Λίγο πριν τα πέντε μου χρόνια με είχαν φέρει από την Κέρκυρα στην Αθήνα και χειρουργήθηκα για πρώτη φορά. Αμυγδαλές. Τότε δεν τις αφαιρούσαν, τις έκοβαν. Λίγο πριν τα 75 μου χρόνια ήρθα πάλι και χειρουργήθηκα για έβδομη φορά. Ολική αφαίρεση θυρεοειδούς. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα φέτος.
Συμπέρασμα πρώτο: η επαρχία δεν έχει επάρκεια στην κάλυψη των αναγκών σε θέματα υγείας των κατοίκων. Πάντως όχι παντού. Σίγουρα όχι στην Κέρκυρα.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου.
Λίγο πριν τα πέντε μου χρόνια, πρέπει να ήταν πολύ τραυματική η εμπειρία ενός χειρουργείου για ένα παιδί. Το συνάγω από τον θυμό που αυθόρμητα εξέφρασα μετά, αποκαλώντας το γιατρό που με χειρούργησε «αυτός ο αγελάδας». Μάλλον είναι η λέξη που μου ήρθε πρώτη, για να χαρακτηρίσω κάποιον που με ταλαιπώρησε -κατά την παιδική μου γνώμη άδικα- όντας εγώ παιδί με καταβολές χωριού και με αγελάδες στο περιβάλλον μου.
Περασμένα ξεχασμένα, να όμως που επανέρχονται 70 χρόνια μετά.
Αυτή τη φορά, και συγκινούμαι που το λέω, μόνο καλά έχω να πω για την εμπειρία μου. Κι αν μία επέμβαση είναι μια βίαιη πράξη πάνω στο ανθρώπινο σώμα, ωστόσο σώζει ζωές και, όταν βγούμε ζωντανοί, νιώθουμε ευγνωμοσύνη. Αν δεν είχα κάνει τα εφτά χειρουργεία της ζωής μου, πολύ πιθανόν να μην ήμουν εδώ. Αν δεν είχα κάνει το τελευταίο, δεν θα έγραφα τώρα αυτά που γράφω.
Και δεν τα γράφω για να περάσει η ώρα. Τα γράφω για να επιβεβαιώσω δύο μεγάλες αλήθειες.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» και «Όποιο κι αν είναι το πρόβλημα ο άνθρωπος είναι η λύση».
Την πρώτη την απέδειξα κατά ένα μέρος, μιλώντας για το όφελος μιας χειρουργικής επέμβασης, μιας ιατρικής πράξης βίαιης αλλά θεραπευτικής. Τη δεύτερη θα την αφήσω να αποκαλυφθεί στην πορεία της αφήγησης.
Το τελευταίο μου χειρουργείο, από μια ευτυχή συγκυρία, το έκανα στο Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας. Από στόμα σε στόμα κι από αγαπημένη και πρόσφατη φίλη μου, πήρα την πληροφορία και όνομα χειρουργού. Ειδικευμένο στα Ορθοπεδικά περιστατικά το Ασκληπιείο έχει ωστόσο κλινικές όλων των ειδικοτήτων, οι οποίες λειτουργούν υποδειγματικά, τουλάχιστον απ’ όσο μπορώ να κρίνω. Πώς γίνεται να λειτουργούν υποδειγματικά, όταν όλοι ξέρουμε ότι η δημόσια υγεία στη χώρα μας είναι θεσμικά υποβαθμισμένη, είναι ένα θέμα που θέλει διερεύνηση αλλά και που δεν αμφισβητείται. Διότι, αν δεν ήταν υποβαθμισμένη, δεν θα χρειαζόταν να μετακινηθώ από τον τόπο μου για μια επέμβαση θυρεοειδούς. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, όμως, επαναλαμβάνω. Από τις καλύτερες -η καλύτερη για την ακρίβεια- νοσηλευτική εμπειρία της ζωής μου ήταν αυτή η -ελπίζω- τελευταία.
Δεν θα πω πολλά. Από την πρώτη συνάντηση με τον χειρουργό της επιλογής μου, ένιωσα την επιστημονική επάρκεια και τον σεβασμό προς τον ασθενή. Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε οικονομία χρόνου και μου εξήγησε όλα όσα αφορούσαν την επέμβαση και τη μετεγχειρητική μου πορεία με μια ηρεμία, που νόμιζα ότι μόνο μ’ εμένα επρόκειτο ν’ ασχοληθεί εκείνη την ημέρα. Κι όμως η πίεση χρόνου και το σφιχτό χρονοδιάγραμμα των εφημεριών και των χειρουργείων ήταν εμφανές από τα χίλια δύο συμφραζόμενα. Όσα μου είπε μου τα έδωσε και γραμμένα –και, το τονίζω, σε άψογα ελληνικά- ώστε, αν έχω απορίες επειδή κάτι δεν συγκράτησα, να μπορώ να ανατρέξω στις γραπτές οδηγίες.
