όπως αυτή αναμεταδίδεται από τα βίντεο των αυτοπτών, προς την κατασκευασμένη ‘’αλήθεια’’ της κρατικής τηλεόρασης που μιλά για ταραξίες και τρομοκράτες.
Η στιβαρή σκηνοθεσία, η άρτια αισθητική και το ψυχολογικό βάθος που χαρακτηρίζουν γενικότερα τη δουλειά του Ρασούλοφ είναι και εδώ παρόντα παρά τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε. Η ταινία, που ξεκινά ως κάπως αργό οικογενειακό δράμα και εξελίσσεται σε θρίλερ με απρόβλεπτη έκβαση, συνδυάζει τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και αποτελεί καταγγελία της πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας, έμπρακτη καταδίκη της φίμωσης της τέχνης, απροκάλυπτη επίθεση στο ιρανικό καθεστώς. Ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της καταστροφής που μπορεί να προκαλέσουν στο άτομο και την κοινωνία οι τερατώδεις μηχανισμοί του θεοκρατικού κράτους. Ο φονταμενταλισμός στραγγαλίζει τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως υποδηλώνει η αλληγορία της Ιερής Συκιάς, ενός είδους παρασιτικής συκιάς, που αναπτύσσεται σε βάρος κάποιου άλλου δένδρου και στερεί πάντα από τον ξενιστή του τη ζωή.