Λίγες εναρκτήριες σκηνές θα μιλούσαν πιο εύγλωττα από τούτη: μια θηλιά προβάλλει μέσα στο σκληρό ημίφως. Ένας νέος άντρας ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Περνάει τη θηλιά γύρω απ’ το λαιμό του. Κλωτσάει. Η αγωνία του ίσα που προφταίνει να δείξει αποφασιστικότητα πριν το φως χαθεί και μεταφερθούμε σε μια αίθουσα συνεδρίας κάποιας ψυχιατρικής κλινικής. Το Βασίλειο των Ζώων, της Ρούμπι Τόμας, είναι κατάστικτο από παρόμοιες σκηνές υψηλής έντασης. Κι ωστόσο, αυτές δεν αρκούν πάντοτε για να απομακρύνουν από το κείμενο μία αίσθηση ημιτελούς ή και, σε σημεία, κοινοτοπίας.
Ο Μάιλς (Αλέξανδρος Ντοκάκης), φοιτητής ζωολογίας και μόλις στα είκοσι ένα του έτη, έχει επιβιώσει μιας απόπειρας αυτοκτονίας. Το έργο κατανέμεται σε έξι συνεδρίες οι οποίες φέρνουν παρόντες, και αντιμέτωπους, όλα τα μέλη της δυσλειτουργικής οικογένειάς του: την πληθωρική μητέρα του Ρόνα (Σόφη Τερεζάκη), τον απόμακρο πατέρα του Τιμ (Παναγιώτη Νικολιδάκη) και τη νεότερη αδερφή του Σόφι (Σοφία Γαροφαλάκη). Τα μέλη της οικογένειας συγκρούονται, ανασκαλεύουν τις στάχτες των παλιών τραυμάτων ή πολυλογούν αδυνατώντας να εκφράσουν τους φόβους και τις επιθυμίες τους –όλα υπό το σίγουρο βλέμμα και τη διακριτική επίβλεψη του ψυχοθεραπευτή Ντάνιελ (Αιμίλιος Καλογερής) που θέτει το τέμπο της συζήτησης και τους καθοδηγεί προς μία οιονεί κάθαρση. Τα πράγματα δείχνουν να περιπλέκονται από τον κάποτε άσχημο χωρισμό των γονιών, τη σεξουαλικότητα του Μάιλς, τα αισθήματα παραγκωνισμού της Σόφι ως δεύτερου και μάλλον λιγότερο προικισμένου παιδιού. Όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται σε ένα μόνο δωμάτιο με πέντε καρέκλες τοποθετημένες κυκλικά, το οποίο καταφέρνει κάποτε, με διαλείψεις, να λειτουργήσει ως «χύτρα πιέσεως», σύμφωνα με τις σημειώσεις της συγγραφέως. Το κλειστό σκηνικό συμπληρώνει ένα παράθυρο με καθρέφτη, που γίνεται αμέσως αντικείμενο παρατήρησης από τον έγκλειστο στην κλινική Μάιλς.
Οι χαρακτήρες των μελών της οικογένειας είναι κατασκευασμένοι σε ένα πλαίσιο δυαδικών αντιθέσεων: Η μητέρα φλυαρεί, νοιάζεται –με τρόπο ενίοτε καταπιεστικό– και γεμίζει τον χώρο, ενόσω ο πατέρας σιωπά, στέκει στη γωνία της σκηνικής δράσης και διατηρεί πάνω του ένα ερωτηματικό. Η Σόφι, εξίσου, παραμένει στη σκιά του Μάιλς, και μόνο αρκετά αργότερα παραγκωνίζεται ο δεύτερος για να έρθει στην επιφάνεια, με ένα συναισθηματικό ξέσπασμα, μία άλλη όψη της αδερφής του. Αφηγηματικά, το έργο πιάνει τη μέγιστη πυκνότητα του ακριβώς στα μισά, όταν και περιγράφεται με βαθιά, ανεπιτήδευτη γλώσσα ο ανθρώπινος πόνος σε όλες του τις εκφάνσεις· η ψυχική ασθένεια, η πράξη του αυτοτραυματισμού, η αποβολή –και ό,τι όλα τα παραπάνω συνεπάγονται για το άτομο που βρίσκεται εντός των πλαισίων μιας τέτοιας οικογένειας.
