Είχε έρθει, λέει, μέσα στη νύχτα. Μ’ έναν ποδήρη, λευκό χιτώνα τυλιγμένος. Τα χέρια του άφαντα κι αυτά μέσα στον λευκό του χιτώνα. Τα πόδια του το ίδιο. Άγαλμα νόμιζες που κινούνταν μέσα στη νύχτα, αργά, ανήσυχα αργά. Ήξερε μήπως πού πήγαινε; Κανένας δεν κυκλοφορούσε αυτή την ώρα στη χειμωνιάτικη μικρή, χαλασμένη πόλη. Ούτε καν τα νυκτόβια πλάσματα της σκοτεινής νύχτας που χάνονται μέσα σε υπόνομους ή στα τενάγη της πρασινωπής λιμνοθάλασσας. Κανείς δεν κυκλοφορεί, αλήθεια; Κανείς δεν θα δει τον λευκοφορεμένο ποιητή; Σίγουρα, κανείς. Αλλά κι αν ακόμα τον δει, μήπως θα τον αναγνωρίσει; Ακόμα και η ανάμνησή του έχει ξαχνίσει…
Μονάχα το χολάτο φως του φεγγαριού. Υψώνει το κεφάλι του. Το βλέπει. Δευτερόλεπτα, ίσως κι αιώνες, μένει αποσβολωμένος να το κοιτά. Ίδιο κι απαράλλαχτο-το μόνο-όπως και τότε. Πότε; Όταν το πρώτο πριάρι γλιστρούσε ανεμπόδιστο πάνω στα ασημένια νερά. Κι αυτός, παιδί, στην πλώρη του. Τώρα ξανά το φεγγάρι. Αλλάζει αυτό έκφραση, αλλάζει χρώμα. Κίτρινο, πράο και ήρεμο, χλωμό, άρρωστο και πονεμένο, κόκκινο φλογισμένο από θυμό ή έρωτα. Το πριάρι κείται κουφάρι ζωντανού οργανισμού, στις ρήχες των λασπωμένων νερών. Και ο ποιητής «εξαχνωμένος» αλλάζει το βλέμμα του, αν προτιμάτε αλλάζει και το φεγγάρι. Ο ποιητής τώρα έχει ένα ολόκληρο σύμπαν πάνω από το κεφάλι του. Κι όταν φύγει απ’αυτόν τον αργόσυρτο δρόμο της αποψινής βραδιάς, ένα ολόκληρο, αιώνιο σύμπαν θα έχει ολόφωτο μέσα στα φυλλοκάρδια του.
Βαδίζει βασανιστικά αργά. Ως να μη θέλει να φτάσει στον προορισμό του. Ή τέλος πάντων σ’αυτό που έλεγε κάποτε προορισμό… Της ζωής, της φύσης, της δημιουργίας, του ταξιδιού, του θανάτου ίσως… Υπάρχει προορισμός του θανάτου; Δεν είναι το τέλος κάθε προορισμού ο θάνατος; Μα, θα μου πείτε πρόχειρα, η μεταθανάτια ζωή. Όχι, ο ποιητής δεν θα απαντήσει σε υπαρξιακές αφέλειες απόψε. Ό,τι ήταν να πει, το είπε. Τότε. Χρόνια πριν. Αιώνες πριν. Τώρα, γυροφέρνει μέσα στη νύχτα, στη γνωστή-άγνωστή του πολίχνη. Φράγκοι, Τούρκοι, Βενετσιάνοι, Γάλλοι κάθε λογής, Ρωσότουρκοι, Εγγλέζοι, σιδερόφραχτοι θανατηφόροι όλοι αρμενίζουν στον ουρανό του απόψε. Αυτός δεν τους ήξερε παρά μονάχα στα χαρτιά του. Κι απόψε… Απόψε, ναι, ήρθαν ξανά στον δρόμο του. Κατέβηκαν από τους ουρανούς, σαν σε φαντασίωση φριχτή, τρυπώνουν στην καρδιά, μπλέκονται στις φλέβες και τις αρτηρίες του, ψαχουλεύουν τα οστά και τις σάρκες του… ειρωνεύονται, καγχάζουν, βγάζουν το δεφτέρι τους, δεν είναι ποιήματα, νούμερα είναι, «μετρονόμοι» της αρπαχτής, ανένδοτοι μονάχα στο παζάρεμα. Αλλά αυτός δεν τους γνωρίζει, δεν έχει νταραβέρια μαζί τους, δεν είναι στους στίχους του, δεν τους είδε ποτέ κι αν είδε τα πρόσωπά τους τ’αντίκρισε με μια διάφανη μεμβράνη τυλιγμένα, πρόσωπα τυλιγμένα με σελοφάν, λουστραρισμένα. Αυτός δεν είχε πάρε – δώσε μαζί τους. Γιατί, όπως έλεγε, αυτός έχει άλλη «πατρίδα». Δεν έλεγε ποτέ το όνομα αυτής της μυστήριας πατρίδας… Δώρο Θεού, αυτό είναι το δώρο του Θεού, έλεγε. Δώρο Θεού. Σε όλους τους ανθρώπους και στα ζωντανά και στα άψυχα. Σε όλα. Αλλά μονάχα οι ποιητές δέονται γι’αυτή… Να μην είναι το είδος που θα αφανίσει η αμαρτωλή μας «οικοσοφία».
