You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Γράμμα σε μια δασκάλα

Φάνης Κωστόπουλος: Γράμμα σε μια δασκάλα

                    

  Την Πρωτοχρονιά, με την αλλαγή του χρόνου, βγήκα στη σύνταξη και με τούτο το κείμενο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αποχαιρετώ την Ελληνική Εκπαίδευση. Το ελληνικό Δημόσιο δεν με χρειάζεται άλλο. Αρκετά με ανέχθηκε ως εκπαιδευτικό και ως μαθητή που λεηλάτησε κάποτε το σχολείο. Είναι καιρός να ησυχάσει αυτό από μένα× να ησυχάσω όμως και εγώ από δαύτο που το μισώ από παιδί.   Εκπαιδευτήριο ή δεσμωτήριο ήταν για μένα τότε ένα και το αυτό. Πράγματι, χειρότερη τιμωρία για τις σχολικές μου αταξίες δεν μπορούσα να υποστώ: μου έφαγε  τα καλύτερά μου χρόνια, υποχρεώνοντάς με να διδάσκω τα ίδια και τα ίδια. Βγήκα στη σύνταξη σχεδόν αποβλακωμένος. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, μου έδωσαν και εξουσία – σχολική εξουσία. Τέτοιο κακό στην Ελληνική  Εκπαίδευση δεν έχει ξανασυμβεί. Πού είσαι, βρε Ζαφειρία, να δεις τι σημεία και τέρατα συμβαίνουν σήμερα… Δεν ήξεραν, δε ρώτησαν, δεν έμαθαν και αυτόν, τον κάποτε μαθητή σου στο Δημοτικό που ήταν αλήτης και τενεκές στα μαθήματα, τον έκαναν — ποιος θα το πίστευε; — για πέντε ολόκληρα χρόνια ταγό του σχολείου. Δε λήφθηκαν ούτε τα γράμματα ούτε κι αυτά τα καημένα τα σχολειαρόπαιδα. Και με όλα αυτά, βέβαια,  δε θέλω να πω ότι, επειδή η σχέση μου με το σχολείο δεν ήταν ποτέ καλή, δε χρειάζονται στον τόπο μας σχολεία× χωρίς αυτά – κακά τα ψέματα – θα ήμασταν ζούγκλα, αν όχι κάτι χειρότερο. Ο Παλαμάς – όπως τουλάχιστον θυμάμαι τους στίχους του  – έφτασε στο σημείο να πει:

                     Γκρεμίστε – μη διστάζετε — ακόμα κι εκκλησίες,

                     και χτίστε, ναι, χτίστε στη θέση τους σχολεία.

Σχολεία, λοιπόν, γιατί  τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο και πιο επικίνδυνο  από τον άνθρωπο. Το είπε με άλλο τρόπο και ο Μπερτόλτ Μπρεχτ : «Τα πάντα μπορούν να διορθωθούν εκτός από τον άνθρωπο» (Ιστορίες του κ. Κόυνερ).

                                              *

Αυτός ο ολέθριος, λοιπόν, άνθρωπος, αγαπητή και όμορφη κυρία της σχολικής έδρας, ήταν κάποτε μαθητής σου σ΄εκείνο το υπέροχο   Σχολείο – που έχτισε ο Κυριάκος Παναγιωτάκος, ο αρχιτέκτονας της περίφημης Μπλε Πολυκατοικίας στα Εξάρχεια- με τα μεγάλα και γεμάτα φως παράθυρα που βλέπανε και βλέπουν ακόμα στον δρόμο με τις πασχαλιές. Μπορεί εμείς μια μέρα να φύγαμε, αλλά αυτό μένει ακόμα στη θέση του, φτιάχνοντας καινούργιους ανθρώπους. Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, έγιναν μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις (τηλεόραση, διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) και το παιδί του σχολείου, που κάποτε έγραφε πρώτα  με το κοντύλι και μετά με το μολύβι και το μελάνι, σήμερα πληκτρολογεί   όπως  οι μορφωμένοι, και, ενώ ήθελε τότε μονάχα να παίζει, τώρα,  με τις συμμορίες, το μπούλινγκ, τις ληστείες και τα μαχαιρώματα, έγινε κι αυτό αγρίμι των πόλεων με μονιά του  το σχολείο, που κατάντησε, όπως θα ‘λεγε ο Κούντερα, « η τρύπα όπου ο διάβολος λέει την καληνύχτα του».

