Τρεις λέξεις με συναρπαστική λειτουργική δύναμη που έπλασε η αρχαία Ελληνική είναι τα παραπάνω σύνθετα επίθετα οἰστρήλατος-ον και οἰστροδίνητος-ον, οἰστροδόνητος-ον.
Πρώτο συνθετικό και των τριών είναι το ουσιαστικό οἶστρος (ὁ), που δηλώνει το έντομο, είδος μύγας, το οποίο καταδιώκει τα ζώα και με το κέντρισμά του ή τον βόμβο του τα ερεθίζει και τα εξαγριώνει μέχρι μανίας κν. βοϊδόμυγα ή αλογόμυγα. Παράγωγο του ουσιαστικού αυτού είναι το αρχαίο ρήμα οἰστράω-ῶ = κεντώ, ιδίως επί του εντόμου, εμβάλλω σε μανία.
Το δεύτερο συνθετικό –ήλατος του πρώτου επιθέτου προέρχεται από το ρήμα ἐλαύνω, του οποίου η βασική σημασία είναι κινώ, θέτω σε κίνηση προς τα εμπρός, και οἰστρή-λατος σημαίνει το διεγερμένο από το νύγμα τού οίστρου ζώο. Ομόρριζο τού οἰστρήλατος είναι το ρήμα οἰστρηλατέω-ῶ= οδηγώ σε μανία, το οποίο σήμερα σημαίνει μεταδίδω ενθουσιασμό σε κάποιον και στη μέση φωνή καταλαμβάνομαι από ενθουσιασμό. Την ίδια σημασία με το οἰστρήλατος έχουν και τα δύο έτερα επίθετα, οἰστροδίνητος (←οἶστρος + το ρήμα δινέω-ῶ =περιστρέφω, τριγυρίζω) και οἰστροδόνητος (← οἶστρος + δονέω-ῶ = τινάσσω, σείω —για άνεμο— διεγείρω, εξεγείρω), τα οποία δηλώνουν τον καταδιωκόμενο από τον οίστρο και ως εκ τούτου τον μανιωδώς περιφερόμενο.
Τα έντομα οἶστροι είναι διαφόρων ειδών: ο οἶστρος τού προβάτου, του βοδιού, του αλόγου. ΄Εχουν μέγεθος λίγων χιλιοστών και κεντρί δυνατό και μακρύ και βγάζουν τραχύ και βομβώδη ήχο.
Ο Αριστοτέλης στο Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι σημειώνει για τα έντομα (596 b, 12):
Καὶ τούτων τὰ μὲν παμφάγα (πάντων γὰρ γεύεται τῶν χυμῶν ), οἷον
αἱ μυῖαι, τὰ δ’ αἱμοβόρα, καθάπερ μύωψ καὶ οἶστρος·
Και από αυτά άλλα είναι παμφάγα (γιατί γεύονται όλους τους χυμούς),
όπως οι μύγες, ενώ άλλα ρουφούν αίμα, όπως ο τάβανος1 και η
βοϊδόμυγα.
Στη ραψωδία χ της Οδύσσειας ο Οδυσσέας μαζί με τον Τηλέμαχο, τους δύο πιστούς βοσκούς του, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, και με την προστασία της θεάς Αθηνάς σκοτώνουν όλους τους μνηστήρες. Σε κάποιο σημείο της αφήγησης τού εξολοθρεμού τους, ο ποιητής γράφει πως από τον φόβο τους οι μνηστήρες τράπηκαν σε φυγή, παρομοιάζοντάς τους με αγελάδες για τις οποίες προσθέτει (στ. 300-301):
τὰς μέν τ’ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν
ωρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ’ ἤματα μακρὰ πέλονται.
που πάνω τους η μανιασμένη η βοϊδόμυγα όρμώντας τις ερέθισε
την εποχή της άνοιξης, τότε που ’ναι μεγάλες οι ημέρες.
