You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ουώλτ Ουίτμαν, ένας ενορατικός οραματιστής αυτοβιογραφούμενος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ουώλτ Ουίτμαν, ένας ενορατικός οραματιστής αυτοβιογραφούμενος

Είμαι κι εγώ ανήμερος, είμαι κι εγώ αμετάφραστος,

Ουρλιάζω σα βάρβαρος πάνω από τις στέγες του κόσμου

Αν αστοχήσεις να με βρεις με την πρώτη κάνε κουράγιο,

Αν με χάσεις σ’ ένα μέρος ψάξε σ’ ένα άλλο,

Σταματώ κάπου περιμένοντάς σε.

 

[από το “Τραγούδι στον εαυτό μου”, μτφρ. Δημήτρης Δημηρούλης]

 

Ούτε για μια στιγμή μονάχα, όμορφε γέρο Ουόλτ Ουίτμαν,

 

δεν έπαψα να βλέπω τη γενειάδα σου γεμάτη πεταλούδες,

 

ούτε τους βελουδένιους ώμους σου

 

τους ξεφτισμένους από τη σελήνη,

 

ούτε και τους μηρούς σου του παρθενικού Απόλλωνα,

 

ούτε και τη φωνή σου όπως μια κολόνα στάχτης·

 

γέροντα όμορφε όπως η ομίχλη,

 

που στέναζες ίδιος μ’ ένα πουλί

 

με το φύλο τρυπημένο από μια καρφίτσα,

 

εχθρέ του σάτυρου,

 

εχθρέ του αμπελιού,

 

κι εραστή των κορμιών κάτω απ’ το τσαλακωμένο ύφασμα.

 

[..]

 

Κοιμήσου: τίποτα δε μένει.

 

Ένας χορός των τοίχων ερεθίζει τα λιβάδια

 

κι η Αμερική πνίγεται σε μηχανές και θρήνο.

 

Θέλω ο δυνατός αέρας από την πιο βαθιά τη νύχτα

 

να πάρει άνθη και γράμματα απ’ την αψίδα όπου κοιμάσαι,

 

κι ένα νεγράκι ν’ αναγγείλει στους χρυσούς λευκούς

 

τον ερχομό της βασιλείας του σταχυού.

 

(Φ. Γκ. Λόρκα, Ωδή στον Γουόλτ Γουίτμαν)

 

 

Πότε εμφανίζεται ένας ποιητής; Οποτεδήποτε. Όχι πάντως όποτε υπάρχει ανάγκη. Πότε εμφανίζεται ένας ποιητής σαν τον Ουίτμαν; Μια 4η Ιουλίου [1855] εβδομήντα εννέα χρόνια μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας.

Τι είδους ποίηση έγραψε ο ποιητής αυτός; Τι είδους άνθρωπος ήταν ο εν λόγω; Δεν ήταν κάποιος που έμοιαζε με ποιητή, αν φυσικά υπάρχει ένα μοντέλο για τον εργάτη, τον αλλαντοπώλη, τον ηλεκτρολόγο και συνακόλουθα για τον ποιητή. Ας πούμε πως ένας ποιητής έχει μακριά περιποιημένα δάχτυλα, φορά ματογυάλια, έχει μια τεράστια ιδιωτική βιβλιοθήκη, μια ενδελεχή γνώση του ποιητικού παρελθόντος και μια γλώσσα μεταφυσική που λέει: «Ω, άκουσέ μας Κύριε. Για σε/του αμαρτωλού είναι πιο γλυκιά η προσευχή/απ’ των Αγγέλων το Ωσαννά που σε/ ουράνιες σφαίρες βροντερά αντηχεί» [1].

Ο Ουίτμαν δεν είχε πάντως την εμφάνιση του Έμερσον, αν και ο τελευταίος διέκειτο  φιλικά απέναντί του, και δεν έγραφε σαν τον Τζον Ντον. Αντιποιητική φύση. Πατριαρχική φυσιογνωμία. Ανεπιτήδευτη, αντισυμβατική συμπεριφορά.  Άξιζε, μα την αλήθεια, να τον βλέπεις ν’ απομακρύνεται περιπλανώμενος στο Μπροντγουαίη «με αργό, κάπως βαρύ, αλλά εύκαμπτο, ελεφαντίσιο βήμα.  Η μορφή του πασίγνωστη. «Ήταν πολύ ψηλός» θα γράψει ο Μπαζαλζέτ «φαρδύς στους ώμους, με τετράγωνη κορμοστασιά… Φρύδια τοξωτά που οριοθετούσαν ένα πλατύ μέτωπο, μάτια γαλάζια ανοιχτά, μύτη έντονα διαγραμμένη και εντελώς ίσια σε ένα πρόσωπο ροδαλό, που το είχαν σκουρύνει, ο άνεμος, ο ήλιος και ο ωκεανός, γενειάδα και μουστάκι που ποτέ δεν είχε ξυρίσει»[2].