Βαδίζει, κι όλο βαδίζει, αργά, βασανιστικά αργά μέσα στη νύχτα. Η Ανατολική παραλία, η Άγια Κάρα του άφαντη. Δεν τρυπώνει μέσα στα στενά. Φοβάται το σκοτάδι. Άλλωστε έχει μετακομίσει από κει προ πολλού. Βαδίζει στην παραλιακή λεωφόρο. Τα ψαράδικα ταβερνάκια τα σάρωσε το κύμα κάποιας άγνωστης, ανώνυμης καταιγίδας. Επιγραφές πολύγλωσσες, φώτα πολύχρωμα, καφετέριες, φαγάδικα, τριώροφες, τετραώροφες πολυκατοικίες-τίποτα δεν αναγνωρίζει τώρα ο ουράνιος ανιχνευτής του. Τα τραμέντζα, οι κουρελούδες, το τηγάνι με το μαριδάκι και τη λιλιπούτεια αθερίνα πάγωσε στο τελευταίο χέρι της νοικοκυράς και του ταβερνιάρη. Η κούπα το κρασί χύμα «εμφιαλώθηκε». Το φτιασίδι της ταπεινής μαστόρισσας απόδρασε από τον ξύλινο κομμό της και πέταξε στον πλάνητα πλανήτη, που κανείς δεν του αντιστέκεται. Τα ξυπόλητα πόδια των ψαράδων και τ’αργασμένα χέρια που πλέκουν τα δίχτυα μετεωρίζονται στο μουσείο. Ένας σωρός οι μνήμες του. Τις φαντασιώνεται μέσα σε τεράστιους στιγματισμένους κάδους που αντιστέκονται στην ανακύκλωσή τους. Α, η ανακύκλωση των αναμνήσεων, όπως η ανακύκλωση των σκουπιδιών… φύρδην μίγδην, κολλώδεις αλοιφές που συγχωνεύουν στο ζύμωμα όλα τα παιδιάστικα χρώματα για να γίνουν μια γκρίζα άχρωμη, αδιάφορη, απωθητική μάζα.
Η πλατεία της παραλίας. Η προκυμαία. Το Μαϊστράτο. Πού βρίσκομαι; αναρωτιέται. Ξανά ο χάρτης της μνήμης του. Τσαλακωμένος από την πολυκαίρια, ούτε αυτός δεν μπορεί να τον βοηθήσει πια. Δειλά προβάλλει το χέρι του για δευτερόλεπτα, το αποσπά από το ρούχο του, ανοίγει τον χάρτη ολόκληρο κι αρχίζει τον μαθηματικοποιημένο αφανισμό του. Μάθημα ανατομίας πάνω στο ξεχαρβαλωμένο σώμα της πόλης του. Στα δύο, στα τέσσερα, στα οχτώ, στα εκατόν δεκαοχτώ, στα χίλια δεκαοχτώ, τον αλέθει, τον κάνει πολτό, πάει…
Οι ποιητές απέναντί του βουβοί. Δεν γνωρίζουν τίποτε από τη μοιραία παράλειψη. Διάλυση, ανασύνθεση. Όπως στα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης. Όπως στον κύκλο της ζωής. Αυτός μόνο ξέφυγε από τη διαδικασία. Οι ομότεχνοι στάθηκαν πιο τυχεροί. Διάλυση –ανασύνθεση. Ακολουθήθηκε η διαδικασία. Υπήρξε ανάμεσά τους. Το θυμάται καλά. Είχε περάσει τις εξετάσεις λίαν επιτυχώς. Το βιογραφικό, τα έργα του, οι τίτλοι, τα βραβεία, οι κριτικές, τα εγκώμια… Όλα είχαν υποβληθεί στις έγκριτες επιτροπές.