Συνεκδοχικά οἶστρος σήμαινε και το κεντρί και το κέντρισμα, το δυνατό χτύπημα, όπως βλέπουμε και στο δράμα τού Ευριπίδη Ἡρακλῆς μαινόμενος, όπου η Λύσσα, σταλμένη από την ΄Ηρα να τρελάνει τον ήρωα, περιγράφοντας πώς θα βάλει σε ενέργεια την τρομερή εντολή τής θεάς, λέει συν τοις άλλοις (στ. 861-863):
οὔτε πόντος οὕτως κύμασιν στένων λάβρως
οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῦ τ’ οἶστρος ὠδῖνας πνέων,
οἷ’ ἐγὼ στάδια δραμοῦμαι στέρνον εἰς Ἡρακλέους.
Ούτε ο πόντος που τόσο βρυχάται μανιασμένα με τα κύματα
ούτ’ ο σεισμός τής γης και τού κεραυνού το κτύπημα που οδύνες πνέει
θα τρέξουν όσο γρήγορα θα διανύσω εγώ τα μέτρα χυμώντας μες
στου Ηρακλή το στήθος.
Μεταφορικά, δε, η λέξη οἶστρος χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει την παραφροσύνη, την τρέλα και κάθε σφοδρή επιθυμία. Στις Βάκχες, στο αριστουργηματικό αυτό έργο τού Ευριπίδη, ένας βουκόλος έρχεται από τον Κιθαιρώνα και ιστορεί στον βασιλιά Πενθέα τα όσα φοβερά και θαυμαστά είδε να γίνονται στο βουνό από τις βάκχες. Αρχίζει λοιπόν τη διήγησή του λέγοντας (στ. 664-665):
ΑΓ. Βάκχας ποτνιάδας εἰσιδών, αἳ τῆσδε γῆς
οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν,
[…]
ΑΓ. Τις βάκχες τις μαινόμενες σαν είδα, αυτές που απ’ τη γη ετούτη
μες σε παραφροσύνη τέντωσαν τα λευκά τους πόδια με ορμή και
φύγαν,
[…]
Βάκχες
Και ο Ηρόδοτος μιλώντας για την Αίγυπτο, δίνει την πληροφορία ότι τα ψάρια τα κοπαδιαστά δεν γεννιούνται στα ποτάμια της· τρέφονται μέσα στις λίμνες και (ΙΙ 93):
ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυίσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλέουσι ἐς θάλασσαν·
όταν τα πιάσει η έντονη επιθυμία της γονιμοποίησης, ξεκινούν σε κοπάδια
για τη θάλασσα·
Από τους Αλεξανδρινούς χρόνους και μετά, ο οἶστρος, ως συνέχεια του σφοδρού πάθους απέκτησε τη σημασία τής έμπνευσης, του παράφορου δημιουργικού ενθουσιασμού.
Από το ρήμα ἐλαύνω (παράλληλος σπάνιος τύπος του, κυρίως ποιητικός, είναι το ἐλάω), το οποίο εκτός από τη βασική σημασία που αναφέραμε, είχε και άλλες, όπως κτυπώ, σκάβω, ως αμετάβατο,δε, πορεύομαι κ. ά., η Ελληνική γλώσσα (αρχαία και νέα) σχημάτισε πολλά παράγωγα και ομόρριζα, απλά και σύνθετα: προελαύνω, προέλασις, ἐπελαύνω, ἐπέλασις, ἀπελαύνω, παρελαύνω (→ μεταγεν. παρέλασις → παρέλαση)· ως δεύτερο συνθετικό – ήλατος υπάρχει και στο επίθετο σφυρ-ήλατος, και ως –ηλάτης υπάρχει στις λέξεις ἁρματ-ηλάτης, ὀνη-λάτης= ο ονηγός, ο γαϊδουρολάτης, βοη-λάτης, ἰχν-ηλάτης, ἰχνηλατέω-ῶ· ὁ ἐλατήρ-ῆρος= αυτός που οδηγεί, που κινεί π.χ. ίππους και εξ αυτού προήλθε το επίθετο ἐλατήριος-ον= αυτός που απομακρύνει, αποδιώκει, με το ουδέτερο ἐλατήριον (εννοείται φάρμακον) να δηλώνει καθαρτικό φάρμακο ⸺ η σημερινή σημασία τού εξαρτήματος μηχανής ή συσκευής που θέτει σε κίνηση τον μηχανισμό της είναι νεότερη. Νεότερες είναι και οι λέξεις έλασμα, ελαστικό, ποδ-ήλατο κ.ά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και η προστακτική «έλα» που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι της αρχαίας Ελληνικής· συγκεκριμένα ανήκει στον παράλληλο τύπο τού Ενεστώτα ἐλάω-ῶ, και αντικατέστησε τον μεσαίωνα την προστακτική ἐλθέ τού ἔρχομαι.
