«Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
Ξέρει να πετάει, ξέρει να σκοτώνει.
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
Ξέρει να σκέφτεται.» [1]
Μπέρτολ Μπρεχτ
Ως ανθρώπινα όντα, παρότι είμαστε προικισμένοι με νοητικό και συναισθηματικό νου, σκέψη και μνήμη, λόγο και κρίση, ιδέες και όραμα, πνεύμα και φαντασία, παρότι η σημαντικότερη ανάγκη μας είναι να μας αγαπούν και ν’ αγαπάμε, εντούτοις η διαδρομή μας ανά τους αιώνες επισκιάζεται από μια απέραντη γραμμή αίματος και πολεμικής βίας. Παρότι το ζητούμενο της ύπαρξης του ανθρώπου είναι η χαρά της ζωής εν αλληλεγγύη και αγάπη, ο ανθρώπινος πολιτισμός διανύει μια αντιερωτική πορεία πολεμικής βαρβαρότητας, που στις μέρες μας κορυφώνεται στην Ουκρανία και στη Γάζα, απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη.
Σ’ αυτό λοιπόν το ψυχροπολεμικό κλίμα, η καλή φιλόλογος Μαρία Καραθανάση κάνει το ποιητικό της βάπτισμα με μια αντιπολεμική ποιητική συλλογή, με τίτλο «Κόκκινο νήμα» και υπότιτλο «Σέρρες βουλγαρική κατοχή 1906-1918», (Εκδόσεις Υψικάμινος, 2024). Η Καραθανάση ωθούμενη από τη βαθιά έγνοια της για τον γενέθλιο τόπο, αναμοχλεύει μαρτυρικές περιόδους της ιστορίας του. Βεβαίως υπάρχουν κι άλλα εσωτερικά κίνητρα, καθώς ο τόπος, η ιστορική μνήμη, οι ψυχοκοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες, καθορίζουν τη διαδρομή των ανθρώπων ως άτομα και ως συλλογικότητες και επιδρούν στην μελλοντική πορεία τους. Αφηγούμαστε με όχημα τη μνήμη, για να μοιραστούμε, αλλά και για να θρέψουμε τη μνήμη, για να θυμόμαστε, για να μπορούμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε και να μη ξεχνάμε ποιοί είμαστε, από που ήρθαμε και προς τα που πάμε.
Η ποιήτρια μέσα από ρεαλιστικές αναπαραστάσεις φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την βιαιότητα του πολέμου, κάπως σαν τους συμπεριφοριστές ψυχολόγους, οι οποίοι φέρνουν το άτομο με φοβική νεύρωση σταδιακά αντιμέτωπο με το φοβογόνο ερέθισμα, αποβλέποντας στην θεραπεία του.
Η Καραθανάση με χειρουργική επιδεξιότητα και ικανότητα κεντήτριας του λόγου ανασύρει το ματωμένο κόκκινο νήμα του τόπου μας και κεντάει με τις λέξεις της ένα ταπί ιστορικής μνήμης για τα παθήματα και τις ανδραγαθίες των Σερραίων στα μαρτυρικά χρόνια του μακεδονικού αγώνα και της βουλγαρικής κατοχής.
Το μαύρο χρώμα του εξώφυλλου που παραπέμπει στα σκοτάδια του πολέμου, μαζί με την ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικονίζει παιδιά να στριμώχνονται για συσσίτιο, μας προϊδεάζουν για το περιεχόμενο της συλλογής. Ο τίτλος, γραμμένος με κόκκινα γράμματα που συμβολίζουν την αιματοχυσία της κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα, και λευκά που συμβολίζουν την πολυπόθητη απελευθέρωση και ειρήνη, πάρθηκε από την συνθηματική φράση «Κόκκινο νήμα», που χρησιμοποιούσαν τα χρόνια της κατοχής για να προειδοποιήσουν τους μαγαζάτορες να είναι σε επιφυλακή για να κρύψουν τους αγωνιστές που ετοιμάζονταν να προβούν σε αντιστασιακές επιθέσεις κατά των κατακτητών.