Μυριβήλης: «Είσαι ο μεγάλος ποιητής του τόπου, ένα είδος “παντάν” του Παλαμά». Νιρβάνας: «Η ζωή σου γεμάτη ανησυχίες. Ξεκίνησες από γιος ψαρά στη Λευκάδα, για να φθάσεις, μέσα από οδυσσειακές περιπέτειες, να γίνεις γιατρός, δικηγόρος, θεολόγος, και πάντα ποιητής της ζωής…». Μαλακάσης: «Τα ποιήματά σας με κατέθελξαν…». Λαπαθιώτης: «…παλλόμενη και χωρίς ανάπαυλα ποιητική παραγωγικότης…». Σπαταλάς: «Είσαι ο ψάλτης της Δόξας…». Θρακιώτης: «Χιμαιρικός, μεγαλοφάνταστος, ονειρώδης…» Πέτρος Ραΐσης: «…παρελαύνεις από της τρυφεράς μαθητικής ηλικίας μέχρι της πρώτης μέθης ως Ολυμπιονίκης». Αναστάσιος Σκιαδαρέσης: «Γεννήθηκες ποιητής». Γεράσιμος Γρηγόρης: «Υιέ του Άτλαντος…εσύ δεν μοιάζεις ποτέ με τον εαυτό σου…».
Οι μνήμες του τόπου του, η μνήμη των παλιών ψαράδων… Όχι δεν θα «πέθαινε». Ανάμεσα στους μεγάλους, ένας μεγάλος κι αυτός. Έστω πεθαμένος. Να, λοιπόν, τα αγάλματα. Έτσι ξεφύτρωσαν. Δήμαρχοι, δημοτικά συμβούλια, μια γραφειοκρατία μνήμης για τον μέλλοντα χρόνο είχε τότε αποφασίσει. Και η έγκριτη επιτροπή εισακούεται. Και έγιναν όλοι τους αγάλματα. Όχι, δεν θα πέθαιναν. Κανένας δεν θα μπορούσε να τους ταρακουνήσει από τη γη τους. Στυλωμένοι δίπλα –δίπλα μέσα στο πάρκο. Με μια συμμετρία καλώς υπολογισμένη. Να μην ενοχλούν, να μην ενοχλούνται. Τα παιδιά να τρέχουν στον κενό χώρο, παίζοντας ζωηρά την μπάλα τους. Χωρίς να ενδιαφέρονται καν για την ακίνητη, επίμονη παρουσία τους. Κάποιοι τουρίστες μόνο… ή δάσκαλοι μικρών μαθητών. Οι πιο πολλοί περνούσαν αδιάφορα. Τι τους ένοιαζε; Αγάλματα ήταν…
Τώρα βρίσκεται απέναντί τους. Κι αυτοί, οι ποιητές, απέναντί του τώρα μαρμαρωμένοι. Ο μόνος άστεγος. Αυτός. Τα πρόσωπά τους ατενίζουν την απεραντοσύνη της μνήμης. Δεν του γνέφουν, δεν θροΐζουν τα βλέφαρά τους, δεν μετέχουν στην αγωνία του. Πού είμαι; ρωτάει σπαρακτικά. Δεν υπάρχω πια; Γιατί, μήπως δεν υπήρξα καλός στην παρέα; Τόσες κουβέντες, τόσα αστεία, τόση ταπεινότητα… Α, μήπως αυτό πληρώνω τώρα; Την ταπεινότητα, ναι, αυτή των φτωχοψαράδων της Άγια Κάρας, όλων των φουκαράδων που έχασαν το πέλαγος και βυθίστηκαν στη ρήχα της λασπωμένης λιμνοθάλασσας; Εγώ, λοιπόν, εγώ ο Δημήτριος Γολέμης, ο Γολεμάκιας, του Παναγιώτη και της Αργύρως, ο ιατρός των φτωχών, ο γυμναστής, ο ολυμπιονίκης, ο νομικός, ο θεολόγος, ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο πολιτικός… Από το μονόξυλο της λιμνοθάλασσας, στην Αθήνα υπηρέτης σε πλούσιες βίλες στο Φάληρο. Και μαζί φοιτητής. Κι ύστερα γιατρός, διπλωματούχος γυμναστής. Και ολυμπιονίκης στην πρώτη Ολυμπιάδα της Αθήνας. Κρύβω το τηλεγράφημα στο στήθος μου: «Ο Φλαχ ενίκησεν την Υφήλιον, ο δε Γολέμης την Ευρώπην». Κοσμοπολίτης- Παρίσι, Αίγυπτος, Κωνσταντινούπολη, Πειραιάς, Αθήνα, Σερβία και Πρέβεζα, και Λευκάδα και Μύτικα…