Ήταν ένας αρσενικός με εντυπωσιακό παρουσιαστικό που ξεχώριζε από τ’ άλλα αρσενικά γιατί είχε μια κάπως πρωτόγονη, βάρβαρη φυσιογνωμία ενός αυτόχθονα. Αυτός με όλο αυτό το τεράστιο μέγεθος  είχε κάτι το τιτάνειο.

Σάρκινος, πραγματιστής, ατομικιστής, ηδονιστής, παθιασμένος, λαίμαργος για ζωή  που μ’ ένα δικό του εντελώς προσωπικό τρόπο είχε επιβάλλει την ποιητική του υπόσταση.  Ιδιοσυγκρασιακά ελευθέριος με τον τρόπο του Σαντ πολιτικά και σεξουαλικά , αλλά χωρίς το σκοτεινό, σαδιστικό χαρακτήρα εκείνου.

 

Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα,

(Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,)

Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν,

(Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ!

Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!)

Αυτό το λούστρο απ’ του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό,

Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο,

O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα•

Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας,

Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη•

 

[μτφρ. Μαρία Θεοφιλάκου]

 

Παγανιστής παρά Χριστιανός. Πανθεϊστής παρά αθεϊστής όπως ο Σαντ. Ποιητής όχι φιλόσοφος. Ερωτευμένος  με την αδελφοσύνη, την ισότητα, την ειρήνη. Ξέρουμε πως ζει οδυνηρά τον Εμφύλιο με ανάστατο τον συναισθηματικό του κόσμο, τον ψυχισμό του ολόκληρο δεν κάνει ούτε τον ιστορικό ούτε το θεατή ούτε τον αοιδό ούτε τον αφηγητή ως σκάλδος [3]. Είναι βυθισμένος ολόκληρος στο δράμα που βιώνει η χώρα του και δεν διεκτραγωδεί παρά μόλις λίγα επεισόδια απ’ αυτό. Διακηρύσσει αδιαπραγμάτευτα την πίστη του στην δημοκρατία, την ειρήνη, την Ένωση την αγάπη για το λαό την πίστη του στον άνθρωπο. Είναι έτσι κι αλλιώς ταγμένος πλάι στη Γαλλία του  1793, στην Ευρώπη του 1848, ενώ το 1871 αγωνίζεται για τη Δημοκρατία ενάντια στην Αυτοκρατορία, για την πρόοδο ενάντια στην οπισθοδρόμηση, για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ενάντια στην καταπίεση και τη αυθαιρεσία.

Είναι ενάντιος στη δουλεία. Υμνεί τα μαύρα κορμιά αντρικά και γυναικεία, εγκωμιάζει τη δεξιοτεχνία του μαύρου στη δουλειά, την ευγένεια και τη χάρη των κινήσεών τους. Υπερασπίζεται τους καταδιωκόμενους αυτόχθονες ερυθρόδερμους. Προσδοκά το λυτρωμό του ανθρώπου και της κοινωνίας.

Άνθρωπος ζωντανός γεμάτος αίμα και σπέρμα που  ξόδευε σπάταλα και τα δύο μη  ξεχωρίζοντας  τα φύλα, υμνώντας τα  εξίσου και ζευγαρώνοντας  μαζί τους. Με μια λέξη, που στην εποχή του δεν υπήρχε, ήταν αμφιφυλόφιλος.

 

Γουόλτ Γουίτμαν, ένας κόσμος, γιος του Μανχάταν,

Απείθαρχος, σαρκικός, αισθησιακός, τρώει, πίνει και ζευγαρώνει,

Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς να στέκεται πάνω από άντρες και

γυναίκες, ούτε μακριά τους,

Εξίσου σεμνός όσο και αλαζόνας.

 

[μτφρ. Αφες Ηλιοπούλου]

 

