Όταν έδινα πτυχιακές εξετάσεις στο μάθημα της φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, το θέμα σχετιζόταν με τους προβληματισμούς το Ιερού Αυγουστίνου για τον χρόνο. Το απόσπασμα από τις Confessiones ήταν: «Πώς λέμε ότι υπάρχουν το παρελθόν και το μέλλον, αφού το παρελθόν έπαψε να υπάρχει και το μέλλον δεν υπάρχει ακόμη;; Όσο για το παρόν, αν ήταν πάντα παρόν χωρίς να περνά στο παρελθόν, δεν θα ήταν πια χρόνος, αλλά αιωνιότητα». Και το ερώτημα ήταν: Πιστεύετε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρόνος;; Και τι γνωρίζετε για τη «φύση» του;;
Δε θυμάμαι ασφαλώς τι βρήκα να απαντήσω. Κάτι, απ’ όσο αμυδρά θυμάμαι, για την αχρονία του χρόνου, αφού κάθε παρόν προστιθέμενο στο παρελθόν δεν το επαυξάνει κι ούτε άλλωστε ελαττώνει το μέλλον. Αισθανόμουν κάτι το ακαθόριστο για τον χρόνο, ότι ήταν ένας κύκλος, ένας τροχός που γύριζε κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού και κάθε φορά που η ματιά μου καρφωνόταν σ’ ένα μέρος της περιφέρειάς του, όριζε ένα παρόν. Αυτό το εκάστοτε παρόν χρωματιζόταν κάθε φορά με εικόνες, για να δώσει, καθώς έμπαινε στο παρελθόν, τη θέση του στο επόμενο παρόν. Αυτές οι εικόνες αποτελούσαν για μένα το περιεχόμενο του ελάχιστου παρόντος και θεωρούσα, εγώ ο εκκολαπτόμενος φιλόλογος, ότι όσο περισσότερες εικόνες-περιστατικά χωρούσε το παρόν, τόσο περισσότερο δημιουργούσε δεσμούς μαζί μας κι άφηνε πίσω του ισχυρές αναμνήσεις και την εντύπωση πως το παρόν επεκτεινόταν θετικά ή αρνητικά στη συνείδησή μας.
Τι λοιπόν μπορούσα να απαντήσω;; Ότι δεν υπάρχει ο χρόνος;; Οι αναμνήσεις μου, οι αγωνίες μου στις εξετάσεις, η ανυπομονησία μου στα τελευταία τρία λεπτά, που μου φαίνονταν αιώνας, πριν χτυπήσει το κουδούνι του σχολείου, το ποδόσφαιρο που παίζαμε παιδιά στις αλάνες ολόκληρα πρωινά, που μου φαίνονταν πως πέρασαν μόνο 5 λεπτά, πού βρίσκονταν όλ’ αυτά;; Μα ασφαλώς ήταν στη συνείδησή μου και τα ζούσα όλ’ αυτά μ’ ένα ιδιαίτερο προσωπικό μου τρόπο, τελείως υποκειμενικό. Ο διπλανός μας κάθε φορά είχε διαφορετικά βιώματα από τα ίδια πράγματα. Άρα η σύστολή ή διαστολή του χρόνου για τον καθένα μας αποτελούσε μια βιωματική εμπειρία και άρα υποκειμενική. Τέτοια περίπου έγραψα σ’ εκείνη την πτυχιακή εξέταση, αν και ο φυσικός του Γυμνασίου μάς έλεγε ότι υπάρχει ένας αντικειμενικός χρόνος που ελάχιστη, έως καθόλου, σχέση είχε με τα βιώματά μας, με τη ζωή μας. Μας είχε μιλήσει κάπως και για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ποιος όμως τα καταλάβαινε αυτά τότε! Έτσι, εκεί έμεινε το πράγμα. Όσο για τη φύση του χρόνου, ιδέα δεν είχα.
