You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος, Πορτρέτα στο νερό: Γιόζεφ Ροτ, Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος

Κώστας Γιαννόπουλος, Πορτρέτα στο νερό: Γιόζεφ Ροτ, Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος

Ο Γιόζεφ Μόζες Ροτ γεννήθηκε το 1894 στο Μπρόντυ της Γαλικίας από Εβραίους γονείς. Ο πατέρας του δεν περίμενε καν την γέννησή του. Πήρε των ομματιών του και εξαφανίστηκε. Δεν επέστρεψε ποτέ στο Μπρόντυ.
Πατέρας και γιος δεν γνωρίστηκαν ποτέ.

Ο μικρός Γιόζεφ μεγαλώνει με την μητέρα του που είναι εξαρτημένη οικονομικά από τους συγγενείς της, οι οποίοι επίσης δεν είναι εύποροι και έτσι τα εφηβικά του χρόνια σφραγίζονται από την φτώχεια. Αλλά και αργότερα, όταν πια παράλληλα με την δημοσιογραφία γίνεται συγγραφέας, εξαρτάται οικονομικά από τον Στέφαν Τσβάιχ.

Ο Ροτ είναι Εβραίος, φτωχός καταγόμενος από την Ανατολή. ”Όπου η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων είναι προλετάριοι… είναι πάρα πολύ δύσκολο να είσαι Εβραίος από την Ανατολή. Δεν υπάρχει πιο βαριά μοίρα από την μοίρα του Εβραίου μετανάστη στην Βιέννη…”γράφει αργότερα ο ίδιος. Όπως ο καθένας καταλαβαίνει, ο Ροτ ζει εν μέσω ενός αχαλίνωτου αντισημιτισμού, καθώς και της έξαρσης των εθνικιστικών κινημάτων. Ο μη αφομοιωμένος Εβραίος, όπως αυτός, προέρχεται από κλειστές εβραϊκές κοινότητες στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας των
Αψβούργων που έχουν αρχαϊκή κοινωνική δομή και, προκειμένου να αμυνθούν απέναντι στην Ιστορία, έχουν διατηρήσει στο κέντρο την οικογένεια και τους αυστηρούς θρησκευτικούς νόμους. Ο Ροτ μεγαλώνει σε ατμόσφαιρα
διάλυσης, παρακμής και μιζέριας. Να φανταστεί κανείς ότι το 60% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργοι. Οι περισσότεροι βρίσκονται στην ανάγκη να μεταναστεύσουν. Αυτό κάνει την πόλη να αιμορραγεί οικονομικά
ακόμη περισσότερο. Η περηφάνια για το χαμένο ένδοξο παρελθόν είναι δυστυχώς χωρίς αντίκρισμα στις παραμερισμένες αυτές κοινότητες των Εβραίων.

Έτσι το 1913 μεταναστεύει στην Βιέννη. Τότε είναι που αρχίζει και γι’ αυτόν η τραγική οδύσσεια των Εβραίων της διασποράς που ζουν παρασυρμένοι από την δίνη της Ιστορίας, πιστοί στην ταυτότητά τους αναζητώντας πατρίδα. Ο πασιφιστής αρχικά νεαρός Ροτ βλέπει να κηρύσσεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η μητέρα του και η θεία του μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες έρχονται στην Βιέννη. Η φτώχεια του τριπλασιάζεται. Μένουν όλοι μαζί σ’ ένα άθλιο διαμέρισμα. Το πανεπιστήμιο τον απογοητεύει, αλλά έχει την χαρά να δει δημοσιευμένα για πρώτη φορά ποιήματά του, διηγήματα και δοκίμια σε δύο βιεννέζικες εφημερίδες. Το 1916 εγκαταλείπει τον πασιφισμό και κατατάσσεται
εθελοντικά στον στρατό, ενώ δημοσιεύει ώς το τέλος του πολέμου σε εφημερίδες που συνάδελφοί του είναι μεταξύ άλλων: ο Ερνστ Βάις, ο Φραντς Βέρφελ και ο Ρόμπερτ Μούζιλ. Μετά το τέλος του πολέμου ο Ροτ
επιστρέφει στην Βιέννη, αλλά όχι στο πανεπιστήμιο.