Η ποιητική συλλογή «Κόκκινο νήμα», αφιερωμένη στον πατέρα της ποιήτριας, γράφτηκε μετά από μακρόχρονη έρευνα και μελέτη ιστορικών ντοκουμέντων, καθώς είναι βασισμένη στην ποιητική τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού και τα προβλεπόμενά του. Η Καραθανάση πραγματικά καταβυθίστηκε στα ιστορικά ντοκουμέντα πριν αρχίσει να γράφει. Μελέτησε τις αφηγήσεις προσώπων που έζησαν το δράμα της κατοχής, μπήκε στο βίωμά τους και συγκλονισμένη αποτύπωσε τις τραυματικές εμπειρίες και τις γενναίες δράσεις τους, τις οποίες στη συνέχεια ανάπλασε ποιητικά, πετυχαίνοντας μέσα από δέκα πέντε μόλις ποιήματα να αποτυπώσει το μέγεθος της δίνης της κατοχής αλλά και τη μεγαλειώδη και γενναία αντίσταση.
Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα «Ο καπετάνιος» (σ. 7), που αναφέρεται στον ηρωικό θάνατο του μεγάλου αγωνιστή του μακεδονικού αγώνα, Καπετάν Μητρούση, μετά από την πολιορκία των τούρκων, το 1907, και τελειώνει με το ποίημα «Το συσσίτιο» (σ. 21), στο οποίο αποτυπώνεται η προσπάθεια αντιμετώπισης της πίνας και ασιτίας μετά την απελευθέρωση, το 1918.
Τα ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, αφηγούνται δραματικά στιγμιότυπα. Πρόκειται για πρωτοπρόσωπη αφηγηματική ποίηση, όπου το ποιητικό υποκείμενο, το δρων υποκείμενο κατά τον δομημένο ρεαλισμό, εμφανίζεται στο ποίημα υποδυόμενο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο παρακολουθεί, παρατηρεί και περιγράφει αναλυτικά τα πρόσωπα και γεγονότα μιας δεδομένης συνθήκης, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν στην δεδομένη συγκυρία, με κύρια εστίαση στο σώμα, στις κινήσεις και τις σωματικές αντιδράσεις των προσώπων.
Λέει ο Γιώργος Χειμωνάς: «[…] εκείνο που από πολύ νωρίς έμαθα, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα, ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μιλάει, να μιλάει ακατάπαυστα για όλα τα πάθη των ανθρώπων. Δεν έχεις παρά να το δεις.» [2]. Και η Καραθανάση λες και προσπαθεί να αφήσει τα σώματα να μιλήσουν για τα μαρτύρια και τις δοκιμασίες των ανθρώπων, βλέπει, παρατηρεί και στη συνέχεια περιγράφει αναλυτικά τις σωματικές κινήσεις και αντιδράσεις τους για να καταθέσει την μαρτυρία της για τα παθήματα και τους εξευτελισμούς, τις ανδραγαθίες και τις ηρωικές θυσίες των Σερραίων κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής.
Οι εκτενείς σημειώσεις που συνοδεύουν τα ποιήματα, βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει το συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν της αφήγησης και να μπει βαθύτερα στο ποιητικό σύμπαν.
Ο λόγος είναι λιτός και αντιποιητικός, δωρικός, δίχως λυρισμό, δίνοντας έμφαση στην ρεαλιστική απεικόνιση μέσω της αναλυτικής περιγραφής των δρώντων προσώπων και της εικονοποιίας. Η καλά σμιλεμένη γλώσσα και η χρήση λέξεων του ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή, όπως πχ: οντάς, ντουλαμάς, καπιτζίκι, μεντέρι, τυφέκιο, σφαγισθέντες, κλπ., καθώς και ο εμπλουτισμός του λόγου με βουλγαρικές και τουρκικές λέξεις και φράσεις μεταφέρουν τον αναγνώστη σ’ εκείνη την εποχή, και μαζί με τη χρήση ενεστώτα προσδίδουν επιπρόσθετη ζωντάνια στην αφηγηματικότητα του λόγου εντείνοντας το ενδιαφέρον και τη συγκίνηση του αναγνώστη.