Πολύ αργότερα, σχεδόν πρόσφατα, διαβάζοντας διάφορα άρθρα και εξωφιλολογικά βιβλία για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν (Stefhen Hawking και Leonard Mlodinow Ένα συντομότερο χρονικό του χρόνου, καθώς επίσης και το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Jimela Canales Ο Φυσικός και ο Φιλόσοφος), ξαναβρέθηκα μπροστά στο πρόβλημα της κατανόησης εκ μέρους μου της ύπαρξης και της φύσης του χρόνου. Ζητούσα να βρω, εγώ ο φιλόλογος, σε πολύ βέβαια γενικές γραμμές μια ικανοποιητική επιστημονική απάντηση, την οποία μάλλον εύκολα την έχει σήμερα ο κάθε ενδιαφερόμενος φυσικός ή μαθηματικός.Υποκειμενική ή αντικειμενική είναι λοιπόν η φύση του χρόνου;;
Το βιβλίο της Canales ήταν πολύ διαφωτιστικό ως προς αυτό το θέμα. Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το βιβλίο της η Μεξικο-Αμερικανίδα ιστορικός της Επιστήμης «αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία για ένα εκρηκτικό διάλογο ανάμεσα στον Άλμπερτ Αϊνστάιν και τον Ανρί Μπερξόν, που άλλαξε δραματικά την κατανόησή μας για τη φύση του χρόνου και δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στις θετικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα». Αυτός ο διάλογος έλαβε χώρα στις 6 Απριλίου του 1922 στο Παρίσι, στην Έδρα της Γαλλικής Φιλοσοφικής Εταιρείας. Ήταν η πρώτη και τελευταία δημόσια συνάντηση των δύο σοφών.
Ο Μπερξόν (1859-1941) υπήρξε μια πραγματικά χαρισματική προσωπικότητα, μια θρυλική φυσιογνωμία για την εποχή του, με ισχυρότατη επιρροή όχι μόνο στους φιλοσοφικούς κύκλους, αλλά και στους πολιτικούς και επιστημονικούς. Ήταν ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η φιλοσοφική κοινότητα στα τέλη του δέκατου ένατου αλλά και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Σ’ εκείνη τη σύγκρουση, οι ιδεαλιστικές και ανθρωποκεντρικές αντιλήψεις των φιλοσόφων, όσον αφορά την έννοια του χρόνου, είχαν την τύχη να εκπροσωπούνται από τον σπουδαιότερο φιλόσοφο της εποχής, ο οποίος αντλούσε την εκτίμηση της φιλοσοφικής κοινότητας, γιατί με το έργο του υπερασπιζόταν την υποκειμενικότητα της φύσης του χρόνου. Πίστευε ότι ο χρόνος αποτελεί μία ενιαία διάρκεια βιωματικού χαρακτήρα, που δεν θα μπορούσε να καταγραφεί από τα ρολόγια, αφού ο «πραγματικός χρόνος», σύμφωνα με την άποψή του, προϋποθέτει μνήμη και συνείδηση.
Ο Αϊνστάιν (1879-1955), νεότερος σε ηλικία αλλά ήδη σπουδαίος φυσικός, εκπροσωπούσε τη νέα γενιά επιστημόνων που, απαλλαγμένοι από θρησκευτικές ή φιλοσοφικές δεσμεύσεις, αναζητούσαν νόμους για να περιγράψουν το σύμπαν. Νόμους αντικειμενικούς και αμετάβλητους και είχε ήδη διατυπώσει τη θεωρία της σχετικότητας. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία δεν υπάρχει ένας ενιαίος χρόνος, αλλά πολλαπλοί χρόνοι. Προχωρώντας μάλιστα παραπέρα από τον Ισαάκ Νεύτονα, τον θεμελιωτή της κλασικής φυσικής, που πρέσβευε ότι ο χρόνος κυλάει με τον ίδιο ρυθμό για όλους τους παρατηρητές, ανεξαρτήτως της θέσης που βρίσκονται ή της ταχύτητάς τους, ο Αϊνστάιν υποστήριξε ότι ο χρόνος δεν είναι απόλυτος, όπως πίστευε ο Νεύτων, αλλά σχετικός. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος μπορεί να κυλάει διαφορετικά για δύο παρατηρητές που κινούνται με διαφορετική ταχύτητα. Για παράδειγμα, ένας αστροναύτης που ταξιδεύει με ταχύτητα κοντά στην ταχύτητα του φωτός θα παρατηρήσει τον χρόνο να κυλάει πιο αργά σε σχέση με έναν παρατηρητή στη Γη, γιατί ο χρόνος επιβραδύνεται για τα αντικείμενα που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο χρόνος όντως δεν είναι ενιαίος, αλλά ορίζεται από τις περιστάσεις και επομένως μπορούμε να έχουμε πολλαπλούς χρόνους.