Μα, θυμάμαι πολύ καλά ήμουν παρών, ανάμεσά σας. Μετράω ξανά και ξανά. Τα δάχτυλά μου έσπασαν από το μέτρημα. Είμαι άφαντος. Νύχτες και μέρες τα νούμερα ίδια, οι εικόνες ίδιες και απαράλλαχτες. Ας υπήρχε τουλάχιστον το κενό. Κάποια υπόσταση έχει και το κενό. Παρέχει ελπίδα. Πως κάποια κοντινή ή μακρινή, απροσδιόριστη στιγμή θα πληρωθεί! Κάποιος περαστικός από τον «Κήπο των Ποιητών» του σφύριξε πως πια δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Ο επιβλέπων των εργασιών δεν μέτρησε σωστά τα αγάλματα. Δεν έχει προβλεφθεί «βάση» γι’αυτόν. Ποιος, ποιοι οι υπεύθυνοι; Σίγουρα όχι οι ομότεχνοι… Αλλά τότε ποιοι; Ποιοι είναι εκείνοι που εν ψυχρώ αποφάσισαν την έξοδό του; Τον εκπατρισμό του από τη μνήμη. Είχα γράψει κάποτε, μονολογεί, για τη Δύναμη του Νου. Τότε… Τώρα τι θα ‘γραφα; Μήπως για τη δύναμη της λησμονιάς; Για την αυτοκρατορία της απάθειας; Αλλά, τουλάχιστον, πού είναι οι «γραμματικοί», οι κριτικοί, οι ειδήμονες…
Τι μπορεί σήμερα να «κατασκευάσει» ένας «ποιητής»;
Έργα, έργα, έργα… Τον λόγον έχουν τα κονδύλια, τα πακέτα, οι επιδοτήσεις, οι τεχνοκράτες, οι πολιτικοί, οι δήμαρχοι, οι έμποροι, οι μηχανικοί, οι εργολάβοι, οι εταιρείες… Αυτή η αλυσίδα της ζωής. Αυτή η συνομοταξία των εργατών του πολιτισμού… Σ’αυτούς να απευθυνθείτε κύριε, του πετάει ένα γλαρόνι σε χαμηλή πτήση από την προκυμαία.
Κι ο ποιητής με μια αιφνίδια –σαν ξάφνιασμα-χειρονομία, σπάει τους «εφτά φλοιούς του ουρανού», πετάει τον λευκό χιτώνα, -ομπρέλα θαρρείς πάνω από την αιωνιότητα των ομοτέχνων του- και αποκαλύπτεται. Επίσημος, αυτόφωτος, με το φράκο του και τα λευκά του γάντια, το αργυρούν παράσημον του Σωτήρος στο πέτο. Νεύει σιωπηλός στο αδέσποτο γλαρόνι, υποκλίνεται ταπεινά μπρος στο αθώο μεγαλείο του:
Σα μεθυσμένος στέκομαι/και ξεπλανάω τον άναρχο το χρόνο./Πόνοι, χτυπήματα δε μ’ενοχλούν./Μ’ανάποδα μάτια βλέπω τον κόσμο/θαρρώ πως όλα κατρακυλούν.
-Να σε χαρώ, ψυχούλα μου…
Με υψωμένο χέρι αποχαιρετισμού στα ακίνητα αγάλματα του Κήπου των Ποιητών, ατενίζοντας τον νυχτερινό ουρανό:
Έλα ουρανέ και πάρε με/Με σπρώχνει αλάργα η Γη…
Την επόμενη αυγή ο πρώτος εργάτης του Κήπου των Ποιητών μεταφέρει στις αρχές την ιδιόχειρη επίκληση του ποιητή. Και το ζήτημα –ευτυχώς- θεωρείται πια λήξαν…