Δυο μέρες πριν την επέμβαση πήγα στα εξωτερικά ιατρεία για προεγχειρητικό έλεγχο. Ιστορικό, αιμοληψία, ακτινογραφία θώρακος, καρδιολόγος, συνέντευξη με τον αναισθησιολόγο. Σε δυόμισι ώρες, όσο χρόνο ακριβώς έγραφαν οι οδηγίες που είχα λάβει, είχα τελειώσει.
Δυο μέρες αργότερα έπρεπε να πάω πολύ νωρίς το πρωί για την επέμβαση. Πάντα πριν από ένα χειρουργείο μια ανησυχία την έχουμε. Ωστόσο, να πω ότι περίμενα τη στιγμή της νάρκωσης σχεδόν σαν δώρο; Σαν ένας γλυκός θάνατος είναι εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα πριν κοιμηθείς. Σε απαλλάσσει από τα βάσανα της ζωής σαν μια στιγμιαία ευεργεσία, ειδικά για ανθρώπους που -λόγω ηλικίας ή και τύχης- έχουν υποστεί και αντέξει πολλή καταπόνηση.
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο υπέροχο βιβλίο του «Σενάριο Αθανασίας» γράφει κάπου: «Χωρίς καθόλου έγνοιες, όπως ο νεκρός». Αυτή η γλυκιά αίσθηση, ότι φεύγεις γι’ αλλού, σε ανταμείβει για όλο το άγχος που προηγείται ενός χειρουργείου. Και την περίμενα αυτή την στιγμή σχεδόν με ανακούφιση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτή η ανακούφισή μου.
Σε άλλη περίπτωση με είχαν και περίμενα ώρες νηστική και φοβισμένη, μέχρι να έρθει η σειρά μου -και μιλώ για ιδιωτικό μεγάλο νοσηλευτήριο και για μείζον πολύωρο χειρουργείο, από το οποίο επέστρεψα στο σπίτι μου με ένα ωραίο ενδονοσοκομειακό μικρόβιο που με ταλαιπώρησε για καιρό.
Το πρωί της επέμβασής μου στο Ασκληπιείο δεν ένιωσα ότι με είχαν ξεχάσει στον θάλαμο. Όταν ήρθε ο τραυματιοφορέας να με πάρει, δεν είχα κουραστεί να περιμένω και είχε όλη η διαδικασία μια ηρεμία κινήσεων, έναν σεβασμό.
Συνήθως ο χρόνος στην κρύα αίθουσα και πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι, μέχρι να σου βάλουν φώτα, πεταλούδες, μόνιτορ, είναι ένας χρόνος βουβής ανήσυχης αναμονής. Εγώ όμως είδα ένα σωρό ανθρώπους να κινούνται στο χώρο, χωρίς μάσκες, οπότε μπορούσα να βλέπω τη φυσιογνωμία τους, ήρεμη, χωρίς καμιά ένταση. Είδα τον χειρουργό μου, τον αναισθησιολόγο μου, χαιρετηθήκαμε -ήταν σαν να λέγαμε «θα σε δω ξανά σε λίγο». Αυτοί οι δύο άνθρωποι, που για κάποια ώρα θα είχαν τη ζωή μου στα χέρια τους -μεγάλη η εξουσία και η ευθύνη τους- μαζί με όλη την ομάδα εκεί μέσα, μου φάνηκαν τόσο οικείοι, που για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ένιωσα αυτό το σφίξιμο του φόβου πριν την επέμβαση. Οι νοσηλεύτριες και οι βοηθοί με κεφαλόδεσμους και μπλούζες λουλουδάτες να κάνουν αστεία, να ψευτο-μαλώνουν, καμιά αίσθηση κινδύνου, μια κανονικότητα για όλους αυτούς τους ανθρώπους, άρα και για μένα.
«Για δες, πρώτη φορά τέτοιο κλίμα» ένιωσα μίαν αδιατύπωτη απορία. Ρώτησα τον αναισθησιολόγο μου, έναν νέον άνθρωπο, πώς δεν αρρωσταίνουν οι ασθενείς με τόσο κρύο εκεί μέσα. Κάποια εξήγηση μου έδωσε χαμογελαστός αλλά δεν την θυμάμαι. Ύστερα είπα «νομίζω ότι αρχίζω να κοιμάμαι…», ήταν η στιγμή που περίμενα να απολαύσω…λίγο κράτησε…κι έφυγα, χωρίς έγνοιες, γι’ αλλού.