Στους Πέρσες του Αισχύλου, το είδωλο του νεκρού βασιλιά Δαρείου το οποίο αναδύεται από τον τάφο του επικρίνει τον γιο του, τον Ξέρξη, για την αλαζονεία του « που είχε την ελπίδα τη ροή τού ιερού Ελλησπόντου και το ρεύμα τού θείου Βοσπόρου να κρατήσει με δεσμά σαν δούλο ⸺ ακολουθούν οι στίχοι 747-748:
καὶ πόρον μετερρύθμιζε, καὶ πέδαις σφυρηλάτοις
περιβαλὼν πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν πολλῷ στρατῷ·
΄ και άλλαξε το πέρασμα και με σφυρήλατα δεσμά2
αφού το έζωσε, μεγάλο δρόμο έφτιαξε για να περάσει
αμέτρητος στρατός.
Ελλήσποντος
Σε ένα άλλο αισχύλειο δράμα, στις Χοηφόρους, μετά τον φόνο της Κλυταιμήστρας και του Αιγίσθου, ο Χορός που απαρτίζεται από υπηρέτριες του παλατιού εκδηλώνει τη χαρά του για τη λύτρωση από το άνομο δεσποτικό ζευγάρι που σφετερίστηκε τον θρόνο τού Αγαμέμνονα και σε μία αντιστροφή ψάλλει (στ.965-968):
Τάχα δὲ παντελὴς χρόνος ἀμείψεται
πρόθυρα δωμάτων
ὅταν ἀφ’ ἑστίας πᾶν ἐλαθῇ μύσος
καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις·
Και γρήγορα ο χρόνος που όλα τα τελειώνει
τα πρόθυρα του παλατιού θε να διαβεί,
όταν απ’ την εστία κάθε μίασμα διωχτεί
με καθαρμούς που το κακό απομακρύνουν.
Στην τραγωδία, δε, Ἄλκηστις του Ευριπίδη, μετά τον θάνατο της ηρωίδας, έρχεται στο παλάτι ο Ηρακλής, τον οποίο φιλοξενεί ο φίλος του και σύζυγος της νεκρής, ο ΄Αδμητος, αποκρύβοντάς του τον θάνατο της γυναίκας του. Τότε ο Χορός, τον οποίο αποτελούν γέροντες πολίτες των Φερών, διαμαρτύρεται που ο βασιλιάς δέχεται ξένο μέσα στη δυστυχία τους. Και ο ΄Αδμητος τους απαντά (στ.553-554):
ἀλλ’ εἰ δόμων σφε καὶ πόλεως ἀπήλασα3
ξένον μολόντα, μᾶλλον ἄν μ’ ἐπῄνεσας;
Μα τι, εάν τον ξένο που μας ήρθε τον έδιωχνα
απ’ το σπίτι και την πόλη, θα μ’ επαινούσες πιο πολύ;
Τέλος, πάλι στον Ευριπίδη και στο έργο του Ἡρακλῆς Μαινόμενος, όταν εμφανίζονται η ΄Ιρις και η Λύσσα για να οδηγήσουν με εντολή τής ΄Ηρας τον Ηρακλή σε μανία, ώστε να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, οι γέροντες της Θήβας ⸺ ο Χορός τού δράματος ⸺ καταλαμβάνονται από φόβο, όπως εκφράζουν τα λόγια τους (στ. 818-820):
Φυγῇ, φυγῇ
νωθὲς πέδαιρε κῶλον, ἐκποδὼν ἔλα.
Γοργά να φύγουμε, γοργά να φύγουμε,
σήκωνε τ’ αργόσυρτό σου πόδι, μακριά από εδώ προχώρα.