Το 1919 καταφέρνει να αποκτήσει αυστριακό διαβατήριο. Την εποχή αυτή είναι σοσιαλιστής αντικληρικαλιστής, αντιμοναρχικός, ενώ ταυτόχρονα σέβεται την μεγαλοαστική τάξη και τους ευγενείς. Το 1920 καταφεύγει
στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα της Βαϊμάρης, αλλά δεν θα νιώσει ποτέ την πόλη αυτή οικεία, αν και την θαυμάζει εξαιρετικά. Το Βερολίνο εκείνη την εποχή (δεκαετία του ’20) είναι ο παράδεισος της τέχνης και του
πνεύματος. Εκεί που συμβαίνουν βίαιες και δραματικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ο Ροτ εντάσσεται στο κίνημα της ”Νέας Αντικειμενικότητας”. Τα θέματά του είναι επίκαιρα και τα κείμενά του αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο εξαιρετικά ευαίσθητο και έναν μεγάλο στυλίστα. Την εποχή αυτή συνεργάζεται με το όργανο των Σοσιαλδημοκρατών, την εφημερίδα Vorwaerts.

Το 1921 πεθαίνει η μητέρα του. Τον επόμενο χρόνο παντρεύεται μια Εβραία από την Βιέννη, την Φρηντλ. Εγκαθίστανται σε δικό τους σπίτι στο Βερολίνο. Και είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που θα ζήσουν σε δικό
τους σπίτι. Ο Ροτ ήταν και θα είναι πάντα ο περιπλανώμενος Ιουδαίος.
Συνεργάζεται στην Βιέννη, όπου επιστρέφει έναν χρόνο μετά, με τρεις εφημερίδες. Τελειώνει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο ο ”Ιστός της Αράχνης” που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο επίσημο όργανο των
Αυστριακών Σοσιαλιστών. Έχει θέμα την προετοιμασία ενός πραξικοπήματος, ενώ πολλά από τα πρόσωπα είναι υπαρκτά. Έχει ύφος ντοκουμέντου και είναι επίκαιρο. Δύο μόλις μέρες μετά την δημοσίευση της τελευταίας συνέχειας, ο Χίτλερ και ο Λούντεντορφ κάνουν πραγματικά απόπειρα πραξικοπήματος. Το γνωστό ως ”πραξικόπημα της μπυραρίας”.
Το ότι ο Ροτ προβλέπει ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας, όπως αποδεικνύεται στην συνέχεια, προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Τον ίδιο χρόνο γίνεται μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας της Φρανκφούρτης, η οποία
κυκλοφορεί μέχρι σήμερα με τον τίτλο Frankfurter Allgemeine Zeitung, όπου γράφει συστηματικά από το 1926 μέχρι το 1933. Το προσωπικό της αποτελείται από την αφρόκρεμα των διανοουμένων και συγγραφέων της εποχής, όπως οι Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Άννα Ζέγκερς, Ζίγκφριντ Κρακάουερ. Παράλληλα, δίνει κείμενά του σε ένα σατιρικό και σ’ ένα μοναρχικό φύλλο, ενώ ολοκληρώνει το μυθιστόρημα ”Ξενοδοχείο Σαβόι”. Τον Μάιο του 1925 στέλνεται από την εφημερίδα στο Παρίσι, το οποίο τον γοητεύει και ταυτόχρονα τον εντυπωσιάζει, ενώ η εβραϊκή του ταυτότητα περνά απαρατήρητη. Ο Ροτ δουλεύει πάντα πάρα πολύ, διαβάζει πολύ, τελειοποιεί τα γαλλικά του και διαβάζει Γάλλους κλασικούς στο πρωτότυπο. Εκείνη την εποχή φεύγει για την Ρωσία και μετά από 4 μήνες
δημοσιεύει 18 ρεπορτάζ, ενώ η γυναίκα του πηγαίνει στην Βιέννη. Στην Ρωσία είναι που ξεκινά το μυθιστόρημά του ”Φυγή χωρίς Τέλος” και τον ”Βουβό Προφήτη”. Το τελευταίο δημοσιεύεται πολλά χρόνια μετά τον
θάνατό του, ενώ η ”Φυγή..” το 1927.