Συνήλθα γρήγορα, ένιωσα -παρά την προχωρημένη ηλικία μου- τον σεβασμό των ανθρώπων που με φρόντισαν, θαύμασα την επιστημονική τους δεξιότητα, την νοσηλευτική επάρκεια και υποκλίνομαι στην συμπεριφορά των υγειονομικών λειτουργών αυτού του νοσοκομείου. Φαντάζομαι ότι όπως και σε όλο το ΕΣΥ της χώρας οι συνθήκες από πλευράς δημοσίου ενδιαφέροντος και οικονομικών παροχών, ίδιες είναι. Πώς, λοιπόν, εξηγείται κάποια νοσηλευτικά ιδρύματα να λειτουργούν σε επίπεδο αξιοζήλευτο ενώ άλλα να είναι ανεπαρκή σε βαθμό επικινδυνότητας;
Ξύπνησα στο κρεβάτι του θαλάμου. Ούτε πόνοι ούτε κάποια ενόχληση. Το ίδιο απόγευμα πέρασαν χειρουργός και αναισθησιολόγος, πρώτα ο ένας ύστερα ο άλλος, κι εγώ φρεσκοχειρουργημένη χάζευα στο διαδίκτυο. Το νοσοκομείο εφημέρευε μέχρι το άλλο μεσημέρι. Ανταλλάξαμε δυο κουβέντες. «Ό,τι χρειαστείτε, θα ζητήσετε να μας φωνάξουν». Το άκουσα επανειλημμένα αυτό και ήταν τόσο καθησυχαστικό, που ένιωσα ότι δεν θα χρειαζόμουν απολύτως τίποτα.
Δεν άντεξα όμως να μη ρωτήσω τον αναισθησιολόγο. «Έχω κάνει πολλά χειρουργεία στη ζωή μου» είπα. «Αυτή τη χαλαρότητα που ένιωσα στην ομάδα σας πριν με ναρκώσετε δεν την έχω ξανασυναντήσει. Μάλλον το κάνετε επίτηδες;». Το παραδέχτηκε χαμογελώντας λίγο πονηρά. Το καταλάβατε, ε;, σαν να ήθελε να μου πει.
Να λοιπόν και το δεύτερο συμπέρασμα που ήθελα να καταδείξω με τη μικρή αυτή αναφορά.
Η μόνη εξήγηση γι’ αυτό το καλό κλίμα δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποιότητα των ανθρώπων που διοικούν κι εκείνων λειτουργούν και υπηρετούν το συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα. Το ήθος, η ανθρωπιά, η επιστημονική επάρκεια, η εντιμότητα, η αγάπη γι’ αυτό που προσφέρουν. Ο όρκος του Ιπποκράτη.
Όποιο κι αν είναι το ζητούμενο, ο άνθρωπος είναι η λύση. Και οι άνθρωποι έχουν πρόσωπο και τα πρόσωπα δημιουργούν σχέση, τον θεμέλιο λίθο της χριστιανικής υπαρξιακής φιλοσοφίας. Η σχέση του ασθενούς με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό είναι μια προϋπόθεση, που ίσως αποτελεί πολυτέλεια κάτω από συνθήκες εργασιακής πίεσης. Όταν την συναντάμε οφείλουμε να την αναγνωρίζουμε όπως της αξίζει. Επειδή αυτή η σχέση είναι και παράγων που βοηθά στην ανάρρωση έμμεσα αλλά -το ένιωσα- με βεβαιότητα.
Τέλος:
δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα αλλά νιώθω ότι έχω την υποχρέωση να αναφέρω τουλάχιστον τα δύο ονόματα των προσώπων που ασχολήθηκαν με το θέμα της υγείας μου, με τα οποία δημιουργήθηκε θεραπευτική σχέση και που θυμάμαι από την εικοσιτετράωρη νοσηλεία μου.
Γιώργος Γιαννόπουλος, χειρουργός
Μιχάλης Τσαγκάρης, αναισθησιολόγος
Ας με συγχωρήσουν όλοι οι άλλοι του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Το ότι δεν θυμάμαι τα ονόματά τους δεν σημαίνει ότι δεν εκτίμησα ισάξια την επιστημονική επάρκεια και τη συμπεριφορική τους δεξιότητα, το χαμόγελο, την καλή κουβέντα και την υπομονή. Τους ευχαριστώ εξίσου.
Τους χρωστάω το γεγονός ότι μου επέτρεψαν να αντισταθμίσω μία δύσκολη στιγμή της ζωής μου με λίγη ελπίδα για την προοπτική του τόπου μου. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Το ξαναείπα.
Κράτησα το πλαστικό βραχιολάκι για ενθύμιο. Ας είναι το τελευταίο μου…
;