Νοστάλγησα, κυρία, πολύ τα χρόνια της αθωότητας και «πενθώ», όπως λέει ο νομπελίστας ποιητής, « τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς». Νοστάλγησα τα χρόνια στο δημοτικό σχολείο, τα χρόνια που μ’ έδερνες για τις αταξίες μου, ίσως και  για τις φλογερές ματιές μου. Θα ‘θελα λοιπόν να γυρίσω το ρολόι του χρόνου πίσω και να πάμε μια μέρα, αποστολικώς , να  ξαναδούμε αυτό το Σχολείο, κι ας μας λιθοβολούν στο δρόμο οι πικρές αναμνήσεις. Ναι, πάνε πολλά χρόνια από τότε που σε άφησα σ’ αυτό το ωραίο Σχολείο, στην οδό Μιχαήλ Βόδα, όμορφη κι απαστράπτουσα σαν εκείνες τις κυρίες της Vogue ή του MarieClaire, για να συνεχίσω τις εγκύκλιες σπουδές μου ως ανεπίδεκτος μαθήσεως στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, και να πάρω ύστερα τους μεγάλους δρόμους της μόρφωσης, αφού πρώτα, όπως λέει πάλι ο Ελύτης,

Μιλημένη   από τον ήλιο η Μοίρα

                                έκανε πως δεν έβλεπε.

Ευχαριστώ, πάντως, για το π ε ν τ α ρ ά κ ι που μου ‘βαλες στο απολυτήριο, για να μπορέσω (ένας Θεός ξέρει πώς) να συνεχίσω τη σχολική μου εκπαίδευση στο Γυμνάσιο, που για μένα, εκείνη την εποχή, φάνταζε σαν τις γαλέρες του Μπεν Χουρ, ενώ είναι αλήθεια ότι και αυτό το πενταράκι δεν το άξιζα. Μην έχεις, λοιπόν, τύψεις για την αξιολόγηση της σχολικής μου επίδοσης. Το είπε, άλλωστε,  ξεκάθαρα στη μάνα μου ο Διευθυντής του Σχολείου – και μάλιστα εις επήκοον όλων των μανάδων που περίμεναν στη σειρά να πάρουν το απολυτήριο των παιδιών τους: «Ο υιός σας, κυρία μου», της είπε επίσημα και με το κύρος που του έδινε ο εκπαιδευτικός του  θώκος, «προάγεται με τον βαθμό 5, που είναι η βάσις προαγωγής. Από τις πέντε μονάδες οι δύο είναι η  επίδοσις του μαθητού και οι άλλες τρεις προσφορά του Σχολείου. Και στιλβωτής επίπλων να γίνει, θα έχει αξιοπρεπές μεροκάματο ». Αυτά της είπε, σχεδόν θυμωμένος από τις ταραχές που είχα, με τη διαγωγή μου, προκαλέσει στο Σχολείο. Όταν βγήκαμε  στο δρόμο, τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, γιατί ο αδελφός μου, αρκετά πιο μεγάλος από μένα, δεν ήθελε τα γράμματα και η μάνα μου- που ήταν αναλφάβητη, αλλά και πεισματάρα γυναίκα – παρακινημένη από τον Διάβολο , έβαλε τότε στοίχημα με το Θεό ότι ο δεύτερος γιος της θα σπουδάσει. Πώς να τα βγάλει πέρα ο Μεγαλοδύναμος με το γυναικείο πείσμα από τη μια μεριά και με την πονηριά του Διαβόλου από την άλλη; Θυμηθείτε την Ήρα πόσες φορές έπιασε στα πράσα τον ά τ α κ τ ο σύζυγο, κι ας ήταν ασυναγώνιστος στις μεταμορφώσεις.  Άλλωστε, όπως είπα και πιο πάνω, ακόμα και η Μοίρα, καμιά φορά, λ α δ ώ ν ε τ α ι, ιδίως όταν είναι από σίδερο και φαίνεται αδέκαστη.