”Ήταν 27 Αυγούστου του 1926. Τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, στα εμπορικά συνωστίζονταν οι γυναίκες, στους οίκους μόδας περιστρέφονταν τα μανεκέν, στα ζαχαροπλαστεία φλυαρούσαν οι αργόσχολοι, στις φάμπρικες γύριζαν με μανία οι τροχοί, στις όχθες του Σηκουάνα ξεψειρίζονταν οι ζητιάνοι, στο δάσος της Βουλώνης φιλιόντουσαν τα
ζευγαράκια, στους κήπους τα παιδιά στροβιλίζονταν. Την ίδια περίπου ώρα ο φίλος μου Φραντς Τούντα, 32 χρονών φρέσκος και υγιής, ένας νέος δυνατός άντρας με ένα σωρό ταλέντα στεκόταν στην πλατεία, στην καρδιά της πρωτεύουσας του κόσμου, και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε κανένα επάγγελμα, κανέναν έρωτα, καμιά επιθυμία, καμιά ελπίδα, καμιά φιλοδοξία, ούτε καν εγωισμό. Τόσο περιττός σαν και αυτόν δεν ήταν κανένας στον κόσμο”.

Είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ”Φυγή χωρίς Τέλος”που περιγράφει την τραγική μοίρα ενός περιπλανώμενου Ιουδαίου και ίσως υπαινίσσεται και την τραγική συνέχεια αυτής της μοίρας την οποία ο Ροτ
δεν θα γνωρίσει, αφού πεθαίνει στην αγαπημένη του πόλη, το Παρίσι, το 1939, όταν μαθαίνει την αυτοκτονία του επιστήθιου φίλου του συγγραφέα Ερνστ Τόλερ. Ο Ροτ είναι μόλις 45 ετών, και η αιτία θανάτου του είναι
κίρρωση του ήπατος από υπερβολική χρήση αλκοόλ. Δεν μπορούσε να ζήσει αλλιώς, παρά μόνο βουτηγμένος μέσα στο αλκοόλ ή χωμένος στα γραπτά του, δημοσιογραφικά και συγγραφικά. Δημοσίευσε δεκατρία μυθιστορήματα, οκτώ εκτενή αφηγήματα, τρεις τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων και αμέτρητα άρθρα, όλα βουτηγμένα στο αλκοόλ, όπως και η νουβέλα που έγραψε το 1939, ”Ο Θρύλος του Αγίου Πότη”, όπου περιγράφει έναν βασανισμένο
πότη στους δρόμους του Παρισιού. Η μεταφράστρια του έργου στα γαλλικά θυμάται:

”Μεταξύ των παρευρισκομένων στην κηδεία του, έβλεπε κανείς διάσημους συγγραφείς και λογοτέχνες, εμιγκρέδες από την Βιέννη, την Πράγα, το Βερολίνο, ανθρώπους κάθε πολιτικής τοποθέτησης. Κι ακόμα, αγνώστους,
καθώς και φτωχούς απάτριδες τους οποίους ο Ροτ είχε κάποτε συνοδεύσει στο Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να ζητήσει να τους χορηγηθεί άδεια παραμονής στην Γαλλία”. Ο τάφος του ανακαίνιστηκε από το Αυστριακό
κράτος το 1970, ωστόσο στην νέα επιτύμβια πλάκα η ημερομηνία γέννησης είναι λάθος, αλλά με χρυσά γράμματα.

