You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης: Περί του τίποτα… τίποτα

Κωστής Ζ. Καπελώνης: Περί του τίποτα… τίποτα

Το τίποτα που πηγαινοέρχεται και στολίζει το τίποτα, με ένα τίποτα να χαϊδεύει τα τίποτα, που τίποτα δεν καταλαβαίνουν περί τα τίποτα που κυκλοφορούν ελεύθερα και μάλιστα φωτίζονται με προβολείς μιας τιποτένιας δημοσιότητας, εντός του τίποτα που περικλείει εκατομμύρια τίποτα, που συμπυκνώνονται σε ένα τεράστιο τίποτα, που δε χωράει στο μάτι της βελόνας, να ράψει τίποτα καινούργιες φορεσιές, να φορεθούν σε τίποτα μεγάλες φιέστες, με τίποτα γραβάτες τραπεζικών χρυσών αγοριών, να πλειστηριάσουν το τίποτα, που έχει προβληθεί ως συλλεκτικό, για να ανεβεί η αξία του, να μην την πατήσουν τίποτε άλλα τίποτα μέσα στην αγέλη να αγοράσουν και μετά να τα στολίζουν μέσα κι έξω, για να διαφημίζουν το τίποτα που περιέχεται στο αιώνιο τίποτα των εορτών, που ξεφουσκώνουν και μοιάζουν πια με τίποτα, αλλά όταν τα ξαναφουσκώσουν οι δημοσιογράφοι των πρωινάδικων, θα βρεθούν πάλι κρεμασμένα στα μανταλάκια της τηλοψίας να πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ενώ τίποτε φτηνές εξουσίες θα στριμώχνονται να εξασφαλίζουν υπερμεγέθη τιποτένια «εγώ», πριν αποκαθηλωθούν σε φυγάδες ή πρόσφυγες, ιπτάμενους σε ξένες χώρες, ενώ το μεγάλο τους τίποτα παραμένει σαν παρακαταθήκη, να φωτίζει ή μάλλον να σκοτεινιάζει τα τίποτα που ακολουθούν, σε ανορθόγραφα κείμενα, που τίποτα δεν αφορούν, αλλά ταλαιπωρούν τους διορθωτές, τους οποίους κανείς δεν υπολήπτεται, χωρίς να πάρει κάποιο τίποτα ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας, ή της ελλείψεως κινήτρων για μια άλλη ζωή ενδιαφέρουσα, να φτιάξει τίποτα επιχορηγούμενα σήριαλ σε τίποτα κανάλια περιωπής του τίποτα με περίσσεια γκλαμουριάς, που αναμασούν τα τίποτα που δημιούργησε το τιποτένιο παρελθόν τους και εμφανίζονται νέα τίποτα φουσκωμένα με τίποτα και κορδώνονται ως τάχα το μέλλον της εγχώριας τέχνης, που απλώς αντιγράφει τα τίποτα που εισάγονται συνήθως από δυτικές πρωτεύουσες ή “μοντέρνα” φεστιβάλ, και τα εμφανίζει ως νέα τάση, η οποία τίποτα δεν ολοκληρώνει, μισά τίποτα που αναζητούν το άλλο τους μισό τίποτα, να ενωθούν σε ένα υπερμέγεθες τίποτα να πλακώσει τα μοχθηρά τίποτα, τα οποία λόγω βλακείας δεν τα κατάφεραν να ξεχωρίσουν, σε μάχες με όπλα τις μικροψυχίες των κατώτερων τίποτα απέναντι σε ανώτερα τίποτα, τα οποία προστατεύουν άλλα ανώτερά τους τίποτα, που κι αυτά με τη σειρά τους πρέπει να δώσουν λογαριασμό στα τίποτα που τους διόρισαν και τους έδωσαν καλούς μισθούς, για να υπηρετούν τιποτένιες συνθήκες, που θα βουλιάξουν σύντομα στην ανυπαρξία, ενώ αντιθέτως νομίζουν ότι είναι πρωταγωνιστές επί σκηνής, αλλά τα φώτα σβήνουν και μένει στο άδειο σκηνικό το τίποτα, να εξακολουθήσει να ταξιδεύει στο σκοτάδι προς άγνωστη κατεύθυνση, με τις πυξίδες να δείχνουν εμμονικά το μεγάλο Τίποτα που πάντα βρίσκεται στο τέλος αυτών των ταξιδιών, μέχρι να αναδυθούν από το χάος και τη νύχτα καινούργια τίποτα, που θα ξεκινήσουν τον δικό τους κύκλο ζωής από το τίποτα στο τίποτα και ακόμη παραπέρα, στα εσωτερικά τους τίποτα που υπερασπίζονται με πάθος, στα θέατρα του πάθους των σολντάουτ, όπου τα μυρμήγκια δίνουν αξία στους τερμίτες και οι κονδυλοφόροι έγιναν κατάρτια σε πλεούμενα δυστυχίας, σε έναν αιώνα που με μαθηματική ακρίβεια ετοιμάζει την επιστροφή στο Μηδέν, με την Τέχνη και ιδίως το Θέατρο να προετοιμάζει τα πυροτεχνήματα της καταστροφής, στο μεγάλο πάρτυ της αποθέωσης του Τίποτα, που υπόσχεται μεν, αλλά δεν δίνει τίποτα σαν αντάλλαγμα της πίστης των τιποτένιων στο τι, το πού και το ποτέ.

Για το θεατρο μιλώ, ένα μεγάλο θέατρο που εξουσιάζει τις ζωές μας, που έχει πολύ ακριβό εισιτήριο, με τραγωδίες δίχως κάθαρση και κωμωδίες που δεν καταλαβαίνουμε πού είναι το αστείο, σε πανάκριβες παραγωγές, εκατό ή τρακόσια εκατομμύρια μια βόμβα, τριάμισυ δις ένα αεροπλάνο, ένα τρις κάθε μέρα χρέος, σε μια διασπορά πολέμων, χωρίς νικητές, με όλους τους ηττημένους να παριστάνουν τους θριαμβευτές και τους “νικητές” να αυτοθεωρούνται αθάνατοι. Κάκιστοι ηθοποιοί, που νομίζουν ότι ακούν χειροκροτήματα, ενώ τους γιουχάρει η παραγματικότητα. Υποχρεώνονται μετά να γράφουν επτακόσιες σελίδες αυτοβιογραφίας, να εξηγήσουν, όσα η Ιστορία δεν κατάλαβε.

Η τραγωδία είναι ότι εκατομύρια τίποτα αγοράζουν και διαβάζουν και πιστεύουν αυτές τις αυτοβιογραφίες, όπως αγοράζουν, αλλά δεν προλαβαίνουν να καταναλώσουν, πλήθος σκουπιδιών με ωραία αμπαλάζ, σε εκπτώσεις και προσφορές…

 

(Φωτογραφίες infrared, από το αρχείο μου)
KZK /20.12.2024

 

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.