Ο Μάιλς ανήκει σε μια γενιά που δεν αρκείται στη συγκαταβατική αποδοχή –ζητάει τη συμμετοχή του άλλου, δίχως όμως και η ίδια ακόμα να καταλαβαίνει πώς ακριβώς εκείνη θα έμοιαζε. Η κατηγορίες που εκτοξεύει ενάντια στη μητέρα του είναι χαρακτηριστικές: [προσποιείσαι πάντα πως είσαι ενθουσιασμένη που είμαι κουήρ. Μου κάνεις ερωτήσεις για τους γκόμενους μου. Πως τάχα δεν έχεις πρόβλημα]. Όταν εκείνη επιμένει στην ειλικρίνεια της αποδοχής της, ο γιος δεν πείθεται [έλα τώρα που δεν έχεις [πρόβλημα]. Παραδέξου το. (…) Εντάξει μαμά. Θα ήταν πιο εύκολο να το έλεγες]. Εξίσου χαρακτηριστική είναι η αμφίρροπη στάση του όσον αφορά στον επιμερισμό των ευθυνών ανάμεσα στους δύο γονείς: Στο σχόλιο της μητέρας του [Ο Μάιλς το βρήκε δύσκολο να τον εγκαταλείψουν], ο Μάιλς απαντά αμέσως [δεν μ’ εγκατέλειψε κανείς. Κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο το περνούσα με τον μπαμπά]. Παρακάτω όμως οι κατηγορίες θα διατυπωθούν σαφέστατες προς το πρόσωπο του εξοργιστικά απόμακρου πατέρα [μαμά, μην φορτώνεσαι το φταίξιμο (…)]. Κάθε γονιός συμβολίζει και μια διαφορετικής όψης δύναμη επιβολής. Αυτό γίνεται καθαρό όταν ο Μάιλς αφηγείται την περίοδο που αποφάσισε, σε προσχολική ακόμη ηλικία, να γίνει βίγκαν. Στον πατέρα του συμβολοποιείται η ισχύς της τιμωρίας [ο μπαμπάς προσπάθησε να με κάνει να φάω με το ζόρι (…) όχι με ξύλο. Απλώς. Τιμωρίες (…)], ενώ στη μητέρα του βρίσκουμε την επίκληση του θυμικού [η μαμά το προσπαθούσε με δάκρυα. Με παρακαλούσε κλαίγοντας (…) Κάν’ το για μένα, έλεγε]. Όταν και τα δύο αποτυγχάνουν, απομένει ως ύστατο μέσο η ορθολογικοποίηση της κατάστασης μέσα από την επίφαση του κύρους της επιστήμης: [μετά είχαμε τους γιατρούς (…) μου έδωσε χαπάκια για τη χώνεψη. Κουταμάρες]. Η αποτυχία τους να τον οδηγήσουν ξανά στην κατανάλωση κρέατος όμως, και η υποχώρηση τους μπρος στην επιμονή του, δεν βιώνεται, όπως θα το ανέμενε κανείς, θριαμβευτικά: [στο τέλος εγκατέλειψαν τις προσπάθειες. Μου ‘παν κάνε ό,τι θες. ΝΤΑΝΙΕΛ: Κι αυτό πώς σου φάνηκε; ΜΑΪΛΣ: [οκ]]. Αυτή η διακριτική δυσαρέσκεια του άηχου «οκ» φανερώνει την θεωρητικά ευκταία ελευθερία όχι ως κατάκτηση αλλά περισσότερο ως βιωμένη εγκατάλειψη –και αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του Μάιλς και του ανθρωπότυπου που εκείνος περιγράφει.
Λιγότερο ανεπτυγμένοι στέκουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες, με τη σύντομη παράλληλη ιστορία του Ντάνιελ να μοιάζει βιαστική και ίσως εμβόλιμα τοποθετημένη ώστε να αποδώσει τις δέουσες τιμές στον κοινωνικό του ρόλο (και δίχως την πληροφορία, από συνέντευξη της συγγραφέως, για το επάγγελμα της μητέρας της, θα μπορούσαμε με ασφάλεια να το μαντέψουμε). Ο χαρακτήρας του αγαθού, γλυκομίλητου, αιώνια υπομονετικού ψυχοθεραπευτή δείχνει από τη μία αβαθής και από την άλλη μάλλον εξωπραγματικός. Το ίδιο και η περσόνα του πατέρα, που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, και η οποία, παρομοίως, δίνεται βιαστικά μέσα από μια του αφήγηση που αφορά στους δικούς του γονείς και στα προσωπικά του τραυματικά βιώματα.