Τα ποιήματα της συλλογής αποτελούν αυτοτελείς αφηγηματικές ιστορίες, κάτι σαν θεατρικούς μονόλογους ή κινηματογραφικά σεκάνς, που όλα μαζί συνθέτουν τον παραλογισμό και τη φρικαλεότητα της εμπόλεμης συνθήκης που αποτελεί το θέμα της συλλογής. Η Καραθανάση δομεί τα ποιήματά της με σκηνοθετικό τρόπο θέτοντας στην πρώτη στροφή κάθε ποιήματος το πρόσωπο που παριστάνει το δρων υποκείμενο, το οποίο περιγράφει τις ενέργειές του, και στην συνέχεια αρχίζει την περιγραφική αναπαράσταση του συμβάντος που διαδραματίζεται. Στο ποίημα «Οι σπεσιαλίστες» (σ. 9) πχ, υποδύεται έναν ντόπιο μυημένο στον αγώνα, ο οποίος φωνάζει: «κόκκινο νήμα», για να προειδοποιήσει τους μαγαζάτορες να κρύψουν τους εκτελεστές του Βούλγαρου κομιτατζή Πέτρου Σκρέτα. «Στο μεντέρι» (σ. 10) υποδύεται έναν τραυματία που κείτεται λαβωμένος, ο οποίος παρακολουθεί και περιγράφει τον αποτρόπαιο βιασμό ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού από έναν κομιτατζή μπρος στα μάτια της μάνας του, όπου τελειώνει με τους ακόλουθους στίχους:
«Ο άλλος, σπρώχνει το κορίτσι, ως δεκαπέντε ετών,
με τη δερμάτινη μπότα, πάνω στο μεντέρι.
Με τις παλάμες πιάνει τους αστραγάλους
κι ανοίγοντας τα πόδια, σε διάσταση, πέφτει πάνω της.»
Στο «Αυτόπτης μάρτυς» μπαίνει στον ρόλο του Γάλλου δημοσιογράφου Γεωργίου Μπουρτών, ο οποίος είχε ανακαλύψει τα πτώματα των Σερραίων προκρίτων που είχαν εκτελεστεί από τους Βουλγάρους αφού πρώτα βασανίστηκαν. Γράφει:
«Σε απόσταση ενός μέτρου,
τρεις κεφαλές κείτονται, με πλήθος εντόμων,
γύρω από τους οφθαλμούς.
«Επτά σφαγισθέντες πρόκριτοι της πόλεως
προ της αναχωρήσεως του εχθρικού στρατού…»
Στο ποίημα «Η επόμενη μέρα» (σ. 17) παριστάνει τον φωτορεπόρτερ, που την επόμενη μέρα της πυρπόλησης της πόλης, τον Ιούνιο του 1913, μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια αντικρίζει και περιγράφει το τραγικό θέαμα μιας εγκύου γυναίκας που αιμορραγεί, ενώ αγκαλιάζει τον απαγχονισμένο άνδρα της. Διαβάζουμε συγκλονισμένοι:
«Μια γυναίκα, ούτε τριάντα ετών, με φουσκωμένη κοιλιά,
έχει τυλιγμένα τα άνω άκρα πέριξ ανδρικού σώματος,
κρεμασμένο με σχοινί, τυλιγμένο γύρω απ’ τον λαιμό,
στα κάγκελα τής εσωτερικής σκάλας.
Αίμα στάζει, ανάμεσα στα πόδια τής κυοφορούσας, στο πάτωμα
Η ψυχοσυναισθηματική συνθήκη και η συγκίνηση των αναφερόμενων προσώπων αποδίδονται μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις εμμέσως μέσα από την αναλυτική περιγραφή της αποτύπωσης σωματικών αντιδράσεων ή λεκτικών φράσεων όπως πχ στο ποίημα («Σαν άλλη Σπαρτιάτισσα» (σ. 8), όπου η σύζυγος του καπετάν Θανάση Χατζηπαντατζή, που μετά τον θάνατό του, ανέλαβε η ίδια την ηγεσία των συναγωνιστών του, όταν πιάνει τον Βούλγαρο κομιτατζή που είχε σκοτώσει τον άνδρα της αναφωνεί: «Δικό σας το παλιόσκυλο».