Σπούδασα, για να μη σ’τα πολυλογώ, σε δυο πανεπιστήμια: σε ένα δικό μας και σε ένα ξένο. Από όλη αυτή τη σοφία, για να μην πω φασαρία, κατέληξα σε τούτο το απλό συμπέρασμα: Όπου κι αν πήγα  να σπουδάσω, συλλέγοντας περγαμηνές για την πνευματική μου υπόληψη, δεν μετάνιωσα ποτέ για την παιδική μου αλητεία  στους αθηναϊκούς δρόμους. Και αυτό γιατί έζησα αυτή τη φάση της ζωής μου με την καρδιά και  όχι με τη γριά λογική. Γυρίζοντας, λοιπόν, από την Εσπερία και τον άλλο κόσμο της μόρφωσης και του πολιτισμού, θυμήθηκα το Σχολείο μας, θυμήθηκα και τους αθηναϊκούς δρόμους,  που με είχαν δεχτεί παιδί× θυμήθηκα ακόμα και τις τρέλες τις παιδικές, που στάθηκαν το προσάναμμα για να πάρει φωτιά το θράσος μου για μόρφωση, και σιχτίρισα, παρά την ευγνωμοσύνη που της όφειλα, τη Μοίρα μου μαζί με όσα μεγαλεία μού υποσχόταν για την υπόλοιπη ζωή μου… Τώρα, στο σούρουπο της ζωής, δεν περιμένω (ας το ‘χει υπόψη του ο Μεγαλοδύναμος  ) κανέναν Παράδεισο – τον έζησα ήδη παιδί, γιατί το πάθος, ακόμα και το παιδικό, δεν έχει νόμο και το παιγνίδι το χόρτασα όσο λίγοι.

Για την εξέλιξη που είχαν τα πράγματα  στη ζωή μου, βλέπω στο όμορφο πρόσωπό σου ζωγραφισμένη την έκπληξη. Δεν έχεις άδικο, ήταν κάτι ανέλπιστο και ανέφικτο. Ακόμη και τώρα η  μεγάλη στροφή που έκανα από τους δρόμους στα βιβλία είναι κάτι για το οποίο εξήγηση δεν μπορώ να δώσω. Το μόνο, πάντως, που θυμάμαι και μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι το πρώτο βιβλίο που άνοιξα ήταν η Αρχαία ελληνική ιστορία. Εκεί είδα και κατάλαβα ότι αυτό που σήμερα ο κόσμος θαυμάζει και ονομάζει  ε λ λ η ν ι κ ό  θ α ύ μ α  είναι  έργο που τα θεμέλια του τέθηκαν κυρίως από ανθρώπους της αριστοκρατίας (του αίματος  ή του πνεύματος) όπως ο Αρμόδιος  και ο Αριστογείτων, ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης, ο Αλκαίος, η Σαπφώ που ο Πλάτων την είπε «δεκάτη μούσα», ο Αλκμεωνίδης Περικλής, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής , ο «Μικρασιάτης» Ηράκλειτος, ο Πλάτων, ο δίκαιος Αριστείδης, ο Μιλτιάδης του Μαραθώνα, ο Κίμων του Ευρυμέδοντα, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης, ακόμα και ο πανελληνιστής Ισοκράτης, που ήταν ο εμπνευστής του πολιτικού προγράμματος των μακεδόνων βασιλιάδων, Φιλίππου και Αλεξάνδρου, και τόσοι άλλοι εγγεγραμμένοι στο Libro doro των  γ ε ν ν α ί ω ν (διάβαζε: ευγενείς το ήθος και την καταγωγήν)  της εποχής εκείνης. Μήπως και αυτός ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής, ο Μπολιβάρ- από του οποίου την προσωπικότητα και τη δράση ο Νίκος Εγγονόπουλος εμπνεύστηκε το πιο μεγαλόπνοο ποίημα του – μήπως κι αυτός, λέω, δεν ήταν αριστοκράτης;  Του Μπολιβάρ το όνομα δεν θέλησε να τιμήσει για την απελευθέρωσή της μια χώρα της Νότιας Αμερικής και πήρε το όνομα Βολιβία; Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι και στις κατώτερες  κοινωνικές  τάξεις δεν υπήρχαν μεγάλα πνεύματα. Υπήρχαν, αλλά οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε δεν τους επέτρεπαν να ευδοκιμήσουν και χάθηκαν για πάντα. Έπρεπε, λοιπόν, κάποιοι να κάνουν την αρχή, για ν’ αλλάξει ο κόσμος και να λάμψουν πνεύματα και από άλλες κοινωνικές τάξεις. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν άλλοι από εκείνους  που ήταν προικισμένοι πνευματικά ή είχαν πολιτική εξουσία και ήταν, πάνω απ’ όλα,  αριστοκράτες του ήθους.