Αντικατέστησε ακόμη την ιδέα της ενιαίας βαρύτητας ως δύναμης της κλασικής φυσικής με την έννοια της καμπύλωσης του χωροχρόνου. Τα μεγάλα ουράνια σώματα δηλαδή, όπως οι πλανήτες και τα αστέρια, παραμορφώνουν τον χώρο και τον χρόνο γύρω τους. Αυτή η καμπύλωση είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως βαρύτητα. Έτσι, ο χρόνος μπορεί να κυλάει πιο αργά κοντά σε μαζικά αντικείμενα, όπως μια μαύρη τρύπα, σε σύγκριση με περιοχές όπου η βαρύτητα είναι ασθενέστερη.
Σ’ εκείνη λοιπόν τη συζήτηση ο Μπερξόν διαχώρισε πλήρως το δικό του φιλοσοφικό χρόνο από το χρόνο των ρολογιών, των φυσικών και μαθηματικών μετρήσεων, για να αναφωνήσει προκλητικά τελικά ο Αϊνστάιν ότι «δεν υπάρχει ο χρόνος των φιλοσόφων».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Μπερξόν υποστήριξε ότι η θεωρία της σχετικότητας παραβλέπει την ανθρώπινη διάσταση του χρόνου, δηλαδή τη βιωματική του ποιότητα. Επέκρινε τον Αϊνστάιν για την “αφαίρεση” του χρόνου από την καθημερινή εμπειρία και την υποβάθμισή του σε μία απλή μεταβλητή εξίσωση. Ο Αϊνστάιν απάντησε με χαρακτηριστική σαφήνεια και λογική, τονίζοντας ότι η θεωρία του δεν επιχειρεί να περιγράψει τον υποκειμενικό χρόνο, αλλά να προσφέρει μία αντικειμενική βάση για την κατανόηση φυσικών φαινομένων. Δήλωσε μάλιστα: «Ο χρόνος του φιλοσόφου είναι άχρηστος για τον φυσικό», απορρίπτοντας την ανάγκη ενσωμάτωσης φιλοσοφικών εννοιών στην επιστημονική θεωρία. Ωστόσο, παραδεχόταν τον υποκειμενικό χρόνο ως μέρος της φιλοσοφικής αντίληψης του ανθρώπου και τον διαχώριζε από την αντικειμενική διάσταση της φυσικής επιστήμης.
Η συζήτηση αυτή δεν κατέληξε σε κάποιον κοινό τόπο, αλλά ανέδειξε τη βαθιά διάσταση μεταξύ της επιστήμης και της φιλοσοφίας στον τρόπο που προσεγγίζουν την πραγματικότητα. Η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν εδραιώθηκε ως το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα για την κατανόηση του χρόνου και του σύμπαντος. Από την άλλη πλευρά, οι απόψεις του Μπερξόν συνέχισαν να εμπνέουν στοχαστές, ποιητές και καλλιτέχνες υπογραμμίζοντας τη σημασία του χρόνου ως εμπειρίας.
Η αντιπαράθεση Αϊνστάιν-Μπερξόν δεν ήταν απλώς μία διαφωνία, αλλά μια αλληλεπίδραση δύο κόσμων, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, που έδωσε βάθος στη συζήτηση για τη φύση του χρόνου, ένα ζήτημα που παραμένει ανοιχτό και ζωντανό μέχρι σήμερα.
Καταλαβαίνω πως σ’ αυτό το κείμενο πέρασα ξώφαλτσα πολλά πράγματα, πολλά παρέλειψα και νομίζω ότι πρέπει να διαβάσω ακόμη περισσότερο γι’ αυτό το θέμα, για να καταλάβω γιατί σ’ εκείνη την πτυχιακή εξέταση στο μάθημα της φιλοσοφίας πήρα μόνο τη βάση.