Από την άλλη, η ολοκλήρωση των χαρακτήρων ίσως να μην βρέθηκε ποτέ στις προθέσεις της Τόμας. Οι ήρωες της δεν είναι παρά εκθέματα σε έναν ανθρώπινο ζωολογικό κήπο, και εμείς οι θεατές που καταφέρνουμε να κρυφοκοιτάμε κάθε φορά και άλλο σκηνικό της ζωής τους. Προς το τέλος του έργου, μάλιστα, ο Μάιλς δίνει την ένδειξη, όταν λέει στον Ντάνιελ για εκείνο το παράθυρο με τον καθρέφτη: αν έσβηνες τα φώτα εδώ μέσα και τα άναβες εκεί πίσω, ίσως να μπορούσες κάτι να διακρίνεις (…) Εγώ λέω να το δοκιμάσεις κάποτε (…) Να μου πεις το αποτέλεσμα όμως, όταν το κάνεις: Αφότου κοιτάξατε εδώ, σ’ αυτό το δράμα, κοιτάξτε και μέσα σας, εσείς όλοι, στο κοινό, και πείτε μας αυτό που βλέπετε. Ένα κάλεσμα που, αν μη τι άλλο, δείχνει απόλυτα ειλικρινές και διατηρεί μια κάποια χρησιμότητα σήμερα –αν αποφευχθεί η ad nauseam επανάληψη του και εφόσον διασφαλιστεί η αποκαθήλωση από τη θέση του ως mantra της εποχής.
Η προβληματική του έργου επιμερίζεται σε πολλαπλούς άξονες: σεξουαλική ταυτότητα, ψυχική υγεία, οικογένεια. Στον πυρήνα όλων όμως βρίσκεται το σημερινό υποκείμενο που πλέει παραζαλισμένο σε μια θάλασσα αβεβαιοτήτων. Ήδη κιόλας από την πρώτη σκηνή, τίθεται το πρόβλημα μέσα από την παρατήρηση του Μάιλς για τα πετροχελίδονα: [όταν γεννιούνται τα μικρά τους, οι μανάδες τους τα διώχνουν απ’ τη φωλιά. Θεωρούν πως είναι ικανά να πετάξουν, να βρουν τον δρόμο τους για την Αφρική]. Δεδομένων των ερευνών που όλο και πληθαίνουν στον Δυτικό κόσμο, και οι οποίες δείχνουν την αδυναμία των νέων να εξέλθουν του πατρικού σπιτιού, θα τολμούσε κανείς να υποθέσει πως τούτη η διαπίστωση θα είχε πρόσημο αναμφίβολα θετικό. Όμως όχι: [μερικά απ’ αυτά τσακίζονται στο έδαφος. Και σακατεύονται για όλη τους τη ζωή. Δεν έχουν καν σωστά πόδια, τα πετροχελίδονα. Δεν είναι φτιαγμένα για περπάτημα]. Δεν έχουμε εδώ παρά την αποτύπωση της βαθύτερης επιθυμίας του σημερινού υποκειμένου να παραμείνει στη φωλιά, να μην διασχίσει τον νοητό εκείνο Ρουβίκωνα που οδηγεί σ’ έναν κόσμο αυξανόμενης εντροπίας· πολύ συχνά, η διάβαση του εκείνη αποδεικνύεται θανάσιμη.
Η τελευταία σκηνή μάς παραδίνεται, στο Θέατρο Κυδωνία, αλλοιωμένη. Και, μέσα από την οξύτητα της σκηνοθετικής ματιάς του Μιχάλη Βιρβιδάκη, αντί του γλυκανάλατου «Family and genus» που προτείνει η συγγραφέας, η αβέβαιη μοίρα του ήρωα δίνεται μέσα από την πάλη με τους δαίμονες του, που ακόμα τον περιτριγυρίζουν (κατάλληλη η επιλογή των ήχων από τον Δημήτρη Ιατρόπουλο). Και, ακόμα περισσότερο, είναι εκείνο το πείσμα του, που ακροβατεί πάνω στο υψωμένο του μεσαίο δάχτυλο και που μας δίνει ελπίδα πως δεν θα τους επιτρέψει να εξουσιάσουν ξανά το μυαλό του.