Το ίδιο ισχύει και για την συναισθηματική εμπλοκή και τη συγκινησιακή φόρτιση του δρώντος υποκειμένου. Αφηγείται τα συμβάντα σε χρόνο ενεστώτα και σε πρώτο πρόσωπο με απόλυτα ελεγχόμενο συναίσθημα, χωρίς καμιά αναφορά στην έκφραση των δικών του συναισθηματικών αντιδράσεων, παρά μόνο κάποιες φορές εμμέσως, με την αναφορά κάποιας σωματικής αντίδρασης, όπως στους ακόλουθους στίχους π.χ.: «Πίσω από την ξύλινη πόρτα του οντά / στέκομαι ορθή, σφίγγοντας τις γροθιές» («Στον οντά» σ. 11) ή την αναφορά σε ψυχοσωματικές αντιδράσεις όπως: «γράφω, καθώς καταπίνω τα γαστρικά υγρά, / που ανεβοκατεβαίνουν στον οισοφάγο.» ( Αυτόπτης μάρτυς σ. 16).
Ένα από τα δυνατά στοιχεία της ποιητικής συλλογής είναι η ανάδειξη της γυναικείας συνθήκης και του άμαχου πληθυσμού. Η Καραθανάση με την ευαισθησία της για θέματα που αφορούν τη γυναίκα και με την αφηγηματική ικανότητά της αποδίδει την τραγικότητα και την οδυνηρή θέση της στην κατοχή. Αναπαριστάνει με τρόπο που καθηλώνει τις θηριωδίες των Βουλγάρων στρατιωτών, όπου γυναίκες τραγικά θύματά τους υπομένουν σαν σφαχτάρια τη σωματική, ηθική και ψυχική καταρράκωσή τους.
Εκτός από το προαναφερόμενο ποίημα «Στο μεντέρι», «Στον οντά» (σ. 11) μιλά για κάποιον άλλον στρατιώτη που υφαρπάζει τα κοσμήματα από το στήθος γυναίκας κακοποιώντας την οικτρά. Στο ποίημα «Γυμνά πόδια» (σ. 20) η ποιήτρια αναπαριστάνει τον εξευτελισμό και την κακοποίηση της δασκάλας Ευφροσύνης Καλλιμάρκου. Στο ποίημα «Τα κουδούνια» αποκαλύπτει το μέγεθος της ανθρώπινης βαρβαρότητα και της αποκτήνωσης που φέρνει στην επιφάνεια ο πόλεμος. Γράφει:
«Δυο γυναίκες χορεύουν γυμνές, μόνο μ’ ένα κουδούνι
Κρεμασμένο, απ’ τον λαιμό ως τη γαστέρα, με σχοινί.
Στρατιώτες, με μαύρα μαλλιά και γένια περιμετρικά του προσώπου,
Κινούνται γύρω τους, κρατώντας μυτερά ξιφίδια.
Αίμα κυλά απ’ τις πληγές, κάθε φορά που με τις άκρες
των μαχαιριών χαράζουν τη σάρκα.» (σ. 13).
Παράλληλα στο ποίημα «Σαν άλλη Σπαρτιάτισσα» (σ. 8), που αναφέρεται στην ιστορική μορφή της καπετάνισσας Σοφίας Χατζηπανταζή, αναδεικνύει την γυναίκεια γενναιότητα και ηρωική συμμετοχή της στον αγώνα.
Και η Καραθανάση γράφει για τον σταθμό του Χατζή-Μπεϊλίκ, της σημερινής Ηράκλειας, όχι όμως για να εκφράσει αισθήματα απώλειας και πένθους, όπως ο σημαντικός Σερραίος ποιητής μας Γιώργος Καφταντζής, που στις προβολικές αναπαραστάσεις της θλίψεις του σκιαγραφείται ως: «ο μικρός και πένθιμος σταθμός του Χατζή-Μπεϊλίκ» [3]. Στο ποίημα «Στον σταθμό» (σ. 18), της Καραθανάση αναδεικνύεται ο κομβικός ρόλος του κατά την περίοδο του πολέμου, καθώς μεταμορφώνεται σε κέντρο λήψεως σημαντικών πολεμικών αποφάσεων. Εδώ το δρων υποκείμενο παρακολουθεί και αποτυπώνει τη σύσκεψη του Βασιλιά Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, του συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά και άλλων στρατιωτικών στο αρχηγείο του «Χατζή-Μπεϊλίκ», όπου σκυμμένοι μπρος σε έναν χάρτη σχεδιάζουν τους όρους ανακωχής του πολέμου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ποίημα «Η σωτηρία», το οποίο αναφέρεται στη γενναιοδωρία του Μανεχέμ Σιμαντώβ, Σερραίου εβραϊκής καταγωγής, που χρημάτισε τους Βούλγαρους στρατιώτες προκειμένου να διασώσει 600 άμαχους συμπολίτες του. Έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή επισημαίνεται η ψυχοκοινωνική διάσταση της συνεισφοράς μέλους μειονοτικού πληθυσμού της πόλης στο αγώνα διάσωσης από τη λαίλαπα των κατακτητών. Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους:
«Δεκάδες χρυσές λίρες πέφτουν· / Οι στρατιώτες κατεβάζουν τα τουφέκια.» (σ. 19).