Αλλάζω θέμα και σε ρωτάω αν με θυμάσαι. Ήμουν – θα έλεγα για να βοηθήσω τη μνήμη σου – εκείνο το μαυρομάτικο   αγοράκι του Μουρίλο που σου έκανε πολλή φασαρία στην τάξη, επειδή ήταν, φαίνεται, ερωτευμένο με τη δασκάλα του και ήθελε ν’ ασχολείται όλο μαζί του. Το παιδικό, ερωτικό μου πάθος σε έφερνε συχνά στη δύσκολη θέση να παίρνεις τον χάρακα και να με δέρνεις, μολονότι πολλές φορές προσπάθησες να με συνετίσεις, αλλά εγώ, όπως θα ‘λεγε ο Ηρόδοτος, «ου φροντίς Ιπποκλείδη!».

Θυμάμαι και δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα που δεν είχες χάρακα και έπρεπε να μου κοκκινίσεις τα χέρια. Λέω ‘’έπρεπε’’ γιατί ήμουν πάντα άγραφτος, αδιάβαστος και ερωτευμένος. Πήρες τότε – τι έμπνευση, κυρά μου ! – την ξύλινη κασετίνα της Μακρή (αυτή  πρέπει να τη θυμάσαι, ήταν άριστη μαθήτρια) και ρίχτηκες, με ζήλο και αφοσίωση, στο εκπαιδευτικό σου έργο… Ευλογημένο το ξύλο που μου ‘δωσες ! Με δίδαξε – κι ας φαίνεται στους πολλούς παράλογο – πιο πολλά απ’ τη σοφία των σχολικών βιβλίων.  Ήταν, βλέπεις, η σωστή ώρα που έπρεπε να «διδάξεις» το   σώμα και όχι το πνεύμα. Και αυτό, αν το καλοσκεφτείς, αξέχαστη κυρία της σχολικής έδρας, δεν είναι λίγο:   Το σ ώ μ α    κ υ β ε ρ ν ά ε ι   σ ή μ ε ρ α   τ ον    κ ό σ μ ο   π ο υ   ε ί ν α ι  ρ οζ   α π ό  τ α   σ κ ά ν δ α λ α,   κ α ι  ό χ ι  τ ο  π ν ε ύ μ α.

Σου γράφω αυτό το γράμμα με αγάπη και σεβασμό  ΕΓΩ,  ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΣΟΥ ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ!

———————-

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.