Απευθυνόμενος στον Τσβάιχ την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, πριν αυτός φύγει για την Βραζιλία όπου και αυτοκτόνησε, του έλεγε:

”Κάθε μέρα γράφω, για να φεύγω και να χάνομαι μέσα σε ξένες ζωές. Δεν το βλέπετε, συνάνθρωπε, φίλε, αδελφέ μου, πως όπου να’ ναι πεθαίνω;”.

Γράφει, λοιπόν, το ”Δεξιά και Αριστερά”, την ”Κρύπτη των Καπουτσίνων”, τον ”Ιώβ” και το αριστούργημά του, το ‘’Εμβατήριο Ραντέντσκι”.

Αλλά πριν γράψει, πριν αρχίσει οτιδήποτε καινούργιο, θέλει να το υποβάλει υπ’ όψιν του φίλου του Τσβάιχ, γιατί έχει ανάγκη την καλοσύνη και την εξυπνάδα του, όπως λέει.

Η γυναίκα του Φρηντλ διαγιγνώσκεται με σχιζοφρένεια. Λίγο καιρό μετά συνδέεται με μιαν εβραία ηθοποιό, ενώ η Φρηντλ εισάγεται σε ψυχιατρείο. Το 1940 υποβάλλεται σε ευθανασία από τους Ναζί.

Το 1933, με την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, εγκαθίσταται στο Παρίσι με την μιγάδα Αντρέα Μάνγκα Μπελ, συντάκτη περιοδικού τέχνης, μαζί με τα δυο της παιδιά, αλλά η σχέση τους δεν κρατά πολύ. Η τελευταία γυναίκα της ζωής του είναι η νεαρή συγγραφέας ΄Ιρμγκαρντ Κόιν, με την οποία γνωρίζεται στην Οστάνδη το 1936 και η σχέση τους διαρκεί ενάμιση χρόνο. Παρόλες τις προσπάθειές της, η Κόιν δεν καταφέρνει να τον τραβήξει από την δυστυχία του.

Με την υγεία του κατεστραμμένη και όντας σε ιδεολογική σύγχυση, παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις των μοναρχικών και επιθυμεί την παλινόρθωση των Αψβούργων.

”Θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο, συνεπεία των παρορμήσεων και των πιστεύω μου, να γίνω φιλομοναρχικός. Θέλω την μοναρχία πίσω και θέλω να το διακηρύξω.”

Την ίδια περίπου εποχή και πριν πολλοί από τους συγχρόνους του να το αντιληφθούν, ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο του Ναζισμού και προτρέπει τον Τσβάιχ και τους υπόλοιπους να φύγουν, γιατί θα επιβεβαιωθεί ο Χάινε που είχε παλιότερα προβλέψει ότι ”εκεί που καίνε τα βιβλία θ’ αρχίσουν να καίνε και τους ανθρώπους”.

Όταν πια, απογοητευμένος από όλα αυτά που τον κρατούσαν στην ζωή και τώρα πια έχουν χαθεί, ξαναπηγαίνει στην Οστάνδη περιμένοντας μάταια τον Τσβάιχ, του γράφει:

”Το τέλος δυστυχώς τραβάει σε μάκρος. Ο θάνατος παίρνει περισσότερο χρόνο από την ζωή”. ”Σας σφίγγω στην αγκαλιά μου”, τελειώνει το γράμμα του στον άνθρωπο που είχε πει γι’ αυτόν ”τόσο έξοχος άνθρωπος και τον βλέπεις μπροστά στα μάτια σου να διαλύεται”.

”Θέλησα να βρω σωτηρία στην προπολεμική περίοδο, αλλά είναι τρομακτικά δύσκολο να την αφηγηθώ έτσι όπως την αισθάνομαι. Φοβάμαι” έλεγε.

Τον Γιόζεφ Ροτ, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του τον κυνηγούσε ο φόβος της αποτυχίας και μια μεγάλη απογοήτευση. Ωστόσο πάντα τα κατάφερνε στο τέλος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.