Ο Αλέξανδρος Ντοκάκης είναι που αναμφίβολα και κατεξοχήν σηκώνει το βάρος της παράστασης με τις εκφραστικές του σιωπές, την όλο χάρη ακινησία του όταν ακούει την αγαπημένη του Σόφι, τη νευρική του, ανόρεχτη στάση όταν ζητά να ενοχλήσει τον ανεπαρκή πατέρα του ή την κάποτε εγωκεντρική μάνα –ο ρόλος της οποίας είναι εξίσου απαιτητικός, έχοντας να ακροβατήσει ανάμεσα στο γελοίο και το τρυφερό, και τον οποίο η Σόφη Τερεζάκη αντιμετωπίζει άριστα. Η δε Σοφία Γαροφαλάκη, με ένα παίξιμο εξόχως φυσικό, δημιουργεί από την πρώτη στιγμή τη συνθήκη της οικειότητας με τον εύθραυστο αδερφό που στέκει όμως και ως φίλος, δίνοντας τον αέρα μιας θερμής αδερφικής σχέσης, κρίσιμης στη μυθοπλαστική εξέλιξη του έργου. Σε ό,τι αφορά στους Αιμίλιο Καλογερή και Παναγιώτη Νικολιδάκη, έχοντας πρόσφατα αναμετρηθεί με παρόμοιους ρόλους στον ίδιο ακριβώς χώρο («Τάξη», Θέατρο Κυδωνία, Δεκέμβριος 2023), αποφεύγουν την επιλογή μιας ευκολοδιάβατης ίσως μανιέρας και παραδίδουν με ευχάριστη καθαρότητα τους ρόλους τους.
Το έργο της Τόμας δεν πάσχει στα σοβαρά σε κανένα του μέρος· μόνο που δείχνει κάποτε πολύ σίγουρο για τον εαυτό του και την καθολικότητα του κόσμου στον οποίο κινείται. Η οικογένεια του είναι η αρχετυπική μικροαστική, τα προβλήματα της και η υφή των προτεινόμενων λύσεων ομοίως. Η ταξική θέση της δημιουργού, και η θέαση του κόσμου όπως απορρέει από αυτήν, επικρέμεται ως σκιά πάνω απ’ το έργο και του περιορίζει κάποτε τους ορίζοντες, αμβλύνοντας παράλληλα τη ματιά του. Το ζήτημα της κοινωνικής φύσης της ψυχικής ασθένειας –που τίθεται μόνο ακροθιγώς και πάντα υπό τη σκιά του ζητήματος της έμφυλης ταυτότητας– είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα της επίπεδης προβληματικής του κειμένου.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ακριβώς αυτή η λειτουργία του Θεάτρου Κυδωνία, που μπορεί να μας μεταφέρει, τόσο γρήγορα και πειστικά, ένα έργο από τη δροσερή Eton Avenue του Λονδίνου στην κομψή του αγκαλιά της οδού Υψηλαντών αρ.12 των Χανίων, η οποία χαιρετίζεται επανειλημμένως και θερμά από το κοινό. Πρόκειται οπωσδήποτε για κάτι το ανεκτίμητο.
Άγγελος Αλαφρός
Το Βασίλειο των Ζώων (The animal Kingdom, 2022), της Ρούμπι Τόμας
Οι συντελεστές
Ανεβαίνει σε μετάφραση Δημήτρη Κιούση
σκηνοθεσία και αισθητική της παράστασης Μιχάλη Βιρβιδάκη
κοστούμια Αιμίλιου Καλογερή
συνθέσεις ήχων Δημήτρη Ιατρόπουλου
χειρισμός φωτισμού και ήχων Μαίρη Σουρμελάκη
βοηθοί σκηνοθέτη Αλέξανδρος Ντοκάκης & Ντία Κοσκινά
Τους ρόλους ερμηνεύουν οι:
Αλέξανδρος Ντοκάκης (Μάιλς), Αιμίλιος Καλογερής (Ντάνιελ), Σόφη Τερεζάκη (Ρόνα), Παναγιώτης Νικολιδάκης (Τιμ) και Σοφία Γαροφαλάκη (Σόφι)