Αγαπούσε τη φύση. Τυχαίος άραγε ο τίτλος της μοναδικής ποιητικής συλλογής του Φύλλα χλόης; Όπου εντυπωσιάζουν: «οι μακροπερίοδοι στίχοι και οι διασκελισμοί, οι ανισοσύλλαβοι στίχοι, η παρατακτική σύνδεση, ο καθημερινός λόγος, η ακανόνιστη στίξη, η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας που έρχονται σε αντίθεση με την παραδοσιακή φόρμα» [4]. Ακόμα οι απροκάλυπτες και απροκατάληπτες αναφορές σε γυναικεία και αντρικά σώματα. Οι ερωτικοσεξουαλικοί υπαινιγμοί σαφείς και ξεκάθαροι σκανδάλισαν τους αναγνώστες της εποχής του. Η Έμιλυ Ντίκινσον αλλά και άλλοι ο ομότεχνοί του αρνιόντουσαν να τον διαβάσουν θεωρώντας τον αισχρό, ενώ ο μέντορας της Ντίκινσον αξίωνε να καεί στην πυρά το βιβλίο του. Πάλι καλά που δεν αξίωσε να τον κάψουν ζωντανό, όπως τις Μάγισσες του Σάλεμ ή το Άλικο γράμμα του Χώθορν.  Δεν ήταν απλώς σκανδαλώδες το έργο του γι αυτούς, ήταν απαράδεκτο, αισχρό, αδιανόητο για τα χρηστά ήθη. Ωστόσο υπομονεύοντας αυτός παρέμενε «εντός του κόσμου τούτου», αντίθετα από τον Ρεμπώ που είχε τη μανία του αναχωρητή. Ο Ουίτμαν έγραψε «ωσάν κανένας να μην είχε γράψει πριν από αυτόν».

Ω εγώ! Ω ζωή! Στα ερωτήματα αυτά συνεχώς επανέρχομαι,

Για τα τρένα τα ατέρμονα που είναι γεμάτα με άπιστους, για τις πόλεις

που είναι γεμάτες με ανόητους,

Για τον εαυτό μου που μονίμως μέμφεται τον εαυτό μου (γιατί ποιος

είναι πιο ανόητος από μένα και πιο άπιστος;)

Για τα μάτια που διψούν για φως, για τα ταπεινά αντικείμενα,

για τον αγώνα που αιώνια συνεχίζεται,

Για τα πενιχρά επιτεύγματα όλων, για τα εξαθλιωμένα πλήθη γύρω

μου που μοχθούν,

Για τα αδειανά και άχρηστα χρόνια των υπολοίπων, στους υπόλοιπους συγκαταλέγομαι κι εγώ,

Η ερώτηση, ω εγώ, τόσο θλιμμένη, επανέρχεται  ̶  Τι καλό υπάρχει

μέσα σε όλα αυτά, ω εγώ, ω ζωή;

 

Απάντηση

Ότι είσαι εδώ  ̶  ότι η ζωή υπάρχει και η ταυτότητα,

Ότι το πανίσχυρο παιχνίδι συνεχίζεται, κι εσύ μπορείς να συμβάλεις

με έναν στίχο.

 

[μτφρ. Αφες Ηλιοπούλου]

 

 

Αποστασιοποιήθηκε από τους συγχρόνους  του, όπως για παράδειγμα από τους λεγόμενους ευγενείς της Βοστώνης: Λόνγκφέλοου, Μράιαντ, Τέηλορ. Γνώριζε όμως κι εκτιμούσε και επηρεάστηκε από τον μεγάλο Ουίλιαμ Μπλαίηκ, ενώ είχε διαβάσει Χάινε, Σαίξπηρ, Ντίκενς  και βέβαια τους Ψαλμούς του Δαβίδ, το Βιβλίο του Ιωβ, τη Γένεση και σίγουρα τα μεγάλα αρχαία έπη Ελλάδας και Ινδίας.

Οι επιδράσεις που άσκησε πάνω του η Φύση υπήρξε γι αυτόν καθοριστική. Από μικρός ο Γουίτμαν, πολύ περισσότερο συνειδητά όσο μεγάλωνε υπήρξε παιδί κι ύστερα ποιητής της ακροποταμιάς, του φεγγαρόφωτου, του δάσους, του ξέφωτου, του ανέμου, της νύχτας, της θάλασσας, των δέντρων, των φυλλωμάτων, της χλόης, των φύλλων. Αλλά ήταν και γαλουχημένος από την πείρα και την πυρά, ενώ από την πρώτη του νιότη αγάπησε την ανεξαρτησία και αντλούσε από τη δική του παρακαταθήκη, τις δικές του αποσκευές.

Οι μελωδική γραμμή των στίχων του έχει και περάσματα από τον ένα ρυθμό στον άλλο, έχει αρμονίες και δυσαρμονίες γιατί άλλοτε κραυγάζει κι άλλοτε επανέρχεται στο αγαπημένο του μοτίβο της καθημερινής ομιλίας. Μιλώντας στις μάζες γίνεται περιαυτολογών, τραγουδά τον εαυτό του, τον ωκεανό, τις Πολιτείες της Αμερικής. Πληθωρικός, ανεξάντλητος, σχοινοτενής αλλά κάθε άλλο παρά κουραστικός, ανιαρός και ποτέ τέλειος αφού γνωρίζει πως τελειότητα δεν υπάρχει.

Από το παρελθόν γνώριζε κι επιζητούσε να μάθει μόνο ό,τι του χρησίμευε για να δει με μεγαλύτερη ενάργεια το μέλλον.