΄Οσο για τα ρήματα δινέω-ῶ⸺ δινεύω, και δονέω-ῶ, το πρώτο παράγεται από το ουσιαστικό δίνη, εξού και περιδίνησις, περιδηνέω-ῶ· το δεύτερο είναι αγνώστου ετυμολογίας, και παράγωγά του είναι οι νεότερες λέξεις δόνηση, δονητής. Εκτός από την προαναφερθείσα κύρια σημασία του, το δονέω- ῶ σημαίνει μεταφορικά διεγείρω πάθος, έρωτα· και οι δύο έννοιες διατηρήθηκαν ώς τις μέρες μας, όπως μαρτυρείται από τα παρακάτω παρατιθέμενα αποσπάσματα.
Κατ’ αρχάς, το δινέω-ῶ. Στη ραψωδία ι της Οδύσσειας θυμίζουμε ότι ο Οδυσσέας περιγράφει στους Φαίακες ανάμεσα στις άλλες περιπέτειές του και την τύφλωση τού Κύκλωπα Πολύφημου, τη μεταφρασμένη περιγραφή της οποίας μπορεί ο ενδιαφερόμενος να αναζητήσει στο άρθρο μας με τον τίτλο «ΟΜΗΡΟΥ Οδύσσεια ι, στ.375-414» (24/4/2021). Από αυτό το εκτενές απόσπασμα παραθέτουμε στο πρωτότυπο τους δύο στίχους όπου ο Οδυσσέας διηγείται τι έκαναν αυτός και οι σύντροφοί του, αφού έμπηξαν στο μάτι τού Κύκλωπα τον ξύλινο πάσσαλο ⸺ στ. 387-388:
Ὧς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
δινέομεν, τὸν δ’ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
΄Ετσι κι εμείς, με το που πιάσαμε τον πάσσαλο με την
πυρακτωμένη άκρη, μέσα στο μάτι του τον στρίβαμε,
και όπως ήτανε καυτός, ολόγυρά του αίμα έτρεχε.
Η τύφλωση του Πολύφημου. Πρωτοαττικός αμφορέας, 650 π. Χ.
Περνάμε στο δονέω-ῶ. Παράδειγμα της κυριολεκτικής χρήσης του συναντούμε στους Ὄρνιθες του Αριστοφάνη. Ο Πεισθέταιρος και τα πουλιά έκτισαν τη νέα πολιτεία ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, τη Νεφελοκοκκυγία, και ακολούθως την περιτείχισαν, όταν ξαφνικά ήρθε ένας αγγελιοφόρος φέρνοντας την είδηση ότι ο απαγορευμένος χώρος τους παραβιάστηκε από κάποιον φτερωτό θεό — πρόκειται για την ΄Ιριδα. «Κι εσείς τι κάνατε;», ρωτάει ο Πεισθέταιρος. «Στείλαμε», απαντά ο αγγελιοφόρος, « τρεις μυριάδες γεράκια. Και μαζί τους πάει κάθε γαμψώνυχο πουλί, γεράκι, βαμβακίνα, γύπας αετός»· και συνεχίζει (στ. 1182-1183):
ῥύμῃ τε καὶ πτεροῖσι καὶ ῥοιζήμασιν
αἰθὴρ δονεῖται τοῦ θεοῦ ζητουμένου·
κι απ’ των φτερούγων την ορμή κι από το σάλαγό τους
δονείται ο αιθέρας, καθώς αναζητείται ο θεός·
Aλλά και η μεταφορική έννοια της διέγερσης έρωτικού πάθους σε κάποιο πρόσωπο απαντά σε μία άλλη αριστοφανική κωμωδία, τις Ἐκκλησιάζουσες. Σύμφωνα με το πρόγραμμα τού πρωτόγονου σοσιαλισμού που αποφάσισε η γυναικοκρατία στην Αθήνα, όλα θα είναι κοινά, κινητά και ακίνητα, ακόμη και οι γυναίκες. Μόνο που όποιος θέλει να σμίξει με μία νέα, θα πρέπει πρώτα να πάει με μία γριά. Αυτό θα ισχύει και για τους άνδρες. Το πρόγραμμα γίνεται δεκτό. Σε μια λοιπόν χαριτωμένη σκηνή, μια κοπέλα περιμένει να δει τον αγαπημένο της που θα περάσει, αλλά και μια γειτόνισσα γριά παραφυλάει κι εκείνη. Οι δύο γυναίκες καυγαδίζουν, κι εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένα παλικάρι. Η κοπέλα τραγουδώντας, τον καλεί στην κλίνη της για να περάσει τη νύχτα μαζί της και —παραθέτουμε τους συνεχόμενους στίχους τού τραγουδιού στο πρωτότυπο (στ. 954-957):
Πάνυ γάρ τις ἔρως με δονεῖ
τῶνδε τῶν σῶν βοστρύχων.