Η ποιητική συλλογή αφορά σε μια κατάθεση ιστορικής μνήμης των παθών και της αντίστασης των Σερραίων, όπου οι εικόνες των συνταρακτικών γεγονότων αποδίδονται με ρεαλισμό, και όπου ο σμιλεμένος λόγος, η αναλυτική περιγραφή και η εικονοποιία με την οποία αναπλάθονται τα τραγικά συμβάντα συγκινεί και συγκλονίζει τον αναγνώστη. Η αριστοτεχνική αποτύπωση των σκληρών ρεαλιστικών εικόνων, σαν γροθιά στο στομάχι, φανερώνει τη σκοτεινή και αποτροπιαστική πλευρά της ανθρώπινης φύσης που γιγαντώνεται ανεξέλεγκτα σε εμπόλεμες συνθήκες. Το «Κόκκινο νήμα» αφορά κυρίως σε μια στάση αντίστασης κατά της βαρβαρότητας και των φρικαλεοτήτων του πολέμου που συνθλίβει τις ζωές των ανθρώπων, όχι μόνο αυτών που υφίστανται το μαρτύριο της κατοχής αλλά και των κατακτητών, όχι μόνο των ηττημένων αλλά και των νικητών. Ο πόλεμος, αυτή η σατανική επινόηση του ανθρώπου με στόχο την επικυριαρχία και επιβολή της δύναμης ενός έθνους σε κάποιο άλλο έθνος, στραγγαλίζει το ζωτικό κι ερωτικό στοιχείο της ζωής και της ύπαρξης και απλώνει το μαύρο σεντόνι του θανάτου. Το «Κόκκινο νήμα» της ποιήτριας Μαρίας Καραθανάση, αποτελεί μια φωνή αγωνίας με στόχο την συνειδησιακή αφύπνιση και αντίσταση του ατόμου κατά της πολεμικής βίας, αποτελεί μια αντιπολεμική κραυγή στ’ αυτιά του ανθρώπου που έχει το ελάττωμα να σκέφτεται, όπως μας λέει ο σπουδαίος Μπέρτολ Μπρεχτ.
[1] «Στρατηγέ, το τάνκ σου είναι δυνατό μηχάνημα»: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις Θεμέλιο 2000.
[2] Poeticanet, Λέανδρος Φωτεινιάς, Περί εκδρομής ο λόγος, Η εκδρομή, έργο ποιητικής. https://www.poeticanet.gr/ekdromi-ergo-poiitikis-a-34.html?category_id=92
[3]«Ο σταθμός του Χατζή – Μπεϊλίκ»: Καφταντζής, Γιώργος : Αναθήματα (Έκδοση “Εστίας του Βιβλίου”, 1966).
* Η Δέσποινα Καίτατζή-Χουλιούμη είναι κλινική ψυχολόγος, γράφει ποίηση και πεζογραφία και μεταφράζει από τα σουηδικά. Το «Με λένε Εύα» (εκδ. Μανδραγόρας, 2023) αποτελεί το τελευταίο της ποιητικό βιβλίο, ενώ τελευταίο βιβλίο μετάφρασης είναι η ποιητική συλλογή της Γιλά Μοσάεντ «Αργοπορούν οι λέξεις» (εκδ. Μανδραγόρας, 2024).