 

Μέσα από μένα φωνές για χρόνια βουβές

 

Φωνές από ατέλειωτες γενιές σκλάβων…

 

Κι από τα δικαιώματά τους που άλλοι ποδοπατούν…

 

Ο Γουόλτ Γουίτμαν γεννήθηκε στις 31 Μαΐου του 1819, στο West Hill της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του ήταν Κουάκεροι ζούσαν φτωχικά και είχαν εννέα παιδιά. Ο Γουίτμαν εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία έντεκα ετών για να εργαστεί, προκειμένου να στηρίξει οικονομικά τους δικούς του.

Εργάστηκε στην εφημερίδα Patriot, όπου έμαθε τα μυστικά της τυπογραφίας. Άρχισε να επισκέπτεται τις βιβλιοθήκες της Νέας Υόρκης, να παρακολουθεί θέατρο και να δημοσιεύει ποίηση ανώνυμα. Σε ηλικία είκοσι τριών ετών, έγινε ο εκδότης της έγκριτης εφημερίδας Brooklyn Daily Eagle, όμως απολύθηκε καθώς υποστήριζε το κόμμα Free Soil, που τασσόταν κατά του θεσμού της δουλείας.

Το 1855, ο  Ουίτμαν εξέδωσε με δικά του έξοδα τη διασημότερο έργο του, την ποιητική ανθολογία Φύλλα χλόης. Η πρώτη έκδοση περιείχε μόνο δώδεκα ποιήματα. Ο Ουίτμαν πέρασε τη ζωή του δουλεύοντας πάνω στη συγκεκριμένη συλλογή, προσθαφαιρώντας ποιήματα και αλλάζοντας φράσεις. Ξεκίνησε μ’ ένα μικρό βιβλιαράκι το 1855 με εξώφυλλο που  δείχνει ένα εργάτη ντυμένο με τα ρούχα της δουλειάς και τελείωσε το 1892.

Σήμερα, τα Φύλλα χλόης συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα ποιητικά έργα του 19ου αιώνα.

Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα χλόης (Leaves of Grass). Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει τη δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Ουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των Φύλλων χλόης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Thayer and Eldridge.

 

Στον Αμερικανικό Εμφύλιο, ο Γουίτμαν άρχισε να εργάζεται στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Επισκεπτόταν συχνά τους τραυματισμένους στρατιώτες των Βορείων και προσπαθούσε να τους φτιάξει τη διάθεση. Εκείνη την περίοδο, ο Γουίτμαν έγραψε τα ποιήματα της συλλογής Τυμπανοκρουσίες, τα οποία πραγματεύονταν τον πόλεμο, τον πατριωτισμό και τη δημοκρατία. Τα ποιήματα συμπεριλήφθηκαν στην τέταρτη έκδοση της συλλογής Φύλλα χλόης, μαζί με το ποίημα «O Captain! My Captain!», μια ελεγεία του Γουίτμαν για τον πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν.

 

Το 1873, ο Γουίτμαν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Παραιτήθηκε από την δουλειά του και μετακόμισε στο Κάμντεν της Νέας Υόρκης, στο σπίτι του αδερφού του, το οποίο αργότερα αγόρασε. Πέθανε το 1892. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η ένατη και τελευταία έκδοση των Φύλλων χλόης, «η έκδοση του νεκροκρέβατου», όπως συνήθως αποκαλείται. Η ποιητική αυτή συλλογή είναι η μοναδική  του Ουίτμαν όπως τα Άνθη του Κακού είναι η μοναδική ποιητική συλλογή του Μπωντλαίρ.

Κληροδότησε στο μέλλον αυτή τη βαριά διαθήκη τα Φύλλα Χλόης και επηρέασε πολλούς ποιητές όπως τους Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, Χαρτ Κρέην, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Τζον Μπέριμαν, Φ. Γκ. Λόρκα, Πάμπλο Νερούδα ακόμα κι ο Πάουντ με διακηρυγμένη την αντιπάθειά του προς αυτόν ήταν περήφανος που ήταν συμπατριώτης του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] John Donne [1572- 1631], μτφρ. Γ. Νίκας
[2] από την εισαγωγή του Πωλ Ζαματί σε μετάφραση Γιώργου Σπανού στο τομίδιο Γουίτμαν/λογοτεχνία στη σειρά Πρόσωπα & Ιδέες των εκδόσεων Πλέθρον, 1986
[3] όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά κατάρες κι εξορκισμοί εναντίον των εχθρών.
[4] από τον πρόλογο της Ανθολογίας από τα Φύλλα Χλόης που μετέφρασαν κι επιμελήθηκαν οι αδελφές Ελένη & Κατερίνα Ηλιοπούλου για τις εκδόσεις Κέδρος 2019.

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.