Ἄτοπος δ’ ἔγκειται μοί τις
πόθος, ὅς με διακναίσας ἔχει.
[…]
΄Ερωτας πέρα για πέρα με δονεί
γι’ αυτές τις μπούκλες σου.
Και πόθος ασυνήθιστος φωλιάζει μέσα μου,
που μ’ έχει αφανίσει.
[…]
Κούρος της Αναβύσσου. 570-530 π. Χ.
Το άρθρο μας κλείνει με τα επίθετα οἰστρήλατος και οἰστροδόνητος.
Στην τραγωδία Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου εισέρχεται στη σκηνή η Ιώ, η βασανισμένη από τον οἶστρον της ΄Ηρας ερωμένη τού Δία,4 θρηνώντας για τη δυστυχία της και μεταξύ των άλλων λέει (στ. 576-581):
ἰὼ ἰὼ πόποι, ποῖ δε μ’ ἄγουσι τηλέπλαγκτοι πλάναι;
τι ποτέ μ’, ὦ Κρόνιε παῖ, τί ποτε ταῖσδ’
ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν,
ἓ ἕ,
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν
παράκοπον ὧδε τείρεις;
΄Ωχου, ώχου, ωιμέ, πού μ’ οδηγούνε οι μακρές περιπλανήσεις;!
Σε τι, επιτέλους, του Κρόνου γιε, σε τι, επιτέλους,
με βρήκες να ’φταιξα και μ’ έζεψες σε τέτοιες συμφορές,
ιού, ιού,
και με τρομάρα από οίστρο διωκόμενη τη δύστυχη
έτσι μαινόμενη με τυραννάς;
O Δίας μεταμορφώνει την Ιώ σε αγελάδα για να την κρύψει από την ΄Ηρα. Gotfried Haes (1649-1709)
Τελειώνοντας επιστρέφουμε στον Αριστοφάνη και στην κωμωδία του Θεσμοφοριάζουσες. Πριν αρχίσουν οι γυναίκες τη συνεδρίαση με θέμα την τιμωρία τού Ευριπίδη, αναπέμπουν δεήσεις προς τους θεούς να έρθουν και να παρευρεθούν στη σύναξή τους. Καλούν τον Δία, τον Απόλλωνα, την Αθηνά, και οι ικεσίες τους συνεχίζονται στους στίχους 320-326:
καὶ πολυώνυμε θηροφόνη,
Λατοῦς χρυσώπιδος ἔρνος,
σύ τε, πόντιε σεμνὲ Πόσειδον
ἁλιμέδον,
προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντα
οἰστροδόνητον, Νηρέος εἰναλίου τε κόραι
Νύμφαι τ’ ὀρείπλαγκτοι.
Κι εσύ πολυώνυμη θηριοφόνισσα,5
της χρυσομάτας της Λητώς βλαστάρι, [έλα],
κι εσύ, θεέ τού πόντου, Ποσειδώνα σεβαστέ,
θαλασσοκυβερνήτη,
πίσω αφήνοντας τα βάθη που γεμάτα ψάρια
δονούνται μανιασμένα, και τού θαλασσινού Νηρέα κόρες εσείς
και Νύμφες που στα όρη τριγυρνάτε.
1)Μύωψ στο πρωτότυπο. Πρόκειται για τον Τάβανο τον βόϊο κν. επίσης βοϊδόμυγα. Είναι μεγάλη μύγα. Παρασιτεί στα βόδια, τα άλογα και τα γαϊδούρια, και το κεντρί του είναι πολύ οδυνηρό.
2)Εννοούνται οι αλυσίδες.
3)Ἀπήλασα: Αόριστος του ἀπελαύνω.
4)Για την Ιώ βλ. σχ. 14 του άρθρου μας με θέμα τις λέξεις Ὕπαστρος ⸺ Ἀστρογείτων (7/9/2024).
5)Εννοείται η ΄Αρτεμις.